Η μάνα μου αγάπα πολύ τα ζά· μα πιο πολύ τις όρθις, δεν θυμάμαι μια εποχή που να μην είχε. Όλη μέρα να τις ταΐζει, να γεμίζει τα γλαστριά τους νερό και να τις φωνάζει, «πουλ, πουλ, πουλ!» και αυτές από μακριά όταν την έβλεπαν να τρέχουν σαν τρελές κοντά της. Με τέτοια μικρά μικρά, με το ένα με το άλλο, όλη η μέρα της ήταν γεμάτη. Κι εγώ έπαιρνα το μικρό το καλαθέλ’ έτρεχα και μάζευα τα αυγά, τις έδιωχνα από το μπαχτσέ και τις μάντριζα το βράδυ. Κ’μάς είχαμε στο χωριό, είχαμε και στο Τάρτι, πλαδούλις, πιτνάρια, όρθις, πιτνοί, πλιά τσι πλέλια, λογιών λογιώ. Πάντα τις είχε καλομαθημένες στο πράσινου χουρταρέλ’, στα κτηνάλευρα, στα πύτιρα, στο νταρί καμιά φορά με σιτάρι. Όλη μέρα οι όρθις αλογύριζαν και σκαλίζαν απώξου, το βράδυ πάντα θα τις μάντριζε και θα πέτρωνε τη πόρτα. Οι σκύλοι ήταν δίπλα από το κοτέτσι, αλλά παρόλο αυτά, η αληπού ανηγόρευε και όταν πείναγε κατέβαινε απ’ του Καλπάκα, άρπαζε κανέ δύο χωρίς να την πάρουν χαμπάρι και ανέβαινε στο γιατάκι της και τις ξεροκοκκαλούσε μια μια· το μόνο που βρίσκαμε ήταν τα φτερά τους, εδώ και εκεί, που τις τραβολογούσε για το ρουμάνι και μετά ήταν όλο στενοχώρια. Καμιά φορά συνέβαιναν και τα τρις χειρότερα, έμπαινε μέσα κανένα ατσίδ’ και τις έπνιγε όλες μαζί και ρήμαζε το κοτέτσι, τότε για μια εβδομάδα ήταν να μη τη μιλάς. Μια φορά άκουσα να φωνάζει από μακριά, πήγα να δω τι συνέβη, «τρέξε κατά κεί ένα γεράκι άρπαξε μια όρθα!» και όντως το είδα σιγά σιγά να τη σηκώνει κατά πολύ το βάρος του και τραβά για το διπλανό βουνό! Οπότε όλα αυτά τα ζουλάπια ούτε που ήθελε να τα ακούσει ούτε και να τα δει. Όταν φεύγαμε μετά το καλοκαίρι από το Τάρτι σινοπαίρναν και αυτές πίσω ή και το ανάποδο από το χωριό στο Τάρτι.
Παναγιώτης Αγιακάτσικας
Που τα θμιθκες πάλι αυτά ρε σύ
ΑπάντησηΔιαγραφή