Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Του ποδήλατου (Το ποδήλατο)



Ο ξάδερφός μου ο Γιάννης κατέβαινε, ανέβαινε από το Σκόπελο – Παπάδο για το εξατάξιο Γυμνάσιο, με ένα παμπάλαιο ποδήλατο του ’50, παρόμοιο με αυτά που είχαν οι ταχυδρόμοι. Με αυτό γύρναγε όλα τα χωριά, στο Πέραμα και πολλές φορές τα Σαββατοκύριακα πήγαινε και στο Τάρτι για να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές τους. Τότε πολύ λίγα παιδιά είχαν ποδήλατα, και τα μηχανάκια τα περισσότερα ήταν υποβοηθούμενα με πετάλια. Πάντα τον θαύμαζα, χωρίς να τον ζηλέψω, πολλές φορές έβαλε να με μάθει, αλλά επειδή ήμουν μικρός, δεν είχα κάνει και σε μικρότερο ποδήλατο για να ξέρω, έτσι σε αυτό δεν μπορούσα, αφού έτσι και αλλιώς τα πόδια μου δεν φτάναν στα πετάλια. Φρένα δεν είχε, ούτε μπροστά ούτε πίσω, αλλά εκείνος ήταν μάστορας στο ποδόφρενο. Μην ψάχνεις για φτερά στις ρόδες, ούτε φώτα, τα λάστιχα φαγωμένα και ο κάθε τροχός φαφούτικος αφού έλλειπαν πολλές ακτίνες. Οι σόλες από τις ελβιέλες του ήταν πάντα φαγωμένες, παπούτσι για παπούτσι δεν άφηνε, νάναι καλά το ποδήλατο. Παρόλα αυτά όργωνε τους καρόδρομους, τα καλντερίμια και όλους τους χωματόδρομους. Πάντα τον έχω στο μυαλό μου να κρατάει το ποδήλατο με το καφέ το κοτλέ σακάκι και τη καμπάνα παντελόνι και να γυρνάει.
            Προς το τέλος ενός καλοκαιριού μετά χαράς μάθαμε ότι πέτυχε σε κάποια σχολή λογιστικής στη Θεσσαλονίκη ενώ είχε σκοτωθεί πρόσφατα ο πατέρας του και έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Εκείνο το καλοκαίρι έπαιρνα το ποδήλατο δειλά δειλά στα ισιώματα, στο χωματόδρομο του Ταρτιού και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα λίγο να το κουμαντάρω. Λίγο πριν να αναχωρήσει, μου λέει μιας και σου αρέσει πολύ το ποδήλατο ξάδερφε, κράτησέ το δικό σου! Η χαρά μεγάλη, να έχεις οποιοδήποτε ποδήλατο, πολύ λίγα παιδιά είχαν. Πήγα στο γήπεδο και έκανα βόλτες να το μάθω καλύτερα. Στα καλντερίμια και στις κατηφόρες δεν κατάφερα να μάθω το ποδόφρενο, άσε που ούτε να σκεφτώ να πηγαίνω στο Γυμνάσιο με φαγωμένα σπορτέξ. Η λύση ήταν μία, να μαζέψω χρήματα και να βάλω κανονικά φρένα. Πέρασε ένα διάστημα και μετά έμαθα ότι υπάρχει ένας ποδηλατάς στο Παπάδο που επισκευάζει ποδήλατα και έχει και ανταλλακτικά. Το κατέβασα, το κοίταξε και μου έδωσε τα ανταλλακτικά και τα εξαρτήματα που ήταν για τα φρένα, μου είπε ότι οι στεφάνες μπροστά και πίσω θέλουν ακτινολόγιση, και ακτίνες. Τον ρώτησα πόσο κάνει μια «κόντρα φρένο» και φώτα, αλλά τα χρήματα μου ήταν πολύ μετρημένα. Αγόρασα τα τακάκια και τις ακτίνες και μόνο χαρά πήγα σπίτι και άρχισα αμέσως να μαστορεύω. Ατζαμής όπως ήμουν χωρίς να έχω ιδέα, ξεκίνησα να το φτιάξω, αναποδογύρισα το ποδήλατο, έβγαλα το ρόδες και