Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Συνέντευξη με τον Γιώργο Χατζημανώλη ή Καμπουρέλ















Τέλη του ’60. Γιώργος Μπατζάκας, μπουζούκι (Μεσαγρός), Κονδύλης Κωνσταντέλλιας, τζαζ (ντραμς), Γιάννης Αρβανιτάκης (ή Αγγελόπουλος από το Ίππειος), κιθάρα-τραγούδι, Νίκος Ζωγράφος, ακορντεόν (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Βερβέρης βιολί (ή Τουρκογιάννης, Πλωμάρι), Γιώργος Χατζημανώλης κιθάρα τραγούδι (δεξιά)


Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα

Το Γιώργο το Χατζημανώλη ή Καμπουρέλ, τον γνωρίζω από μικρός στο Τάρτι. Πριν αναλάβει τη ταβέρνα του να τη δουλέψει ο ίδιος, ο περισσότερος κόσμος τον γνώριζε, σαν τραγουδιστή. Τη δεκαετία του ’60 συμμετείχε με τη Γεραγώτικη κομπανία και ήταν ο τραγουδιστής τους. Από μικρός ασχολιόταν με το τραγούδι. Τραγουδούσε εξαιρετικά Αγγελόπουλο, Καζαντζίδη, Περπινιάδη της εποχής του ’60. Συνάμα από μικρός γύριζε όλα τα πανηγύρια και γνώριζε άριστα να τραγουδάει όλα τα παραδοσιακά της Λέσβου. Κάποια φορά είχα ανατριχιάσει όταν είπε το «Αμυγδαλάκι». Ήταν επίσης άριστος χορευτής των παραδοσιακών σκοπών της Λέσβου. Ξακουστός ήταν και πολλοί θα τον θυμούνται που έλεγε μανέδες. Κάποια φορά τον ρώτησα από πού τους έμαθε, και μου είπε ο πατέρας μου είχε γραμμόφωνο με πλάκες 78 στροφών μεταξύ των οποίων και του Σαμιώτη μανετζή Κώστα Ρούκουνα και από εκεί τους ξεσήκωνα. Πάντα όταν κατέβαινα στο καφενείο, θα με κερνούσε και θα με φώναζε κάπου μόνοι να μιλήσουμε τα της μουσικής που είχε μεγάλη αγάπη αλλά λίγο χρόνο.

Θα με ρωτούσε για τα μακάμια, το χιτζάζ και το ουσάκ πως θα τα παίξει στο μπουζούκι, και εγώ θα ρωτούσα για τις παλιές μουσικές και ιστορίες στο νησί μας. Είχε αδυναμία το σαντούρι, κι όταν έμαθε ότι η κόρη μου παίζει, την φώναξε και της έλεγε, παίξε Μυρσίνη ένα ταξιμάκι ή Μυτιληνιό τραγούδι, μετά ακούγοντάς τα έλεγε κοίτα το χέρι μου ανατριχιάζω που το ακούω. Τελευταία στο μυαλό μου ήρθε και το εξής περιστατικό. Ένα απόγευμα με πήρε τηλέφωνο στο Τάρτι και μου είπε έλα πάρε τη κιθάρα και η Μυρσίνη το σαντούρι σε μια ώρα θα είναι εδώ μια καλή παρέα. Η κόρη μου ντρεπόταν, τελικά πήγαμε. Πιάσαμε παίζαμε τα Μυτιληνιά και η παρέα ήρθε στο κέφι, και άρχισε να σηκώνεται να χορεύει, ο Γιώργος χωρίς μικρόφωνο συμπλήρωσε το τραγούδι. Μετά από κάποια στιγμή σηκώνεται ο ίδιος, ρίχνει χρήματα σαν τάμα προς εμάς και μας λέει παίξτε ένα καρσιλαμά να χορέψω.

Κάπως έτσι πάντα μερακλή τον έχω στη θύμησή μου.

Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε στις 30/7/2010 και ακούγοντας την νόμιζα όταν πάλι ήταν δίπλα μου και κουβεντιάζαμε.

Οι γονείς είχαν ρίζες μικράς ασίας;
Ήταν καθαρά Μυτιληνιοί η μάνα μου από το Τρίγωνα και Παπάδο και ο μπαμπάς μου Σκοπελιανός.

