Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Σκόπελος - Η Πάνω Αγορά - Η Πλατεία (Μέρος Δ')

 (Οι παιδικές αναμνήσεις της επιστροφής ενός μικρού μετανάστη στο χωριό)

Πλατεία Σκοπέλου

Θα ήμουν επτά χρονών που με τράβαγαν ακόμη απ' το χέρι όταν πρωτομπήκαμε στην Επάνω Αγορά του Σκοπέλου. Δυο θεόρατα πλατάνια, να σκιάζουν την πλατεία και παραδίπλα το μάτι να κοιτάζει τον Άη Γιώργη, το καμπαναριό με το ρολόι του. Τα νερά από τη τεράστια βρυσομάνα έτρεχαν, μικροί και μεγάλοι σε αράδες περίμεναν, άλλοι να γεμίσουν τα κουμαρέλια τους, άλλοι απλώς να ξεδιψάσουν και να ξεπλυθούν με δροσερό νερό. Ο κόσμος άλλος καθισμένος και άλλος να περιφέρεται ή να ψωνίζει. 

Η “Πέρα Βρύση” η βρυσομάνα του χωριού

            “Άντε να πιεις και συ λίγο φρέσκο νερό”, είπε ο παππούς μου, έτρεξα κατά κει, περίμενα μαζί με τ' άλλα παιδιά που μ' έβλεπαν πρώτη φορά και με κοιτούσαν διερευνητικά ποιος είναι αυτός. Ήπια μπόλικο νερό, ξεδίψασα, έπλυνα και τη μούρη μου όπως πριν έκαναν και τα άλλα παιδιά! Έτρεξα πίσω και κάθισα στο καφενείο όπου ήταν όλοι. “Πάρε αυτό και πάρε ένα κουλούρι απ' το φούρνο”. Άνοιξα το χέρι, ήταν ένα μικρό νόμισμα τόσο δα, ένα 'μισέλ', πενήντα λεπτά, και η πρώτη μου επαφή με ελληνικές παράδες αντί για τα χάλκινα μεγάλα πέννις. Ο φούρνος μοσχομύριζε, γεμάτος ψωμιά, απ' έξω τα κουλούρια πήρα ένα ! Τι όμορφο δεν είχα ξαναφάει! Πολύ πολύ αργότερα θα μάθαινα ότι το ψωμαδιό αυτό, πρωτύτερα ήταν του «Φωλιαδή ο Καφενές» και μέσα είχε ζωγραφίσει ο Θεόφιλος! Τώρα τι απέγιναν οι ζωγραφιές παραμένει μυστήριο και μερικά χρόνια πριν το Θεόφιλο, ήρθε ο Σπύρος Παπαλουκάς και ζωγράφισε τη πλατεία.

Στο καφενείο που καθίσαμε όλοι, αφού πέρασε καιρός και έμαθα να διαβάζω τα πρώτα ελληνικά, από τη ταμπέλα θα διάβαζα ότι ήταν το «Καφενείο του Σαμαρά», που και αυτόν θα το γκρέμιζαν οι μεγαλύτεροι για κάποιο λόγο. Ο καφετζής, σαν μικρός που ήμουν με ρώτησε, τι θέλω, βυσσινάδα, μαστίχα Χίου, γκαζόζα, ταμ-ταμ, απ' αυτά δεν ήξερα γρι και του είπα κόκα κόλα δεν έχετε; Τελικά θα έπινα ταμ-ταμ που ήταν κάτι παρόμοιο και λίγο αργότερα, ένα ένα θα δοκίμαζα και τα υπόλοιπα! 