τα λάστιχα και πέρασα τις ακτίνες που έλειπαν. Πέρασα τα τακάκια μπρος και πίσω αλλά επειδή η ρόδες ήταν σαν οχτάρια και αφού δεν πήγα να κάνω ακτινολόγιση τα φρένα ήταν φυσικό να πιάνουν και να μη πιάνουν. Πάντως κουτσά στραβά η δουλειά γινότανε. Κάποιος μου χάρισε ένα δυναμό και ένα φανάρι τα πέρασα, και έτσι το ποδαλατέλ απέκτησε και φώτα! Το έφτιαξα όσο μπορούσα, να μη πω πόσο το καμάρωνα το ποδήλατο αυτό και ας φαινόταν ότι έχει φάει όλα του τα ψωμιά. Έκανα σιγά σιγά βόλτες μέσα στο χωριό και ετοιμαζόμουν κάποια μέρα να κάνω τη μεγάλη απόδραση προς το Τάρτι.
Το Τάρτι όταν είχαμε ελιές μόλις τελείωνε το σχολείο τη Παρασκευή, μαζί με το αδερφό μου, το ξάδερφο καμιά φορά το οργανώναμε και πηγαίναμε με τα πόδια, δυόμιση ώρες διαδρομή και άλλο τόσο να επιστρέψεις. Μέναμε καμιά φορά στης θειάς της Σοφίας το νταμ, στρωματσάδα όλοι δίπλα στη φωτιά που έβραζε το αυριανό τσουκάλι με τα κουκιά ή τη φασολάδα και με το φως της λάμπας, λέγαμε ιστορίες και τρώγαμε το φαγητό κατάχαμα στο μεσάλι. Όταν πηγαίναμε στο Τάρτι τις περισσότερες φορές δεν βρίσκαμε αυτοκίνητο για να μας πάει και έτσι τη βγάζαμε ποδαράτο, μόνο ο Παναγιώτης ο Κοκκάρας από το Τρίγωνα είχε αυτοκίνητο και αν το πετυχαίναμε μας φόρτωνε στη κάσα. Το χειμώνα με τα φορτηγά που κουβαλούσαν τις ελιές η πιθανότητες ήταν καλύτερες.
Κάποια Παρασκευή ειδοποίησα τη μάνα μου ότι θα έρθω στο Τάρτι για το σαββατοκύριακο με το ποδήλατο. Μες το μυαλό μου ήθελα να είμαι ο Σεραφίνο που κουβαλάει το ραβδί στον ώμο και το φαγητό δεμένο στην άκρη. Ξανακοίταξα τα φρένα σε τι κατάσταση ήταν και με μεγάλη επιφύλαξη ξεκίνησα. Μέχρι να φθάσω στα «Πεύκαρα» τα τακάκια από τα φρένα είχαν σχεδόν φαγωθεί, οπότε αναγκαστικά ξεκίνησα το ποδόφρενο. Λίγο μετά από κεί ο χωματόδρομος κάνει ένα μεγάλο «S» και στη δεύτερη κατηφορική στροφή, ούτε το φρένα λειτούργησαν, ούτε και με το πόδι μπόρεσα να σώσω τη κατάσταση να φρενάρω το ποδήλατο. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβη, σε κλάσμα δευτερολέπτου είδα τον εαυτό μου να κάνει μια κωλοτούμπα στον αέρα, να προσγειώνομαι και να πέφτω με το κώλο σε ένα αγκαθωτό θάμνο, μια φουντουτή κιτρονοπράσινη αστοιβή! Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω υπάρχω! Δίπλα μου κοιτάω υπήρχαν κάτι μεγάλες πέτρες, ευτυχώς λέω σήμερα είχα άγιο αφού δεν έπεσα επάνω τους! Σηκώνομαι ψάχνομαι και τι να δω! Ο πισινός μου, τα πλευρά και τα χέρια μου είχαν σφηνωμένα αμέτρητα κίτρινα χοντρά αγκάθια. Όσα μπορούσα τα τραβούσα να βγούν, αλλά τι να κάνω ήμουν γεμάτος, έτσουζε ο πισινός μου απ’αυτά, αλλά και χάρη στο θάμνο έπεσα στα μαλακά! Συνήλθα λίγο να δω τη κατάστασή μου, αν είχα σπάσει κανέναν πλευρό ή κάτι άλλο, ευτυχώς μόνο μικρογδασήματα και κάτι αίματα.

