Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Το τελευταίο πηγάδι (Μέρος Β')


 Τάρτι 1980


Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα
Το καλοκαίρι πια που μας ήρθε, είχαμε νερό, αλλά και μεγάλο φόβο απ’ αυτό το γεγονός, όταν βάζαμε μπρος τη μηχανή για να γεμίζουμε τη χαβούζα, να ποτίζουμε και να έχουμε νερό να πίνουμε. Εσωτερικά ήταν πολύ όμορφο να κοιτάς το κυκλικό χτίσιμο της πέτρας που είχε κάνει ο μάστορας, αλλά ο φόβος διπλασιάστηκε όταν είδαμε ανάμεσα στις πέτρες λαφιάτες που κυνηγούσαν σπουργίτια που φώλιαζαν και ποντίκια.
Πολλοί έμαθαν ότι το νερό ήταν καλό και εύγευστο και μας ζητούσαν να τους δώσουμε και εμείς με μεγάλη χαρά, δίναμε για να ξεδιψάσει κανένας επισκέπτης ή για να γεμίσουν τα μπετόνια τους. Το συνεργείο από το ράντισμα ερχόταν και έκανε παρασκευαστήριο εδώ. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχαμε ή τηλέφωνο, αλλά από μόνο του το νερό έδωσε ζωή και πρασίνισε το κτήμα. Η μάνα μου κουβάλησε τις όρθες, τη κατσίκα και τις γάτες της. Στη χαβούζα έφερα κάτι χρυσόψαρα που «ψάρεψα» από άλλη στο «Σούγιουλ», στο Σκόπελο, και κάτι άλλα κεφάλια του γλυκού νερού από το ποταμό που κατέβαινε στου «Κανάκη το Μύλο». Άμα μας έπιανε η ζέστη μπαίναμε και εμείς στη νέα μας πισίνα μαζί με τα ψάρια. Ο πατέρας μου έπαιρνε τηλέφωνο κάποιες μέρες και ώρες κάτω στο Τάρτι και ρωτούσε πως πάνε τα πράγματα στο κτήμα, αν προσέχουμε και ποτίζουμε τα δεντρέλια του.
Αφού έκλεισε πλέον ένα χρόνο στην Αυστραλία επέστρεψε με ένα νέο μποχτσά και στο νου του να φτιαχτεί το κτήμα. Ήταν πια χειμώνας και Χριστούγεννα και μάζευε τις ελιές που είχαν πέσει, είχα πάει και εγώ και βοηθούσα όπως όπως. Το Τάρτι δεν φημίζεται για τις βροχές του, όλες πέφτουν κατά τα χωριά και άμα θυμηθεί καμιά φορά ο Θεός ρίχνει κι από δω καμία.
Ένα βράδυ κατά που πέσαμε για ύπνο, άρχισε να ψιχαλίζει, τα χαράματα ξυπνήσαμε με αστραπές και βροντές, σηκωθήκαμε και βλέπαμε να γίνεται ένας χαμός και μια απέραντη πλημμύρα. Ο ποταμός είχε ξεχειλίσει και όλο το νερό που κατέβαινε από του «Κοκότσι» το βράχο να διαπερνά πέρα ως πέρα το μέρος του κτήματος που είναι το πηγάδι, ο δρόμος να είναι άλλος ένας ποταμός. Κοιτούσαμε και περιμέναμε πότε θα σταματήσει αυτός ο χαλασμός, αλλά συνέχισε. Κατά το μεσημέρι κόπασε. Με το πατέρα μου κάναμε μια γύρα στο κτήμα τι είχε συμβεί. Τα σύρματα ξεριζώθηκαν και έγιναν σβόλοι κολλημένοι στα δέντρα και στις άκρες του ποταμού, το νερό είχε γλύψει όλο το χώμα και είχε κάνει λάκκους ως ένα μέτρο βάθος, όλα τα δεντρέλια που είχε φυτέψει είχαν εξαφανισθεί, και το πηγάδι ως τα χείλι με νερό. Η αντλιομηχανή βυθισμένη μέσα στο νερό. Νερό πλέον δεν είχαμε, έπρεπε να περιμένουμε αρκετούς μήνες να κατέβει η στάθμη του νερού, μήπως και βγάλουμε και επισκευασθεί η μηχανή. Τόσος κόπος, τόσα χρήματα και στο τέλος να μην έχουμε ούτε μια σταγόνα νερό.

