Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

«Θα σι σάσου ιγώ» (Θα σε φτιάξω εγώ)



Η μάνα μου αγάπα πολύ τα ζά· μα πιο πολύ τις όρθις, δεν θυμάμαι μια εποχή που να μην είχε. Όλη μέρα να τις ταΐζει, να γεμίζει τα γλαστριά τους νερό και να τις φωνάζει, «πουλ, πουλ, πουλ!» και αυτές από μακριά όταν την έβλεπαν να τρέχουν σαν τρελές κοντά της. Με τέτοια μικρά μικρά, με το ένα με το άλλο, όλη η μέρα της ήταν γεμάτη.  Κι εγώ έπαιρνα το μικρό το καλαθέλ’ έτρεχα και μάζευα τα αυγά, τις έδιωχνα από το μπαχτσέ και τις μάντριζα το βράδυ. Κ’μάς είχαμε στο χωριό, είχαμε και στο Τάρτι, πλαδούλις, πιτνάρια, όρθις, πιτνοί, πλιά τσι πλέλια, λογιών λογιώ. Πάντα τις είχε καλομαθημένες στο πράσινου χουρταρέλ’, στα κτηνάλευρα, στα πύτιρα, στο νταρί καμιά φορά με σιτάρι. Όλη μέρα οι όρθις αλογύριζαν και σκαλίζαν απώξου, το βράδυ πάντα θα τις μάντριζε και θα πέτρωνε τη πόρτα. Οι σκύλοι ήταν δίπλα από το κοτέτσι, αλλά παρόλο αυτά, η αληπού ανηγόρευε και όταν πείναγε κατέβαινε απ’ του Καλπάκα, άρπαζε κανέ δύο χωρίς να την πάρουν χαμπάρι και ανέβαινε στο γιατάκι της και τις ξεροκοκκαλούσε μια μια· το μόνο που βρίσκαμε ήταν τα φτερά τους, εδώ και εκεί, που τις τραβολογούσε για το ρουμάνι και μετά ήταν όλο στενοχώρια. Καμιά φορά συνέβαιναν και τα τρις χειρότερα, έμπαινε μέσα κανένα ατσίδ’ και τις έπνιγε όλες μαζί και ρήμαζε το κοτέτσι, τότε για μια εβδομάδα ήταν να μη τη μιλάς. Μια φορά άκουσα να φωνάζει από μακριά, πήγα να δω τι συνέβη, «τρέξε κατά κεί ένα γεράκι άρπαξε μια όρθα!» και όντως το είδα σιγά σιγά να τη σηκώνει κατά πολύ το βάρος του και τραβά για το διπλανό βουνό! Οπότε όλα αυτά τα ζουλάπια ούτε που ήθελε να τα ακούσει ούτε και να τα δει. Όταν φεύγαμε μετά το καλοκαίρι από το Τάρτι σινοπαίρναν και αυτές πίσω ή και το ανάποδο από το χωριό στο Τάρτι.
Είχε τις πιο όμορφες με μαύρα πλουμιστά φτερά και όμορφα λιριά και οι πετεινοί το ίδιο. Από μικρή είχε μάθει να έχει και τις είχε αδυναμία και αυτές ανταπέδιναν, πάντοτε θα είχαμε φρέσκα αυγά και θα έσφαζε τις δικές τις για να κάνουμε σούπα και πιλάφι, που μοσκομύριζε από το λίπος πού έβγαζαν, ελάχιστες φορές αγόραζε, για φαγητό, έτσι το σπίτι ήταν πάντα εξασφαλισμένο με αυγά και κοτόπουλο. Ο πατέρας μου δεν τις είχε και πολύ συμπάθεια, γιατί πάντα δυο – τρεις κακομάθαιναν ή καλομάθαιναν και σκάλιζαν τις ντομάτες του και έμπαιναν στα παρτέρια με τα λουλούδια και τα κάναν ντάρμα νταγάν, τότε γινόταν θεριό και φώναζε «έρμες που θα μ’ πάτε!»….και άμα δεν παίρναν από λόγια έπαιρνε το τουφέκι και την επομένη είχαμε πιλάφι. Τα σκουπίδια μας ήταν λιγοστά, αφού οι πάντα αχόρταγες τα έτρωγαν όλα, πήγαινε με το κουβά, και «πουλ, πουλ, πουλ» τις φώναζε και αυτές έτρεχαν με μεγάλες δρασκελιές ποια θα προφτάσει να πρωτοφάει πρώτη και περισσότερο. Oι μεγαλύτερες κυνηγούσαν τα πλιά και δεν τα άφηναν να φάνε, τότε θύμωνε πολύ και τις κυνήγαγε «κσιτ, κσιτ, κσιτ!», και μερικές φορές κάποιες είδα να τσιμπάνε μέχρι θανάτου τις αδύναμες στο κεφάλι επάνω. Κατά το Μάιο - Ιούνιο, ερχόταν η εποχή που έθετε μια ή δύο κλώσες για κλωσοπούλια, με πολύ περιποίηση τις πρόσεχε  και αυτές δεν άφηναν κανέναν να τις πλησιάσει όσο πλάκωναν τα αυγά. Όταν τέλος έβγαιναν τα κλωσοπούλια ήταν όλο χαρά να τα ταΐζει σπιράκι σπιράκι ρίζι ή σουσάμι και αυτά να τρέχουν σαν τρελά να φάνε και να τιτιβίζουν. Όταν τα κλωσοπούλια γινόταν πλαδούλες τα τάιζε και τα πρόσεχε πως και πως,…ενώ η κλώσα συνέχιζε επίσης να τα ταΐζει, να τα προσέχει και να τα φωνάζει κκου κκ….κάπως έτσι. Και ενώ η δουλειά της κλώσας είχε πια τελείωσε αυτή συνέχιζε να τα καλεί …  Η μάνα μου καθώς έκανε τις δουλειές της ή ξεκουραζόταν σε κανένα καρεκλί, δεν άντεχε πια να ακούει τη κλώσα να κλωσάζει, νευρίαζε, οπότε όταν κάπου περνούσε από μπροστά της έλεγε «θα σι σάσου ιγώ, θα σι σάσου». Μια δυο – μια δυο την κυνήγαγε και την έπιανε, την πήγαινε στη χαβούζα, και της τσαλαβουτούσε ο κεφάλι και της φώναζε «θα στα σταματίγς ή όχ’» και αυτό το βιολί συνεχιζόταν μέχρι να πάψει το εκνευριστικό κλώσημα …αν τύχαινε να το επαναλάβει – μαύρη η μοίρας και ψαρή γι ουρά τς! -  ήταν και πάλι για τη χαβούζα!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

1 σχόλιο:

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...