Το ποδήλατο 3-4 μέτρα πιο μακριά, δεν είναι πάθει κάτι, το μάζεψα, ίσιωσα το τιμόνι, και άιντε με τα πόδια να κουτσοπατάω να το κυλάω στο κατήφορο. Μετά από είκοσι λεπτά έφτασα στου «Γλιγλή τη βρύση», κάθισα και πλύθηκα, πήρα μια ανάσα και όπου είχε λίγο ίσιο δρόμο το έκανα καβάλα, αλλά ο δρόμος για το Τάρτι είναι ο περισσότερος ανηφόρες – κατηφόρες, έτσι σπρώχνοντας το μετά από τρεις ώρες έφτασα τα νταμ, όπου με περίμενε η μάνα μου. Είδε τα χάλια μου, τα σχισμένα ρούχα και άρχισε να με περιποιείται. Της είπα ότι είμαι γεμάτος αγκάθια, έτσι κατέβασα τα βρακιά και προσπάθησε να βγάλει όσα μπορούσε, με καθάρισε με οινόπνευμα, αλλά τα περισσότερα έμεινα μέσα. Με πολλές ενοχλήσεις όλη την ώρα τα κουβαλούσα και αυτά στο σχολείο και παντού. Μετά από δύο εβδομάδες ξαναπήγα στο Τάρτι, τα αγκάθια είχαν βγάλει κάπαλο και πείον και έτσι με μια άλλη προσπάθεια τα βγάλαμε όλα. Το ποδήλατο το είχα αφήσει στο Τάρτι, μετά από αυτό, δεν το ξανάπιασα, έμεινε να κάθεται ακουμπισμένο σε ένα δέντρο να χορταριάζει χειμώνα καλοκαίρι για πολλά χρόνια. Το ποδήλατο είχε τελείωσε για μένα…
Όταν πάω για το Τάρτι με το αυτοκίνητο σταματώ καμιά φορά στη στροφή και βλέπω ακόμη τον αγκαθωτό θάμνο που κάθεται εκεί χρόνια!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Οι σαλιάτσ’ (Τα σαλιγκάρια)

Μικροί άλλοτε ήμασταν μικρά θηρία με μια τόπα στο χέρι και άλλοτε με ένα καντίρι και οργώναμε όλο το χωριό μας το Σκόπελο, από τη μια άκρη ως στην άλλη, πότε μας εύρισκες στην Αγιά Κυριακή, πότε στο Πρόβασμα, στη Παναγιούδα, πότε στο Τασλίκ, πότε στον Άη Γιώργη, στην Αγία Μαγδαλινή, φτιάχναμε τις ομάδες της μπάλας και παίζαμε σε όλες τις γειτονιές. Άλλοτε μαζευόμασταν στη πάνω και στη κάτω αγορά και μετά παίζαμε καρτέλες, ανταλλάζαμε περιοδικά, Όμπραξ, Ζανγκόρ, Μπλέκ, Μικρό Ήρωα στο σινεμά της κοινότητας.