Ο πατέρας μου μπροστά από το καφενείο στο Τάρτι

            Κατά την άνοιξη ο πατέρας μου πως το σκέφτηκε, νοίκιασε το κλειστό καφενέ του Καμπούρη από το γιο του το Γιώργο, το γνωστό σήμερα «Καμπουρέλ». Αυτός έλλειπε πολλά χρόνια στην Αμερική. Κι ο πατέρας μου για να αποφύγει να πηγαίνει κάθε τόσο στην Αυστραλία και με τη πείρα που είχε από δύο μαγαζιά εκεί, τον άνοιξε. Το καφενείο ήταν όπως τα ντάμια, παμπάλαιο με καλαμιές και φυκιάδα για οροφή, και εδώ τα ίδια, ποντίκια και τα φίδια να κάνουν πανηγύρι. Νερό, τηλέφωνο δεν είχε όπως και ρεύμα συνεπώς ούτε και ψυγεία. Όλα αυτά τα παλιά ξοχικά καφενεδάκια είχαν λουξ με υγραέριο για φωτισμό μέσα και έξω. Ο κόσμος ήταν ακόμη λιγοστός.


Ο πάλαι ποτέ «Άτλας»
Για τις ανάγκες και με τα λίγα χρήματα που είχε, αγόρασε ένα τρίκυκλο τρακτέρ, τον «Άτλα», που από την αρχή μας έβγαλε τη πίστη, ποτέ δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα φτάσουμε στο χωριό. Θυμάμαι ακόμη καινούργιος και από το παλιόδρομο συνέχεια ξελασκάριζαν οι βίδες και τα παξιμάδια και έπεφταν κάτω! Καθώς άνοιξε το καφενείο, οι ανάγκες να πηγαίνουμε στο χωριό ήταν σχεδόν καθημερινές, και κάθε μετακίνηση τη σκεφτόμασταν πολύ εξ αιτίας του, γιατί κάθε τόσο και λιγάκι μας άφηνε στο δρόμο. Εκείνο το καλοκαίρι που άνοιξε το καφενείο έπρεπε να πηγαίνει δύο φορές την εβδομάδα από το Τάρτι στο παλιόδρομο από το Φαρά για το Πλωμάρι να αγοράζει παγοκολώνες για τα κρεατικά για τα ψάρια και τα ποτά. Ο πάγος, τα τρόφιμα, τα αναψυκτικά, όλα έμπαιναν μαζί σε ένα ξύλινο βαρέλι. Οι γόπες, τα μελανούρια καραβίζανε στο λιωμένο πάγο, τις έσπρωχνα στην άκρη για να πάρω μια κρύα πορτοκαλάδα που μου ζητούσαν… Ο άλλος γολγοθάς ήταν το νερό, καθώς δεν υπήρχε ούτε πόσιμο, ούτε για τη λάτρα, έπρεπε να το κουβαλάμε σε μεγάλα πλαστικά μπετόνια από το πηγάδι στο κτήμα μας και να το φέρουμε με τον «Άτλα» μέρα παραμέρα στο καφενείο.