Ο πίνακας του Σπύρου Παπαλουκά και με τις σκάλες του Φωλιαδή το καφενείο. 1925

Κλαψούριζα πολύ στη μάνα μου πως δεν μου αρέσει καθόλου εδώ που ήρθαμε, ακόμη είμαστε με λάμπες στο σπίτι, χωρίς ψυγείο, χωρίς νερό, τηλεόραση, μπάνιο και κανονική τουαλέτα, τίποτα απ' ότι είχαμε στην Αυστραλία. Δεν πέρασε και πολύ και σταμάτησα τις κλάψες, άρχισε να μου αρέσει και μάλιστα πολύ. Αιτία η πλατεία, γέμιζε από παιδιά, φίλους έκανα αμέσως, τη μητρική γλώσσα, τα χωριάτικα Σκοπελιανά τα μιλούσα απταίστως, πετούσα κανέναν “γκλέζκο” και κάναν χάζι μαζί μου, στη πλατεία θα ήμασταν πολλές ώρες να παίζουμε και να συναντιόμαστε κάθε στιγμή όλη μέρα. Πότε πότε η μάνα μου με έστελνε να πάρω νερό από τη «Πέρα βρύση» όπως τη λέγανε, με το δροσερό το τρεχάμενο το νερό, σε κμαρέλια, καμιά φορά στους μπακάληδες και τα μαγαζιά. Με το καιρό έμαθα το κάθε μπακάλη, το χασάπη, το μπαρμπέρη του χωριού. Στο πάνω πλάτανο ήταν μια αράδα από μικρά μαγαζιά. Του Βουσβουκή το κουρείο, το περίπτερο του Πλαστήρα, το μπακάλικο του Πρωτόγερου, το καφενείο του Γιασσιά, και άλλα παραδίπλα, ο κόσμος να μπαινοβγαίνει, να ψωνίζει, να ανεβοκατεβαίνει, άλλοι περαστικοί με τα γαϊδούρια τους, άλλοι επί τόπου να πουλάνε και να διαλαλούν τη πραμάτειά τους, ο κόσμος ένα ζυμάρι! Τα πρωινά στα καφενεία οι χωριανοί να ρουφάνε το καφέ τους να διαβάζουν τη χθεσινή εφημερίδα, να παίζουν και να χτυπάνε δυνατά τα πούλια στο τάβλι ή τα χαρτιά στο τραπέζι, να φωνάζουν έτσι στο ξαφνικά, να παίζουν το κομπολόι, μαζί με το θρόισμα των φύλων του πλάτανου, το γαργάρισμα του νερού της βρύσης, και τις αμέτρητες δεκοχτούρες που θα έλεγα επισκιάζανε τα άλλα δύο με το χαρακτηριστικό κου κουου κου! Κατά το μεσημέρι έγερνε η κατάσταση, με τα τραπέζια να γεμίζουν με μεζέδες με φρεσκοτηγανισμένους κεφτέδες, κομματάκια από τυρί, σαλάτες και ούζα! Τα ίδια το βράδυ, ένας κόσμος χωρίς πολλές σκοτούρες.

Πριν προλάβω καλά καλά να πάω στο σχολείο απέκτησα νέα παιχνίδια που όλη μέρα ήταν στα χέρια μου, το «καντήρι», το «τιμόνι» και φυσικά η «τόπα» όπως την έλεγαν κάπως θυμωτικά οι μεγαλύτεροι. Στην Αυστράλια το κύριο παιχνίδι ήταν το πατίνι που φτιάχναμε με ρουλεμάν και ξύλα, και σε δρόμους με άσφαλτο κι κατηφόρα αμολάγαμε, και γυρίζαμε με σπασμένα γόνατα. Το καντήρι αν και μου έμοιαζε κάπως απλοϊκό έκανε τη δουλειά του, ήταν μια μεταλλική στεφάνη, από βαρέλι ή ποδήλατο και με ένα ξύλο το ελέγχαμε. Ξυπόλυτος, με κοντό παντελονάκι και βρώμικα γόνατα συνήθως το τσούλαγα από το σπίτι και γύριζα από τη Κάτω ως την Επάνω αγορά. Βλέπαμε τους μεγαλύτερους στα μηχανάκια να μαρσάρουν στολισμένα σαν τις προβατίνες με χρωματιστές χάνδρες “μπουντζούκια” και χρωματιστά λεπτά λουράκια, έτσι κάποιος σκέφτηκε με ένα κλαδί, στολίζοντας το ανάλογα να φαίνεται σαν τιμόνι, και να μαρσάρουμε με το στόμα και να αμολάμε!