Μια μέρα ως συνήθως περιφερόμουν στην αγορά, περνώντας απ’ έξω από του “Γιαννάτς του Πατούν” το μπακάλικο, είχε δυο-τρεις γυναίκες που κοιτούσαν τα σαλιγκάρια που είχε σε ένα πανέρι, κοίταξα και γω να δω τι γίνεται, δεν είχα δει ποτέ να πουλάνε, δεν είχα φάει ποτέ, αν και η μάνα μου έλεγε στη πείνα, δεν είχαμε τίποτε άλλο και ο κόσμος τους έτρωγε πολύ. Είχαν πέντε δραχμές το κιλό, κάποια αγόρασε μισό κιλό να κάνει μια μαγειριά. Εκεί που χάζευα, ήρθε ο κυρ Γιαννάτς και μου λέει «έλα να συ πω». Ήμουν με ακόμη ένα παιδί, «θέλς να πάτε και να ψάξτι για σαλιάτς και να μου φέρετι και εγώ θα σας πληρώσω ακριβώς τα μισά απ’ όσο τς πουλώ;». Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί και συμφωνήσαμε αμέσως, τέτοια χρυσή ευκαιρία δεν ήθελε και παζάρια!. 3-4 κιλά να βρίσκαμε να ένα δεκάρικο! Το ψωμί έκανε 1,20 δρχ το κιλό! Με 5 δρχ έπαιρνες ένα κιλό χωριάτικα λουκάνικα! Τον ρωτήσαμε που να βρούμε, μας λέει, μιας και έβρεξε χθες, θα βρείτε παντού όπου και να πάτε. Πήγα στο σπίτι και το δίχως άλλο πήρα ένα καλάθι και μαζί με το άλλο παιδί ξεκινήσαμε. Σκέφτηκα να πάμε στα κτήματα κάτω από το χωριό που έχει αμπολάδες, ψάχναμε ψάχναμε μαζέψαμε κανέ δυό κιλά, σιγά σιγά ανηφορίσαμε από το ρουμανέλ προς το σπίτι μας…οι σαλιάκ είχαν αραδίσει και σε όλα τα ντουβάρια από τα σπίτια του χωριού και βρίσκαμε συνεχώς, στο τέλος χωρίς θα το καταλάβουμε βρεθήκαμε να κοιτάμε στο τεράστιο ασουβάντιστο ντουβάρι του νεκροταφείου, ήταν γεμάτοι! Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί, για τη ζαβολιά που θα κάναμε και χωρίς χίρτ μίρτ, πιάσαμε και μαζεύαμε και από κεί. Γεμίσαμε χωρίς πολύ κόπο το καλάθι με κάτι μεγάλους σάλιακες! Ποιος ξέρει που είχαν κάνει βόλτες!  Ψυχή δεν υπήρχε για να μας δεί και να μας ρωτήσει τι κάναμε εκεί, γεμίσαμε το καλάθι και πήραμε ποδάρι προς την αγορά και δώσαμε τη πραμάτιά μας, ο καθένας μας πήρε από 6 δραχμές.
Ο Γιαννάτς καταευχαριστημένος και μας λέει:
Άμα τους πουλήσω θα ξαναπάτε ε;
Τι θα του λέγαμε όχι;
Μόνο χαρά, μόλις πήρα τα χρήματα, επειδή είχα αδυναμία πολύ τα χωριάτικα λουκάνικα, πήγα και αγόρασα ένα κιλό και όλο καμάρι τρέχοντας, τα πήγα σπίτι να δείξω τη προκοπή που έκανα στη μάνα μου. Η πρώτη της κουβέντα δεν ήταν άλλη που βρήκες τα χρήματα και τα αγόρασες.
Ε να…..μάζεψα σαλιάκ για το Γιαννάτς του Πατούν και μου τα έδωσε!