Απ' έξω από το καφενέ 1980

           Το πατέρα μου τον αγαπούσε πολύ ο κόσμος, έλεγαν πάμε στον «Μήτρο το καφενέ στο Τάρτι», μάζευε κόσμο, τόσο από τη Γέρα, Πλωμαρίτες και Μυτιληνιούς. Πολλές φορές ερχόταν και καραβάκι με τους Σουρλαγκαίους απ’το Πέραμα. Στα 7-8 χρόνια που είχε το καφενείο, όταν τελείωνε το καλοκαίρι δεν απόταζε χρήματα. Η μάνα μου φώναζε για τη τόση δουλειά που τραβάγαμε όλοι από την οικογένεια, που δουλεύαμε εκεί μερόνυχτα. Θυμάμαι που έλεγε, “δεν είναι μόνο που δεν βγάλαμε χρήματα, ξοδιάσαμε και δέκα τενεκέδες λάδι για το τίποτα”. Οι μόνοι σίγουροι σε μεροκάματα ήταν τα γκαρσόνια.
            Την επόμενη χρονιά ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στο Τάρτι, άλλαξαν πολλά.
Το καφενείο πήρε ρεύμα, είχε ηλεκτρικό φως και προπαντός όλα τα τρόφιμα, τα αναψυκτικά και το νερό μπήκαν σε ψυγεία. Αλλά το νερό ακόμη το κουβαλάγαμε.
Πήραμε ρεύμα και στο ντάμι και στο κτήμα μας.
Σε εκατό μέτρα από μας ο γαμπρός μου ο Μιγδάλης στο κτήμα του έκανε γεώτρηση και στα τριάντα τρία μέτρα βρήκε νερό, έβαλε τριφασική αντλία και πότιζε το κτήμα του. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου διαπίστωσε ότι όταν πότιζε ο Μιγδάλης το πηγάδι στέρευε! Οπότε νέος πονοκέφαλος με το νερό! Παραδίπλα και άλλος έκανε γεώτρηση και στο πηγάδι δεν έμεινε σταγόνα για άντληση. Έτσι ξεκινάει να ψάξει νερό με γεώτρηση παραδίπλα. Έφερε κάποιον από το χωριό που έκανε γεωτρήσεις, και στα 23 μέτρα είπε δεν μπορώ να κατέβω πιο κάτω βρήκα πέτρα. Ο άνθρωπος πληρώθηκε αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι φέρνει κάποιον άλλον από τη Μυτιλήνη και αυτός βρήκε άλλο νερό σε 70 μέτρα βάθος. Για καλό και για κακό έκανε ακόμη μια και βρήκε νερό σε μεγαλύτερο βάθος. Τελικά κατάφερε να έχει νερό όσο ήθελε.
Ο οικονομικός απολογισμός για τις γεωτρήσεις και τις εγκαταστάσεις, σχεδόν δύο εκατομμύρια δραχμές, άλλη μια φορά με το νερό ξεπέρασε την αξία που είχε το κτήμα. Το πηγάδι όμως μέσα σε ένα μήνα, βουβάθηκε εκεί που είχε θόρυβο, νερά να ανεβαίνουν. Μερικές φορές έτσι δίχως λόγο κατέβαινα τα σκαλοπάτια και έριχνα καμιά πέτρα να ακούσω το νερό. Εκεί ήταν σιωπηλή, ακόμη η μηχανή και η τρούμπα. Πέρασε καιρός, κάποιος τη ζήτησε και τη πήρε. Το πηγάδι ξεχάστηκε…


Ο πατέρας μου με τους μπαχτσέδες του

Μετά από τόσα χρόνια μια μέρα καθώς έτυχε να περπατήσω δίπλα του, το βρήκα μουλωμένο γεμάτο πετράδι, κλαδιά και φύλλα, κάθισα στο πεζούλι του και μου πέρασαν όλα αυτά από το μυαλό. Βρήκα το πατέρα μου και τον ρώτησα όπως αυτός τα θυμόταν. Όταν κάποιος θα περάσει από δω, ούτε θα σκεφτεί τι είναι αυτό το χάλασμα για να του μιλήσει τη σύντομή του ζωή. Ήρθαν άλλες εποχές και το πηγάδι του «Μήτρου» έμελλε να είναι και το τελευταίο που ανοίχτηκε στο Τάρτι.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Το τελευταίο πηγάδι (Μέρος Α')

