Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Γ’οι ανισπάθις

Γ’οι ανισπάθις*

Το κυνήγι κάποτε συμπλήρωνε εκτός από το τραπέζι των πλουσίων, συμπλήρωνε και ιδιαίτερα το τραπέζι των φτωχών αφού το κύριο πιάτο δεν ήταν άλλο παρά μόνο με το καθημερινό τσ’κάλ’, πότε με κ΄τσα, φασούλις, φασλέλια, μαυρουμάτκα φασλέλια μαζί με τις ελιές, κανένα κρουμύδ’ και λίγο τυρί, έτσι πήγαινε συνήθως και ο πατέρας μου ο Μήτρος και ο παππούς μου ο Σαράντος, μη του ντρουβά στου πράμα. Και αφού το κρέας ήταν μόνο για τ’ Λαμπρή και τα Κστούγεννα, το κυνήγι ήταν πράγματι κάτι που συμπλήρωνε το φτωχικό τραπέζι, αλλά τις περισσότερες φορές όταν τα κυνήγια ήταν πολλά, ο παππούς μου κατέβαινε ως και τη Μυτιλήνη και τα πουλούσε, κυρίως ορτύκια, αλλά πολλές φορές σκότωνε και κουνάβια που είχαν καλή τιμή.
Καθώς είχαμε γυρίσει οικογενειακώς πίσω από την Αυστραλία ως μετανάστες που είχαμε πάει, αρχές του ’70 άρχισα να ακούω ιστορίες για τα κυνήγια και πόσο καλός ήταν ο πατέρας μου όπως και ο παππούς στου τ’φέτσ’! Τα Χριστούγεννα οι ιστορίες στου νταμ, δίπλα στ γουνιά (τζάκι) ήταν σε καθημερινή βάση, αλλά και το καλοκαίρι στα εξοχικά καφενεία του Ταρτιού στου Μαμάκου και Λούπου, στου Καμπούρ, στου Μπερδούκα, να μην τα πολυλογώ ήρθε η κουβέντα και έμαθα ότι βάζαν και ανισπάθις. Λέγαν αρκετές ιστορίες ότι πιάναν κουσύφ, τσι τσίχλις κβάρα σε κάθε γύρα. Τέτοια να ακούγω ήμουν ιμικρός, πήραν τα μυαλάμ’ αέρα να μάθω πως στήνουν μια ανισπάθα. Οι μεγαλύτεροι δεν είχαν και πολύ όρεξη να με κατατοπίσουν, μου λέγαν ως και πέρδικα έπιασαν με τις ανισπάθις, οπότε αφού τους έπρηξα ο παππούς μου εξήγησε. Τα Χριστούγεννα ήμασταν στο Τάρτι για ελιές, ποιός είχε όρεξη όλη μέρα να σκύβει να γεμίζει το κουβαδέλ που δε γέμιζε πουτές, άντι μια χεριά απ’ μάναμ, άντι μια χεριά απ’ τη θειάμ Σουφίγ’, μη τα χίλια ζόρια γέμιζε αφού οι άλλοι γέμιζαν 2-3 Πλωμαρτίτικες καλαθίδες απ’ τις μιγάλις! Με έβαζαν να βάζω κλαδιά στη φωτιά να κρατιέται και να ζεστένομαι και με το ένα και το άλλο να περάσει η μέρα… Αλλά ο νους μου ήταν στις ανισπάθις που είχα στήσ’ καρσί του Χατζηγιαννάκ’ του λαγκάδ’. Με πόση επιμέλεια είχα κόψει αγριλιές τις είχα στήσει, με τις καλύτερες αρπάδις (ελιές). Όπου οι κουσύφ’ είχαν κάνει πολλά σκαψίματα εκεί ήταν στημένες. Ήταν καμιά δεκαριά, μια μετά την άλλη, ξεστημένες ή απείραχτες συνήθως χωρίς κανένα πλί. Καμιά φορά κι ένας Γιάννς ήταν πιασμένος…Την επομένη ένας κόσφας, κόντευα να τρελαθώ από τη χαρά, την επομένη μια Τσίχλα….αυτές ήταν και οι αποδόσεις μου στις ανισπάθις. Του καλαθέλ πάντα άδειο, δηλαδή, όλη μέρα στου ρουμάνι με ένα κόσφα τσι ένα Γιάνν’. Αλλά η χαρά μεγάλη, να τις στήνω, να τις προσέχω να ανεβαίνω στα βουνά να ψάχνω ως και κούμαρο που αγαπούσαν οι κουσύφ! Η βραδινή βόλτα στις ανισπάθις ήταν ιεροτελεστία…όταν επέστρεφα με κανέναν κόσφα καμαρωτός καμαρωτός, άκουγα τα παινέματα, η μάνα μου η Μυρσίν μαθημέν’ να μαδάει τα κυνήγια στο πι και φι τον μάδαγε και τον ψήναμε στη γωνιά, και πάλι από την αρχή τις ιστορίες για το κυνήγι, με ποιό καιρό πέφτουν οι μπεκάτσες, με ποιό καιρό οι φάσες, που τις πιάνει και άντι πάλι από την αρχή, το καλοκαίρι πάλι τα ίδια με τα ορτύκια, που έβγαλε ο τάδε το ορθύκι.. θα έχει τραμουντάνα και θα πέσουν ορθύκια.
Τελείωνε το δεκαπενθήμερο των Χριστουγέννων και είχα χαρά γιατί γλίτωνα επιτέλους από τις ελιές μες το κρύο και στα αγκάθια, από την άλλη στενοχώρια τι θα απογένουν οι ανισπάθις μου…Το μυαλό μου δεν ξεκόλλαγε. Το επόμενο Σαββατοκύριακό νάτος πάλι, ξεκίναγα από το Σκόπελο στο Τάρτ μη του πουδάρ’ για να δω τι απέγιναν οι ανισπάθις. Τι να δω όμως, όλες ξεστημένες ντάρμα νταγαν, άνω κάτω απ’τσ’ κουσύφ ….μια δυο και τις άφησα στη τύχη τους…Σήμερα αν μου πείτε να σκοτώσω πουλί ούτε να το διανοηθώ.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

* Οι ανισπάθες ήταν ένας πολύ παλιός τρόπος κυνηγιού που σήμερα πλέον έχει εκλείψει.
Μια ανισπάθα αποτελείται από μια αγριελιά (από κουτσίν στα αρχαία κότινας) περίπου 80 cm, το οποίο μπήγεται στη γή και στο άλλο άκρο δένεται μια θηλιά από μεσινέζα, παλαιότερα από αλογοουρά και 10 cm με μεσινέζα και ένα μικρό ξυλάκι, περίπου μισό σπίρτο σε μήκος. Παραπέρα μπήγεται στη γή και από τις δυο μεριές άλλη μια αγριελιά 20 cm που δημιουργεί γέφυρα. Περνάμε από κάτω από τη γέφυρα το ξυλάκι το οποίο ακουμπάει στο δόλωμα, την ελιά και έτσι η ανισπάθα είναι λυγισμένη προς τη γέφυρα, πάνω από την ελιά βάζουμε τη θηλιά. Όταν το θήραμα τσιμπήσει την ελιά η ανισπάθα ανασηκώνεται απότομα και η θηλιά πιάνει το πουλί.


Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...