Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Η Εξοχή – Το Τάρτι. (τελευταίο)

 Η Εξοχή – Το Τάρτι

(Οι παιδικές αναμνήσεις της επιστροφής ενός μετανάστη στο χωριό)

του Παναγιώτη Αγιακάτσικα

Τελευταίο μέρος
Προηγούμενα 

Ο παππούς μου στο Τάρτι το ~50

Είχε έρθει το καλοκαίρι και ο παππούς μου ο Σαράντος, πήρε εμένα και τον αδερφό μου στο ντάμι του στο Τάρτι, έτσι πρόλαβα να γνωρίσω και τη γιαγιά την Αφροδίτη, τα λίγα ακόμη χρόνια που θα ζούσε. Τώρα να φύγεις από την Αυστραλία και να πας να εξοικειωθείς να μείνεις σε ένα ντάμι ήταν επίτευγμα και σχεδόν ασύλληπτο! Να αφήσεις τη πόλη και να ζεις σε βουνά ανάμεσα σε λιόδεντρα, χωρίς καμία άνεση, ήταν κάτι σαν προσκοπισμός. Όταν έβλεπα έναν άνθρωπο δεν μπορούσα να το φαντασθώ ότι θα ένιωθα τόση χαρά, μην συζητάμε για παιδιά. 

Το ντάμι του παππού μου στο Τάρτι

Τη στράτα να κουβαλάμε το νερό από του «Ταχτικού τη βρύση» σε κουμάρια και σε λαγήνες ήταν πολύ μεγάλη, και το βράδυ να είμαστε με λάμπες πετρελαίου. Ευτυχώς εκεί κοντά σε παραδίπλα ντάμι έμεινε ο ξάδερφος μας ο Γιάννης και με αυτόν ήμασταν όλοι μέρα μαζί που ήξερε όλα τα κατατόπια. Μας έμαθε να φτιάχνουμε σφεντόνες, να κυνηγάμε πουλιά, να τα παραφυλάμε στις μάννες. Να γυρνάμε όλα τα κτήματα και τα περβόλια, να φτιάχνουμε καλάμια για να ψαρεύουμε γύλους από τα βράχια στο γιαλό, να πιάνουμε κεφαλόπουλα με το ταψί και τη ζύμη. Η γιαγιά μου είχε μια κατσίκα για το γάλα, αλλά όσες φορές κι αν μου δώσανε, ποτέ δεν το έβαλα στο στόμα μου, το ίδιο ως και τώρα, εγώ θυμόμουν το γαλατά που άφηνε το γάλα έξω από το σπίτι μας το πρωί, αφήναμε τα χρήματα μαζί με τα άδεια μπουκάλια, μαζί με το γάλα ούτε το τυρί έτρωγα. Ο ύπνος ήταν στρωματσάδα κάτω, την ημέρα μας φώναζαν να προσέχουμε να μην πηγαίνουμε εδώ και κεί γιατί έχει φίδια, αυτά τα είχα δεί μόνο με το δημοτικό σχολείο στο ζωολογικό κήπο Σίδνεϋ. Μια μέρα ο παππούς μου είπε στον αδερφό μου να πάει εκεί παραδίπλα σε μια μάννα γούβα που είχε νερό και να ποτίσει τη φοράδα. Εκείνος ανέβαινε αμέριμνος τραβώντας την. Καταμεσής του μονοπατιού ήταν μια κουλουριασμένη ασκόντριχα (οχιά) με το κεφάλι επάνω. Ως την είδε παράτησε τη φοράδα, του φύγαν οι παντόφλες και έφτασε ξυπόλυτος αλαλάζοντας. Όταν πήγε ο παππούς με ένα φτυάρι να τη κανονίσει είχε φύγει. Μια μέρα είπα στο παππού μου θέλω να μάθω μπάνιο έχοντας στο νου αυτό που είχα πάθει στο πλοίο που κόντεψα να πνιγώ, έτσι μας κατέβαζε στο Τάρτι μια απόσταση δυο χιλιόμετρα με τα πόδια στο χωματόδρομο. Τότε υπήρχαν μερικά μικρά καφενεδέλια, του γέρου του Στέλιου Χατζημανώλη ή Καμπούρη, του Λούπου, του Κτσέλ ή Καβούνα, και του Αριστή Μπερδούκα, όλα φτιάχναν καφέ και λίγο μεζέ με το ούζο, εμείς πίναμε γκαζόζα ή ταμ ταμ, θυμάμαι τα αναψυκτικά τα βάζαν σε ένα καλάθι και τα είχαν σε μικρά πηγάδια και μετά τα ανέβαζαν μόλις κάποιος ζήταγε.