Το μαγγανοπήγαδο του «Παυλή» στο Τάρτι

Μέρος Α'
Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα

Ο πατέρας μου μετά το σπίτι μας που αγόρασε στο Σκόπελο, το μεγαλύτερό του όνειρο ήταν να αποκτήσει ένα λιόκτημα, ένα «πράμα», να το καλλιεργεί και να μαζεύει τις δικές του ελιές, να έχει ένα εισόδημα από κει, να έχει το δικό του κουμάντο. Μια ζωή από τα μικράτα του ήταν εργάτης, όπως και ο περισσότερος κόσμος στο χωριό, όλη μέρα ήταν στα πράματα, να ξύνει, να ραβδίζει, να μαζεύει, να κλαδεύει, αλλά και να χτυπάει κασμά για άλλους, να καίει ασβεστοκάμινα, να φτιάχνει πεζούλες, ως και σε τράτα τα καλοκαίρια για να βγει το μεροκάματο και το τελευταίο που έζησα μαζί ένα ξυλοκάμινο στον Άγιο Γιώργη στα Φαρά. Με ένα δάνειο και με τα μετρημένα χρήματα της μετανάστευσης από την Αυστραλία κατάφερε και αγόρασε ένα κτήμα σε βουνοπλαγιά στο «Καλάμι» δεκαπέντε μοδιό, περιοχή που είναι ακριβώς στη δεύτερη μεγάλη στροφή, πριν βγεις στον ίσιο δρόμο του Ταρτιού. Η εποχή που το αγόρασε ήταν περίπου το 1970, και από το χωριό πήγαινε σε αυτό στο χωματόδρομο με ένα τρίκυκλο ζούνταπ. Το πρόσεχε, το καλλιεργούσε, το φρόντιζε πάρα πολύ, με έπαιρνε μαζί και το μαζεύαμε. Είχε και ένα παμπάλαιο ντάμι, είχαμε μείνει μερικά βράδια.
Με αυτό όμως το λιόκτημα που είχε, ήταν αδύνατο να ζήσεις, μιας και οι ελιές του ήταν σχετικά μετρημένες και η παραγωγή κάθε 3-4 χρόνια. Μετά από μια πρόσκληση από ένα θείο μου εργολάβο που καταγόταν από την Αγία Παρασκευή, βρέθηκε από το Σίδνεϋ που ήταν το μέρος που έμενε με τους περισσότερους συγγενείς μας, να είναι χιλιόμετρα μακριά στο άλλο άκρο της Αυστραλίας στο Ντάργουιν. Δούλευε σ’αυτόν, αλλά συνέβη τότε στη πόλη εκείνη να γίνει ένας μεγάλος τροπικός κυκλώνας - καλοκαίρι εκεί -, και να την ισοπεδώσει εντελώς. Αυτό έγινε στις 20 Δεκεμβρίου του 1974. Μάθαμε από το ραδιόφωνο την είδηση και όλοι μας είχαμε χολοσκάσει πως είναι ο πατέρας μας, καθώς δεν γνωρίζαμε καθόλου για την τύχη του ή και για τους συγγενείς μας εκεί. Τελικά μας πήρε μερικές μέρες μετά και μάθαμε πως ήταν σώος.
           Με τη καταστροφή της πόλης ο θείος μου ανέλαβε πολλές δουλειές, έγινε αρκετά πλούσιος, μαζί κι ο πατέρας μου, έβγαλε καλό μεροκάματο. Όμως το μυαλό του ήταν πάλι στα κτήματα και στο Τάρτι, δεν πέρασε καιρός και νάτος πάλι, προς χαρά μας, ήρθε πίσω. Ερχόταν και έφευγε μόλις έβρισκε τα σκούρα με τα χρήματα. Τότε πουλιόταν δύο τρία κτήματα, ένα στο δρόμο επάνω το κτήμα σήμερα του Ασμάνη και ένα άλλο στη θάλασσα σήμερα στο κτήμα του Γιάννοπουλου με ελαιόκτημα και καλό μπαχτσέ. Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά και δεν ήθελε να ρισκάρει με άλλο δάνειο, οπότε κατέληξε να πάρει το σημερινό κτήμα του Μοσχόβη, το οποίο ήταν δύο ενωμένα παλιά Οθωμανικά κτήματα. Σχετικά μικρό και αυτό δεκαπέντε μοδιό, ήταν επάνω στο δρόμο με αρκετό ίσιωμα, βολικό και με ένα ντάμι. 
           Το επόμενο καλοκαίρι βρεθήκαμε να σνοπαίρνουμε σε αυτό, ασβεστωμένο, γεμάτο ποντίκια να αραδίζουν μέσα και στα καλαμένια ταβάνια, τα φίδια να χαρχαλεύουν και να τα κυνηγάνε. Νερό δεν είχε και το κουβαλάγαμε, ο ηλεκτρισμός δεν είχε έρθει στο Τάρτι, και τηλέφωνο ένα μόνο στο γιαλό, στου Μαμάκου το καφενείο και παντοπωλείο. Όπως έλεγε το νερό είναι ζωή, και χωρίς αυτό το λιόκτημα δεν είχε ζωή αν δεν είχε νερό. Έτσι το σχέδιο ήταν να ανοίξει ένα πηγάδι. Μικρότερος όταν ήταν είχε ανοίξει τρία πηγάδια στο Τάρτι, του παππού μου Στρατή Στεφανή, της θείας Βασιλικής Λιγηρού, το πηγάδι του Γιώργου Ψώμου, αδερφός της γιαγιά μου της Αφροδίτης και ένα άλλο της Ελενίτσας, αυτά ήταν χωρίς μαγγανοπήγαδα.   