Ποια ήταν τα μουσικά ακούσματά σας;
Και οι δυο μου οι γονείς πάντα τραγουδούσαν αλλά όταν υπήρχε και μουσική τα δείναν όλα, να χορέψουν και να διατάξουν τα παλιά τραγούδια. Ο πατέρας μου άκουγε μανέδες και τους παλιούς καρσιλαμάδες,

Θυμάμαι αυτό:
«Το Καραντάσι στα καγιαλίκια»

Αχ Στο καραντάσι στο κρύο νερί
θα σε καρτερώ το μεσημέρι
Στο Καραντάσι στα καγιαλίκια
εκεί μου φάγανε τα μεταλλίκια


(Στο 5:22 ένα δείγμα μανέ σε σαμπάχ που έλεγε ο Γιώργος)

Εκατό δραχμές τη μέρα
, Τα μάρμαρα της πόλης, Θα κατέβω στο περγάμη, ήταν τοπικό τραγούδι.

Σαν μικρά μωρά ακούγαμε μόνο αυτά και σαν μεγαλώσαμε ανακαλύψαμε την ομορφιά του τραγουδιού και το γραμμόφωνο. Μέναμε εδώ στο Τάρτι, ένα χιλιόμετρο πιο πάνω, ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης και μετά έγινε καφετζής. Είχε δύο γραμμόφωνα 78 στροφών, ένα με χωνί και ένα άλλο βαλίτσα και ράδιο φίλπς, που με το γάιδαρο κουβαλάγαμε τις μπαταρίες με τα υγρά από το χωριό, εναλλάξ για να φορτίζονται εκεί. Η μπαταρία κρατούσε 5-6 μέρες.
Ποιες πλάκες είχε;
Είχε το μπάρμπα Κώστα το Ρούκουνα το Σαμιωτάκη



Δάκρυα πέφτουν σαν φωτιά, γύρω στα μάγουλά μου
και πέφτουνε στο στήθος μου, και κάβουν τη καρδιά μου

(μανές με τον Κώστα Ρούκουνα)




Δεν μου ’μεινε πλέον ζωή, στο κόσμο για να ζήσω
και λίγο λίγο φθείρομαι, ώσπου να ξεψυχήσω

(μανές με τον Παναγή Χαράλαμπο)

Και ακόμη ένα που θυμάμαι



Έβλεπα φίλους κι έλεγα, πως πάντα μ’ αγαπούσαν
μα αυτοί μπροστά μου γέλαγαν, και πίσω με μισούσαν
(μανές με τον Κώστα Ρούκουνα)

Σε δίσκους είχαμε το Βουρλιώτη (Παν. Χαράλαμπο) και μερικούς τούρκικους, Σμυρνέικα και καρσιλαμάδες. Εδώ στο καφενείο συνέχεια κούρδιζα το γραμμόφωνο και άλλαζα βελόνια. Δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε δρόμος…
Περνούσαν οι βάρκες γκοζολίνες από μακριά κάναν πολύ θόρυβο, και όταν τραγουδούσε ο πατέρας μου τον άκουγαν που τραβούσε τον μανέ από το γιαλό. Ακόμη και η μητέρα μου τραγουδούσε. Έτσι πήρα λίγο και από τους δύο.


Μεσαγρός δεκαετία του ’50. Νέοι έχουν στήσει υπαίθριο γλέντι.
Στο ζουρνά ο Παναγιώτης Καραδούκας και στο νταούλι ο Παρασκευάς Καραδούκας.

-Μου είχες πει μια ιστορία με το νταούλι και το ζουρνά που είχε παλαιότερα η Γέρα.
Από το Μεσαγρό, ο Παράσχος και ο Παναγιώτης Καραδούκας, αυτοί ήταν οι «νταβουλτζήδες». Γύριζαν τα πανηγύρια και όποιος τους αρπούσε. Αυτά τα δύο όργανα μπορούσαν να φέρουν αποτέλεσμα και να γλεντήσουν το κόσμο.
Μια φορά θυμάμαι ήμουν πιτσιρικάς στο πανηγύρι του Αγίου Γρηγορίου που γίνεται στις 10 Ιουλίου, τους πήρα και τους έφερα στο Τάρτι. Και συγκεκριμένα ο πατέρας μου έπινε ούζο με ένα φίλο του μέσα στην αυλή μας και τους έβαλα να παίξουν από μακριά το «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης». Ο πατέρας μου μέσα στα βνά ακούει την ορχήστρα να παίζει, και ήταν όλο χαρά και γέλια. Ω ρε έρχονται για μένα.
Ο ζουρνάς και το νταούλι ακούγονταν από το Αι Γληγόρ στο Τάρτι, ο δε ζουρνάς τσίριζε, το δεν νταούλι ακουγόταν ντουπ ντουπ. 