Το μπακάλικο του Παναγιώτη Μαμάκου δίπλα κι φούρνος (φωτ.Στρ Λυγιρός)

Ήταν και ένα μπακάλικο του Μαμάκου, που αγοράζαμε μπαγιάτικα μπισκότα της μιας δραχμής με μαμούνια μέσα από το σκοτεινό και αραχνιασμένο μαγαζί του. Εκεί πήγαινε όλος ο κόσμος του Ταρτιού να ψωνίσει για πολλά χρόνια. 

 Ο Παναγιώτης Χρυσάφης (Φουσκωτός) με τη σκάλα και τη βάρκα του

Μια μέρα πήγαμε από το Παναγιώτη Χρυσάφη που ήταν ψαράς και κυνηγός, τον γνώριζαν με το όνομα «Φουσκωτό», φίλος και συγχωριανός του παππού μου από τη Πλαγιά, αυτός καθόταν με τη γυναίκα του την Αντωνία, αμέριμνοι στη φρίτζα τους, με τις κρεμασμένες νεροκολοκύθες ή γαλιές όπως τις λέγανε και απολαμβάνανε την ησυχία τους, πίνοντας το καφεδάκι και χουζουρεύοντας το γιαλό. 


Ο παππούς μου Σαράντος στο καφενείου του Καμπούρη

Ο παππούς μου του ζήτησε μια μεγάλη γαλιά για μένα και αντί για σωσίβιο όπως φανταζόμουν να μάθω κολύμπι, έδεσα τη γαλιά στη πλάτη με ένα σχοινί από τα παλιά δίχτυα και σιγά σιγά στη μικρή τη σκάλα που είχε ο «Φουσκωτός» για να δένει τη βάρκα του, άρχισα να ξεθαρρεύω, να πλατσουρίζω και να κολυμπώ, έτσι αρκετές μέρες τη πέρασα με τη γαλιά στη μέση, μέχρι να τα καταφέρω χωρίς αυτή, όπως μια μέρα και έγινε. Στη μικρή τη σκάλα του, δέναν τις βαρκούλες, αλλά εμείς που ξέραμε πια κολύμπι παίρναμε φόρα από την άμμο και κάναμε κάθε είδους βουτιές και μακροβούτια, και άλλοτε κρατώντας τη μύτη πέφταμε σαν βόμβες, χαλούσαμε τον κόσμο από τις τσιρίδες μας. Μια μέρα ο Στρατής που ήταν παρέα μας, ήταν πάνω στη σκάλα χάζευε και πως τα κατάφερε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε μέσα, μπάνιο δεν ήξερε, φωνές, τρεχάματα, «το μωρό, το μωρό», τρέξαν κάποιοι μεγάλοι τσαλαβουτήξανε με τα ρούχα και το βγάλαν έξω! Δεν ξέρω αν έμαθε ποτέ μπάνιο από το φόβο του. 
(Συνεχίζεται)