Το Τάρτι 1980
Τα πηγάδια εκεί είχαν ένα βάθος επτά μέτρα, και με τη πείρα που είχε, σκέφτηκε να ανοίξει ένα στο καινούργιο κτήμα. Κάτω στο Τάρτι όλοι οι παλιοί μπαχτσέδες είχαν και από ένα πηγάδι, ανέβαζαν νερό και γέμιζαν τις χαβούζες και πότιζαν τα κηπευτικά και τα δεντρέλια. Τα έβλεπα και τα θυμάμαι όλα τα μαγγανοπήγαδα να λειτουργούν να χαλάνε τον κόσμο με το μονότονο ήχο τους, με το γάιδαρο να γυρίζει, στου «Μπουκωτή», στου «Τζιμ», του «Μαμάκου» και των άλλων. Ο παππούς μου ο Σαράντος με έβαζε να προσέχω το γάιδαρο να γυρνάει στο μπαχτσέ του «Τζίμ» που τον είχε πάρει με τα χρόνια.
           Κάτω, κατάγιαλα, υπήρχαν άλλα δυο μικρά πηγάδια, τα οποία πρέπει να ήταν πολύ παλιά, καθώς φαίνεται εξυπηρετούσαν τα περαστικά καΐκια και βάρκες να πάρουν νερό. Το ένα ήταν στο κέντρο εκεί που κατεβαίνει το μονοπάτι, και σήμερα είναι σκεπασμένο σε ιδιόκτητο σπίτι με τσιμέντο. Το άλλο, κάτω από τον Άη Σαράντη αριστερά της ταβέρνας του Λιγηρού, έχει μολοθεί. Παλιότερα εκεί στο πανηγύρι, ερχόταν βάρκες από το Πλωμάρι, και το συγκρότημα των Μπουρλήδων έπαιζε μουσικές με σαντούρια και βιολιά και γλεντούσε ο κόσμος.