Με κοίταξε για μια στιγμή παράξενα σα να κάτι να κρύβω, και μετά με ρωτάει γιατί δεν έφερες και σε μας λίγ’ σαλιάτς;
Ε να άλλ’ φορά! Τι να έλεγα τη κατσπουδιά που έκανα;
Τώρα τηγάνισέ μου να φάω κανένα λουκάνκέλ’ γιατί πείνασα να γυρνάω όλη μέρα και να μαζεύω σαλιάκ!
Μέσ’ το μυαλό μου σκέφτηκα ας τους φάνε άλλοι! Τώρα ποιος τους έφαγε δεν ξέρω! Στη ζωή μου έφαγα δοκιμαστικά μια φορά αλλά σκεφτόμενος αυτό το περιστατικό ούτε σκέψη να φάω ποτέ. Ας μου το συγχωρήσουν οι συγχωριανοί μου!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

αμπολάδες = λιόδεντρα
χίρτ μίρτ = πολλά πολλά
κατσπουδιά = ζαβολιά

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Να παράδις δώμ’ κουκάλις

Μια μέρα καθώς φαίνεται η μάνα μου είχε δουλειά στο σπίτι και μου λέει: πάνι κουζούμ στην αγορά να αγοράσεις, ψωμί, μια σαλάτα, κτσά, φασλέλια και ένα κιλό κρέας για μαγείρεμα, πάρε και τη τσάντα και στο χέρι μου έδωσε ένα πενηντάρικο. Πήρα πόδι και σιγά σιγά έφτασα στη κάτω την αγορά του χωριού, εκεί που ήταν το τούρκικο τσαρσί, αγόρασα δύο κιλά ψωμί από το φούρνο του Σαμαρά, από τον Αλετρά τη σαλάτα που πάντα είχε μαζί μπόλικα ζαρζαβατικά και από το μπακάλικο του Χατζημιχαλάκη τα όσπρια, τέλος πέρασα από το χασαπιό. Του είπα το και το είπε η μάνα μου, διαλέγει από κάπου ένα κομμάτι κρέας και με γυρισμένη τη πλάτη από τη μια, άρχισε να κόβει το κρέας και από την άλλη, με τη μαχαίρα να σπάει κόκαλα, βέβαια τι έκοβε και τι μου έβαλε δεν μπορούσα να ξέρω, θα το μάθαινα όμως σε λίγο. Χάζευα από δω και κεί, και σε μια πινακίδα διάβασα: «Ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτη». Το τύλιξε στο άψε σβήσε το κρέας στο χασαπόχαρτο μαζί με κάποια κόκαλα και τα έβαλε στη ζύγι. Έτοιμος 7 δρχ! μου είπε, τον πλήρωσα και έφυγα. Περπατώντας χάζεψα τα περιοδικά στο περίπτερο του Σεβίλλη και τα πίσω μπρος πήγα στο σπίτι. Έδωσα τα ρέστα στη μάνα και αυτή έλεγξε αν πήρα ότι μου παρήγγειλε. Ανοίγει το χασαπόχαρτο, το βλέπει και αμέσως μόνο θυμό μου λέει, καλά βρε αχμάκι αυτό είναι το κρέας που σου είπα να φέρεις; και μου σέρνει το «Να παράδις δώμ’ κουκάλις». Ο νταμλαδιασμένος σου πήρε τις παράδες και όλο κόκαλα σου έδωσε! Παίρνει όπως ήταν το κρέας και πάει στην αγορά, να τα ψάλει στο χασάπη. Από τότε μόλις με πιάνουν κορόιδο μου έρχεται κατευθείαν αυτή η φράση από το μυαλό! Πάγιο κάποιων επαγγελματιών μόλις ο πελάτης δεν κοιτά να τον καλυβώνουν!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας


κουζούμ = παιδάκι μου (αρνάκι μου)
κτσά = κουκιά
νταμλάς = αποπληξία
καλυβώνω = παράφραση του καλιγώνω, πεταλώνω, μτφ ξεγελώ κάποιον

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...