Παλαιό μαγγανοπήδαγο

Με ένα καλαμιώνα χώρισμα από του «Φουσκουτού» το περιβόλι, ο παππούς μου είχε το μπαχτσέ της «Τζίμενας» στο Τάρτι με τα χρόνια και κάθε μέρα ήταν εκεί να ποτίζει τις ντομάτες, τις μελιτζάνες, τα ζαρζαβατικά και τα δεντρέλια. Έτσι και μείς όταν ήμασταν κατά κεί βρίσκαμε ευκαιρία και ανεβαίναμε στις συκιές τρυγίζαμε τα σύκα και τον μικρό αμπελώνα, τρώγαμε όσα αντέχαμε, γεμίζαμε και κανένα καλάθι για να πάμε στη μανή[1] μας. Αλλά ο παππούς μου, μας έβαζε με μια βίτσα να προσέχουμε να γυρνάει ο γάϊδαρος για να ανεβάζει νερό από το μαγγανοπήγαδο, που οι μεταλλικοί του κουβάδες χαλούσαν τον κόσμο με το κρακ-κρουκ και να γεμίζει μια τεράστια χαβούζα που ήθελε πολλές ώρες να γεμίσει για το πότισμα. Όσο μπορεί να βαριόμασταν εμείς να κάνουμε αυτή τη δουλειά, άλλο τόσο ο γάϊδαρος, που με το παραμικρό σταματούσε και δεν έκανε βήμα μπρος για να ανεβάσει νερό αφού ήταν κόπος! Το πηγάδι βρωμοκοπούσε κουτσουλιές καθώς ανάμεσα στις πέτρες του πηγαδιού φώλιαζαν πάνω από εκατό τσιρτσέδες[2] και όταν πηγαίναμε κουνούσαμε πέρα δώθε τους τσίγκινους κάδους για να τους τρομάξουμε και γινόταν χαλασμός, όταν ξεπετάγονταν να ξεφύγουν. Μια φορά καθώς κοιτάξαμε μέσα είδαμε μια χοντρή οχιά που είχε τρυπώσει στις πέτρες και είχε βάλει μάτι τα πουλιά, τότε κόψαμε το χούι να κοιτάμε μέσα, κουνάγαμε τους τσίγκους να κάνουν χλαπαταγή και κόφταμε!  Όταν βρισκόμασταν και δεν ήταν κανείς, μαζί με το αδερφό μου και τα ξαδέρφια Γιάννη και Στρατή, τα βγάζαμε όλα τσιτσίδι, βλεπόμασταν κορόιδευε ο ένας τον άλλον, και μετά κάναμε τις βουτιές μας στη μεγάλη χαβούζα, που βρισκόταν κάτω από μια πελώρια γέρικη καρυδιά. Τσαλαβουτάγαμε αβέρτα, ήμασταν μέσα όσο θέλαμε, μέχρι να παπαριάσουμε, ξαπλώναμε στο καθαρό ζεστό από τον ήλιο τσιμέντο στην οροφή της κλειστής ντουζιέρας τη μοναδική που είχε όλο το Τάρτι και στεγνώναμε, και από κει άμα θέλαμε πέφταμε ξανά. Η χαβούζα έγινε η ιδιωτική μας πισίνα και κολυμπάγαμε μαζί παρέα με τα βατραχάκια της. Άμα πεινούσαμε ξαμολέρναμε και πάλι στις συκιές και στα σταφύλια που είχε η φρίτζα του διπλανού πύργου του «Τζίμ». Ο παππούς μου θυμάμαι όταν ήθελε να ποτίσει, έβγαζε το πάσαλο της χαβούζας που ήταν από τη μέσα μεριά της, και για να σταματήσει το νερό τον ξαναέχωνε. Έτσι αργότερα συνειδητοποίησα αυτό που λέγανε στο χωριό «έχασε το πάσαλο απ’ τη χαβούζα» δηλαδή αν χαθεί ο πάσαλος, δεν γίνεται να φράξει τη τρύπα αφού είναι μέσα στο πάτο της χαβούζας! Μεταφορικά δηλαδή κάποιος δεν ξέρει τι του γίνεται.