Πρέπει να είμαστε στο καλοκαίρι μετά την εισβολή της Κύπρου. Ο πατέρας μου δεν ξέρω που βρήκε αυτή τη σιγουριά, χωρίς να έχει παραμικρή ιδέα ή ένδειξη ότι θα έβρισκε νερό, ξεκίνησε να ανοίξει το πηγάδι, γιατί μόνο παραθαλάσσια και στο κάμπο έβρισκες στα σίγουρα νερό. Το εγχείρημα δεν ήταν τόσο απλό αλλά συνάμα και πολυδάπανο. Η διάμετρος του πηγαδιού έπρεπε να είναι δυόμισι μέτρα, και ο τοίχος έπρεπε όλος να επενδυθεί με πέτρα. Αν έβρισκε λογικά το νερό σε 7-8 μέτρα βάθος θα έβαζε μια βενζινοαντλία και όλα θα ήταν σύμφωνα με αυτά που είχε στο μυαλό του.
Το έργο άρχισε μόλις έκλεισαν τα σχολιά, δυο τρεις εργάτες ξεκίνησαν να σκάβουν, ενώ παράλληλα σε ένα άλλο κτήμα του «Τζιμ» που ήταν πιο πάνω από το δικό μας στο δρόμο στο «Καλάμι», ο πατέρας μου άρχισε να σπάει μαρμαρόπετρες για τις ανάγκες του πηγαδιού για να χτίζεται όταν πλέον θα έχει ανοιχτεί. Στήθηκε ένα μαγκάνι με σχοινί με δυο τρεις εργάτες επάνω για να ανεβοκατεβάζουν αυτούς που έσκαβαν, να ανεβάζουν τα χώματα σε ζεμπίλι, πολλές φορές κατέβαινα και εγώ περισσότερο από περιέργεια παρά να προσφέρω εργασία. Σε σχετικά μεγάλο βάθος βρήκαμε κάτι μικρά σπασμένα πήλινα αλλά δεν έδειχναν τίποτα τι να είναι. Το περισσότερο καλοκαίρι πέρασε έτσι, αν και πήγαινα για κανένα μπάνιο και έβρισκα στους φίλους μου στη θάλασσα. Κανένα βράδυ κατεβαίναμε και με το πατέρα μου, για να πιει που κι ένα ούζο, και να κουβεντιάσει. Όλοι οι Ταρτιώτες και οι συγχωριανοί θα σταματούσαν για να δούνε από το έργο την εξέλιξή του και να κάνουν κουβέντα για αυτό, εξ άλλου αυτό ήταν το γεγονός που τραβούσε και το ενδιαφέρον.
           Καθώς οι εργάτες σκάβανε και φθάσανε στα 7-8 μέτρα, όλοι περίμεναν να βρουν κάτι, αλλά το χώμα ήταν στεγνό, χωρίς κανένα ίχνος ότι υπήρχε νερό.
Με αμείωτες τις ελπίδες, συνέχισαν το σκάψιμο. Όσο έσκαβαν ένα, ένα τα μέτρα, πουθενά νερό. Με την αγωνία και την ταλαιπωρία να είναι συντροφιά, μετά από πολλές μέρες, το έδαφος άρχισε να γίνεται μαλακό και να διαφαίνεται ογρό και έτσι σε όλους ήρθε η χαρά και το χαμόγελο, και στα 13-14 μέτρα βρέθηκε το νερό. Εκεί που κοπάναγαν στα τυφλά και άρχισαν να απελπίζονται, όλοι ρίχτηκαν με περισσότερο πάθος στη δουλειά. Ο πατέρας μου όλο χαρά, όλο κερνούσε στο καφενείο του Λούπου και όλοι είχαν στα στόματά τους «Ο Μήτρος, βρήκε νερό, ο Μήτρος βρήκε νερό!!»
Σχεδόν μετά από ένα μήνα, καθώς βρήκαμε το νερό, οι εργάτες έσκαψαν όσο μπορούσαν περισσότερο μέσα στα λασπωμένα νερά και ολοκλήρωσαν τη φάση αυτή. Ο πατέρας μου μες το λιοπύρι, είχε σπάσει τόνους πέτρα, και ο «Αγγελής» την μετέφερε σε τριάντα αγώγια με το μικρό του φορτηγό. Απέξω από το πηγάδι από τη μία, ήταν στοίβες οι πέτρες και από την άλλη, ο όγκος με τα χώματα δεκατεσσάρων μέτρων που είχαν βγάλει.  Αμέσως, άρχισε η αντίστροφη πορεία, το χτίσιμο. Κατέβαζαν τη πέτρα και ένας ειδικευμένος τεχνίτης, ο «Μπάρμπα Γιώργος», Γιώργος Ψωμάς, μαζί με το παππού μου Σαράντο, την τοποθετούσαν.
