Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα στην εξοχή

 

Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπατάνε πάνω κάτω, να μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά. Το καφενείο του, ο «Αγιαμαρνιώτης», εκεί θα πήγαινα να τον βρω. Απέξω το καφενείο, τα τζάμια θαμπά και υγρά, μέσα φωνές, ούζα, μεζέδες, καπνοί από τσιγάρα, τραπέζια να παίζουν χαρτιά, να καίει η σόμπα πορτοκαλογκρίζα, ο χώρος μια απέραντη ζεστασιά από χνώτα, να ξεγκτνώ για να περάσω να του αφήσω μήνυμα, ή να τον φωνάξω για το σπίτι. Κούρεμα και για κουβέντα απέναντι στου «Μυστάκα», εκεί κι παππούς μου ο Σαράντος, για τα κρέατα παρακάτω δίπλα στου «Αβέρωφ» το καφενείο, στο κρεοπωλείο του γαμπρού του Γιάννη Καραμπάση, σοδιασμένο να κρέμονται τα λουκάνικα και τα διάφορα μπερεκέτια. Αλλά στο μαγαζί που έπαιρνε όλα τα χρειαζούμενα, ήταν το μπακάλικο του «Μπγάτσα», του Χατζημιχαλάκη. Από κρέατα θα ψώνιζε λουκάνικα και χοιρινό, για να κάνουμε σελινάτο, και από το μπακάλικο απέναντι ένα κασελάκι ρέγκες, ένα μεγαλούτσικο κουβαδάκι με χαλβά που όλη μέρα εκεί είχαμε το νου μας και όλα τα απαραίτητα και τα κουλάγια που χρειαζόμασταν! Άπαξ και φεύγαμε για το Τάρτι, δεν ξαναεπιστρέφαμε πια στο χωριό, μόνο όταν άνοιγαν τα σχολεία. Το λιομάζωμα στα κτήματά μας ενίοτε τα συμπλήρωναν τα κισίμια. Ο νοτιάς ζεστός με βροχές στα κτήματα, με το νερό, τις λάσπες, με τους ποταμούς να τρέχουν, ο βοριάς που σου κοκάλιαζε τα χέρια, τα άφηνε ξερά, η πλωμαρίτικη καλαθίδα να σέρνεται εδώ και εκεί, να διαλέγω τις μεγαλύτερες ελιές από τους άλλους, να μου ρίχνουν καμιά χεριά για βοήθεια να τους φθάσω, να μη γεμίζει όσο και να έκανα προσπάθειες. Τα γόνατα στημένα από τις ελιές, η μέση απέξω να μου φωνάζουν βάλε το πουκάμισο μες το παντελόνι σου, μόνο όταν ανάβαμε φωτιά να ζεσταθούμε να ψήσουμε κανένα λουκάνικο ή ρέγκα, να απλώσουμε το μεσάλι ερχόμουν στα ίσια μου. Μετά τις ελιές έτρεχα να στήσω τις ανεσπάθες μου να πιάσω κανένα κότσυφα, αλλά που, αυτοί είχαν μάτια και δεν πιανόταν ποτέ! Στα γρήγορα ψάχναμε, μήπως βρούμε κανένα άλλο παιδί να παίξουμε και να μιλήσουμε, σχεδόν σπάνια. Φτιάχναμε τις σβετόνες, παίζαμε και μπάλα στο χωματόδρομο. Το ντάμι έπρεπε να καπνίζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Το βράδυ θα κουβαλάγαμε τα ξύλα και τα κλαδιά, θα ανάβαμε το τζάκι και θα κουρνιάζαμε εκεί δίπλα του μαζί με τα κτσιά ή τα φασόλια που έβραζαν στο τσουκάλι, θα ψήναμε ότι είχαμε να περάσει η ώρα, αν είχε απομείνει κανένα ρόδι ή ξερό σύκο. Ο πατέρας μου είχε πάντα μικρά κατσκαδέλια (κατσικάκια) που με αυτοσχέδια μπιμπερά τα ταΐζαμε, από τις όμορφες τρυφερές στιγμές των Χριστουγέννων. Θα υποδεχόμασταν τους γείτονες, Νίκο Μακρή, Μήτρο Καβαρνό ή τη θεία Σοφία, το παππού μου. Κολλάγαμε το αυτί στο ράδιο έτσι τα βράδια να είναι πιο υποφερτά, στη κούραση και στη μονοτονία. Οι ιστορίες συνηθισμένες, πόσα καλάθια έκαναν, αν κάναν το γομάρι (δύο τουβάλια), αν ραβδίσαν τις ελιές, αν πέφτουν, πόσες έπεσαν κάτω, αν έχει χορτάρια, πότε θα πάνε να αλέσουν, αν λαδίσαν στα πόσα, ποσό ψιλό ή χοντρό ήταν, τι καιρό θα έχει αύριο, με αυτά και αυτά περνούσαν οι μέρες. Καμιά φορά καθόμασταν στο φως της λάμπας και βγάζαμε τα μάτια μας πως θα βγει το αγκάθι ή η αχλάδα με τη βελόνα που μπήκαν στα χέρια μας. Να μπαλώσουμε τα παλιά τσουβάλια. Με τη μάνα μου θα πήγαινα στα χορτάρια, έμαθα τους ζωχούς, τους αντώνηδες, τα ραδίκια, μαζί θα μαζεύαμε αν βρίσκαμε κανένα μανιτάρι. Αν μάθαιναν ότι κάποιος έβγαλε ακμαρίτες (αμανίτες) τότε ο πατέρας μου θα έτρεχε όπου ήξερε ότι βγαίνουν και με τα λίγα κυνήγια που έκανε θα άλλαζε λίγο το φαγητό μας. Έρχονταν τα Χριστούγεννα, και ίσως με ακόμη κανένα άλλο παιδί θα γυρίζαμε τα ντάμια, κατεβαίναμε στη θάλασσα και όσα ξέραμε ότι μένουν εκεί να πούμε τα κάλαντα, το ίδιο και τη πρωτοχρονιά, τα χρήματα τα φυλάγαμε ή μάλλον δεν μπορούσαμε να τα ξοδέψουμε, άλλα ήταν μια παρηγοριά. Αυτές οι άγιες μέρες στα λιοκτήματα δεν διέφεραν και από τις άλλες, ίσως η μάνα μου να καθόταν σπίτι να μας φτιάξει κάτι στο πέτρινο φούρνο, και να μας ψήσει γλυκιά κολοκυθόπιτα που μας άρεσε πολύ. Ζηλεύαμε πολύ αυτούς που έμειναν στα χωριά. Με το ένα και το άλλο, αυτές οι μέρες έμειναν στη θύμησή μας, υγρές ή κρύες με τις ζεστές νύχτες στρωματσάδα κάτω δίπλα στο τζάκι να καπνίζει, που σιγόκαιγε τα ξύλα όλο το βράδυ…περιμένοντας τα Χριστούγεννα και το Καινούργιο Χρόνο, και μετά να πάμε πίσω στο σχολείο..

Γράφτηκε στις 16/12/2023
Παναγιώτης Αγιακάτσικας




Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...