Πάνω από το καφενείο του Γιώργου Λούπου, ήταν ο σινεμάς και το θέατρο του χωριού. Πρόλαβα να παίξω ένα β' ρόλο στο δημοτικό, την καρακάξα που πετούσε και έφευγε μακριά από τη καραξοφωλιά, άλλες λεπτομέρειες δεν θυμάμαι, στην Αυστράλια σε παιδικό θέατρο μου έδωσαν πάλι ένα β' ρόλο που έκανα τον εξωγήινο που χόρευε τρελά!

Αλλά ο σινεμάς, μας έβγαζε από τη στενότητα του χωριού, βλέπαμε πως ήταν ο έξω κόσμος, η Αθήνα, τα νησιά, οι αγωνιστές του '21, το έπος του '40, αλλά και οι ταινίες Ουέστερν Μπαντ-Σπένσερ. Στην άλλη μακρινή χώρα έβλεπα ασπρόμαυρες παιδικές σειρές στη τηλεόραση. Κάθε Σάββατο έπαιζαν δύο έργα, την Κυριακή άλλα, την Τετάρτη άλλα. Ντυνόμασταν όπως στην εκκλησιά, βάζαμε τα καλά μας, αλλά όσο και να θέλαμε να είμαστε πάντα μέσα να μην χάνουμε έργο ήταν πράγμα αδύνατο. Δυόμιση δραχμές το παιδικό εισιτήριο ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν κάθε εβδομάδα, αν συνυπολογίσουμε πόσα θέλαμε για τα καθημερινά μας, μαζί και τα κόμικς από τα περίπτερα. Το χρηματικό βάρος το πλήρωναν οι ίδιοι και οι ίδιοι, έκανα γύρες από παππούδες, γιαγιάδες, θείους για να μαζέψω τα χρήματα, ξέχωρα μέσα θέλαμε άλλα και για το πασατέμπο. Αυτό το βιολί κάθε εβδομάδα, εκτός και αν με έσερνε ο πατέρας μου με το ζόρι Σαββατοκύριακο για ελιές και μέναμε στη αγροικία μας στην εξοχή και αναγκαστικά ξεκολλούσα.

Όλοι ήταν ερωτευμένοι με τη Βουγιουκλάκη, σε εμένα δεν έτυχε ευτυχώς δεν ξέρω τι της έβρισκαν, μου άρεσε αλλά μέχρι κει, αλλά τη πάτησα αλλού, μια φορά όμως φέραν και μια Γαλλική ταινία και μου ήρθε νταμπλάς, ερωτεύθηκα την πρωταγωνίστρια, την Κατρίν Ντενέβ, τι σεβντάς, πέρασε ένας χρόνος μέχρι να τη βγάλω από το μυαλό μου. Το κακό είχα βρει μια φωτογραφία της από στο Ρομάντζο και δεν ήταν εύκολο να τη ξεχάσω.

Στο σινεμά κάθισα δίπλα δίπλα, με το πρώτο μου παιδικό έρωτα, οι λέξεις που ξεστόμισα πρέπει να ήταν λιγότερες από τα δάκτυλα ενός χεριού. Ευτυχώς όταν παίζαμε αγόρια - κορίτσια ξεθάρρευα και μιλάγαμε περισσότερο!

Και ενώ οι μεγάλοι είχαν τα δικά τους να περνάει η ώρα στην αγορά, γύρο από το σινεμά παίζαμε καρτέλες με νομισματική μονάδα τα Όμπραξ, Μπλέκ, Τιραμόλα, Μίκυ Μάους και όλα τα υπόλοιπα, ή απλώς τα κάναμε ανταλλαγή. Έπεφτε πολύ ξύλο πολλές φορές, για τζουτζιές αλλά εκεί θα παίζαμε και πάλι.