          Όμως το αρχικό πλάνο του πηγαδιού έπρεπε να αλλάξει αναγκαστικά, αν ήθελαν να αντλήσουν νερό. Η βενζινοαντλία μπορούσε να αντλήσει νερό μόνο από 7-8 μέτρα βάθος, οπότε το πηγάδι έπρεπε να διαμορφωθεί με ένα παραπήγαδο με σκαλοπάτια, να κατεβαίνεις στα εφτά μέτρα, και τη μηχανή να είναι σε ένα «όροφο» από οριζόντια μαδέρια.
Όταν επιτέλους τελείωσε το όλο έργο, ο πατέρας μου ήταν πανευτυχής. Πλήρωσε με δανεικά τα μεροκάματα όλων αλλά, όπως αργότερα θα μου έλεγε, τα εργατικά και τα έξοδα του πηγαδιού βγήκαν περισσότερα απ’ ότι αγόρασε το όλο κτήμα!
Για να αντλήσεις όμως το νερό ήταν κάπως ανάποδο. Έπρεπε να κατέβεις τα σκαλιά να βάλεις μπρος το μοτέρ και αμέσως να βγεις από τις αναθυμιάσεις! Και το αντίθετο, να πάρεις βαθιά ανάσα να κατέβεις και να σβήσεις τη μηχανή. Μετά έβαλαν ένα σύστημα που τράβαγες ένα σπάγκο από πάνω και έσβηνε η μηχανή χωρίς να τρως όλο το καυσαέριο της μηχανής.
Φώναξε το γείτονά του τον «Ινκόλα του Μακρή» Νίκο Μακρή που έκανε μικροδουλειές και δίπλα στο ντάμι μας έφτιαξε μια μικρή χαβούζα για να έχει νερό και να ποτίζει το μπαχτσεδί του με ντομάτες και όλα τα ζαρζαβατικά.
 Γύρω από το πηγάδι και στο ντάμι έβαλε μικρά δεντρέλια, κλήματα, απιδιές και τα πότιζε με γκαζοτενεκέδες που ήταν μακριά από το νερό, πράγμα που ανέλαβα κατ’ εντολή του να κάνω πολλές φορές το επόμενο καλοκαίρι και καθώς έπρεπε να πληρωθούν οι εργάτες τα μάζεψε και έφυγε πάλι σχεδόν αμέσως στην Αυστραλία.
           Ένα άλλος φίλος και γείτονας με το πατέρα μου ήταν ο Δημήτρης Βουνάτσος, που είχε ένα ντάμι στη στροφή πριν βγεις στην ευθεία για το Τάρτι, με διπλανά κτήματα, του Παναγιώτη Κουκάρα απ’ το Τρίγωνα, και του Γιώργου Μπάνη απ’το Παπάδο θείος μου, παντρεμένος με την αδερφή της γιαγιάς μου Αφροδίτης, που σκοτώθηκε με μηχανάκι τα επόμενα χρόνια. Ο κυρ Δημητρός, τότε που τον θυμάμαι, είχε κάνει το ντάμι του που είναι και σήμερα επάνω στο δρόμο, καφενείο ένα χειμώνα, και πηγαίναμε για να φάμε κανένα γλυκό του κουταλιού με τον αδερφό μου και το ξάδερφό μου Γιάννη. 
          Ο πατέρας μου όταν ξαναέφυγε για την Αυστραλία, του έδωσε την άδεια να παίρνει νερό, και αν ήθελε μπορούσε εκεί να βάζει παραδίπλα μπαχτσαβανικά. Μια μέρα μάθαμε ότι τον βρήκαν πεθαμένο δίπλα στη μηχανή στο πηγάδι.

Συνεχίζεται..Μέρος Β'

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...