Το καλοκαίρι τελείωνε, η γνωριμία μου με το χωριό και την εξοχή δεν ήταν καθόλου άσχημη, και όλα τα πράγματα που γνώρισα ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Γυρίσαμε πίσω στο χωριό και πριν καλά καλά αρχίσει το σχολειό, με στείλαν σε μια συνταξιούχα δασκάλα, την κυρά Μυρσίνη[3] που είχε το σπίτι της, κάτω από την Αγία Κυριακή, μιας και τα ελληνικά μου δεν ήταν και πολύ καλά ακόμη. Πήγαινα βράδυ και με τη λάμπα κάναμε μάθημα, έμαθα λίγο την αλφάβητο και λίγα κολλυβογράμματα. Μια μέρα δεν έκανα αυτά που μου είπε, με μάλωσε πολύ και τράβηξε το αυτί μου, αμέσως τα ανακάτωσε στη μάνα μου, πως πήγα αδιάβαστος και έτσι τα άκουσα για δεύτερη φορά! Την ίδια μέθοδο θα πειθαρχίας και εκμάθησης το συνάντησα αμέσως και στη πρώτη τάξη που πήγα στο σχολείο. Η δασκάλα μόλις νευρίαζε, τα αυτιά μας δεν ήθελε και πολύ να τα τραβήξει! Στην Αυστραλία, πριν να μάθουμε γράμματα, η δασκάλα έπαιζε πιάνο και μας έβαζε και λέγαμε τραγούδια μαζί της. Μετά μας μάθαινε τις νότες στο πίνακα να διαβάζουμε και αυτά πριν να μάθουμε την αλφάβητο!

Με τη κυρία Μυρσίνη μια φορά ενώ κάναμε μάθημα ένα απόγευμα, άρχισε να ακούγεται μια μουσική μπάντα. Τη ρώτησα τι είναι αυτό και μου είπε, πέθανε ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονώ και ήρθε η φιλαρμονική του πτωχοκομείου να παίξει, πάμε κάτω να δούμε. Στο κεντρικό δρόμο του χωριού πλήθος κόσμου μαζί με τη φιλαρμονική να συνοδεύουν το κοριτσάκι για την εκκλησία. Άρχισα να κλαίω παρότι δεν ήξερα και ποιο ήταν το κοριτσάκι. Όλη αυτή η εικόνα με συνόδευε ως σήμερα στη ζωή και διερωτόμουν γιατί να φύγει από τη ζωή.
Η ζωή πολλές φορές, φέρνει τα πάνω κάτω, έτσι το 1971 βρεθήκαμε ξανά στην Αυστραλία αυτή τη φορά με το αεροπλάνο, με ταξίδι 2-3 ημερών, τα υπερατλαντικά ταξίδια με τα καράβια, θα ανήκαν πλέον στην ιστορία! Μόλις και είχα μάθει τα ελληνικά και όταν πήγα στο αγγλικό σχολείο δεν μπορούσα να αρθρώσω σχεδόν λέξη αγγλικών τα είχα ξέχασα όλα! Άιντε πάλι να τα μάθω και να τα ξαναθυμηθώ, ευτυχώς μετά από δύο μήνες τα κατάφερα και προχώρησα κανονικά στο αγγλικό το σχολείο. Όσο για το κολύμπι, στο δημοτικό στο σχολείο θα μας πήγαιναν για 15 ημέρες όλα τα παιδιά να μάθουν κολύμβηση και διάσωση. Φυσικά δεν χρειάστηκα να μάθω κολύμβηση, ας είναι καλά η ελληνική πατροπαράδοτη μέθοδος με τη γαλιά!
Τέλος


[1] Γιαγιά

[2] σπουργίτια στα τούρκικα

[3] Ήταν δασκάλα στο σχολείο του Σκοπέλου και παντρεμένη με το Γιαννατσή που είχε παντοπωλείο. Δεν είχε καταγωγή από τη Λέσβο. Τραγική μοίρα, είχε ένα μοναχοπαίδι τον Κωστή που ήταν φοιτητής στην Θεσσαλονίκη και όταν επέστρεψε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. 


Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...