Η πλατεία στο καφενείο Γεώργιου Λούπου

Ερχόμενοι στο μεγαλύτερο γεγονός του καλοκαιριού και της χρονιάς δεν ήταν άλλο από το Πανηγύρι της Αγίας Μαγδαληνής. Και τα άλλα δύο του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Γρηγορίου, ήταν σχετικά μεγάλα, αλλά όλοι μας περιμέναμε της Αγίας Μαγδαληνής, η κοσμοπλημμύρα ήταν εδώ. Όλος ο κόσμος από τα γύρω χωριά θα ερχόταν εδώ και μετά θα συνοπέρναν για το Κάμπο. 

Τόσα παιχνίδια δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, να στολίζουν την αγορά μέχρι μέσα στην αυλή της εκκλησίας, ατελείωτο πήγαινε έλα, γαμπρίσματα οι πιο μεγάλοι, να κοιτάμε, δεξιά και αριστερά και όλα τα παιδιά τρελαμένα από τη χαρά τους, αλλά τα πανηγύρια δεν ήταν μόνο για μας αλλά για τους μεγάλους, μουσικές, χοροί, πιοτό, κεράσματα, καυγάδες που κρατούσαν ως το πρωί. 

Πανηγύρι Αγίας Μαγδαληνής 22-1-1971, η κομπανία που παίζει για το Μπάλο

Το πανηγύρι αυτό κρατούσε 2-3 μέρες και στη πλατεία του καφενείου του Γεώργου Λούπου γινόταν ο «Μπάλος» μια χοροεσπερίδα που κρατούσε από παλιά. Η αριστοκρατία, και οι επίσημοι μπροστά μπροστά ντυμένοι σικ, και προς τα πίσω διαβαθμισμένοι κοινωνικά οι καλοί του χωριού. Πολύ στενά για να χωρέσουν όλοι και δούνε το υπερθέαμα από πάνω από το μπαλκόνι του σινεμά, μικρά μωρά, μαμάδες γιαγιάδες ήταν στριμωγμένοι σαν τζαμπιά από σταφύλια! Αν μη τι άλλο, μικροί που ήμασταν τρυπώναμε ανάμεσα σε όλους και τσουπ βγαίναμε μπροστά στη κομπανία, εκεί παρατηρούσα και έμαθα όλες τις φάτσες των μουσικάντιδων όπως του Κονδύλη, του Μπατζάκα, τα όργανα που έπαιζαν, που τραγουδούσαν στα μικρόφωνα, μου θύμισαν πολύ τους Monkees που έπαιζαν με τις κιθάρες τους και ήθελα να μοιάσω. Ήταν και αυτές οι όμορφες τραγουδίστριες, οι λεγόμενες «ντιζέζ» που κάπνιζαν και ήταν με τα μίνι, μου ξεσήκωναν το μυαλό και τη φαντασία, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με αυτό το απαγορευμένο να μην καπνίζουν οι γυναίκες. Πολύ αργότερα ένα παλιός μουζικάντης που τον ρώτησα θα μου έλεγε στο Μπάλο κρεμάγαμε ένα μεγάλο χασαπόχαρτο με το όλο πρόγραμμα που θα ακολουθούσαμε όλο το βράδυ, στην αρχή ελαφρά, βαλς, ταγκό, τσάρλεστον, φοξ τροτ, μετά σέικ, και μετά ελληνικοί χοροί, και προς το τέλος ζειμπέκικα και καρσιλαμάδες. Εμένα μου είχε κολλήσει στο μυαλό το σέικ που έπαιζαν συνεχώς! “Τι ζιζάνιο που είναι η γυναίκα”!. 

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Μέρος Γ'


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...