Πανηγύρι Αγίου Γρηγορίου, 10 Ιουλίου 1964 

Στέλιος Tαμβακέρας, Παναγιώτης Αναγνώστου «Λοχίας» (Δάσκαλος), Στρατής Ταμβακέρας, Γιώργος Χατζημανώλης

Στο Παπάδο ο πατέρας μου είχε ένα καφενείο μια «καρτσολί» και κάθε Σαββατοκύριακο έπερνε αυτούς τους δύο και παίζαν. Μαζεύονταν όλοι οι καλοί καλοί και χορεύαν τότε, γιατροί, δικηγόροι, του Παπάδου. Παίζαν ζειμπέκικα σαν το ΜΙ (Αϊβαλιώτικος) την Πέργαμο, καρσιλαμάδες τέτοια. Έπαιρνα μικρός το μηχανάκι και γύριζα όλα τα πανηγύρια, και δεκατεσσάρων χρονών χόρεψα μπροστά σε ορχήστρα. Έσκαψα με το γκασμά οχτακόσια δέντρα από μια δραχμή το δέντρο και πήρα οχτακόσιες δραχμές, έκανα ένα κοστούμι τετρακόσιες και τις άλλες τετρακόσιες τις έριξα στις 9 Μαρτίου στο πανηγύρι των Αγίων Σαράντα στο Τάρτι στην ορχήστρα στο καφενείο του Γιάννη Λούπου (στο μέσον της παραλίας).



-Τραγούδι έμαθες, το χορό ποιός στον έμαθε;
Αυτό έρχεται μοναχό του, πρέπει να το έχεις μέσα σου.
- Οι γονείς σου χορεύαν;
Βεβαίως, πάλι θυμάμαι των Αγίων Σαράντα στο Τάρτι, ο πατέρας μου σήκωσε τη μάνα μου να χορέψουν και δεν είχε χρήματα να ρίξει, και έκοψε μια διαταχτική και έδωσε στους μουσικάντες 700 οκάδες λάδι. Έκανε να παίρνει από του Κουκάρα του Τσάλε τη μηχανή στο Πλωμάρι λάδια, και έκοψε χαρτί στους Μπουρλήδες τους μουσικάντες από τη Πλαγιά. Σε όλα τα ντάμια που κατοικούσε ο κόσμος και μάζευε τις ελιές παίζαν τουμπερλέκια, με ένα γαζοτενεκέ ή ταψί γλεντούσαν.
- Εκτός από τον εαυτό σου, ποιούς θυμάσαι σαν καλούς χορευτές;
Μαζί μου ήταν ο Μιγδάλης ο Σιμανής (Σκόπελος). Όταν θα χόρευε σηκώνονταν επάνω ο κόσμος, και ο γαμπρός μου ο Τσαμουράς ο Μιλτιάδης.
-Ποιος χόρευε το καλύτερο ζεϊμπέκο; Θα έλεγα κι εγώ ήμουν απ’ αυτούς, αλλά όπως και προανέφερα ο Μιγδάλης και ο Μιλτιάδης ήταν από τους καλύτερους.

-Πως ξεκίνησες να τραγουδάς;
Πρώτα με τις παρέες μου, μετά βρέθηκα σε ένα ξενυχτάδικο που το λέγαν «Βράχο» στη Λαγκάδα στη Μυτιλήνη. Όταν τελείωσε η ορχήστρα προς το τέλος είπα ένα τραγούδι μόνος. Όλη η ορχήστρα σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου και μου είπαν αύριο να ’ρθεις για δουλειά. Την επομένη ήμουν εκεί και τραγούδησα, και την μεθεπόμενη το έμαθαν και στο χωριό, και κατέβηκε όλος ο Σκόπελος για να με ακούσει και να χορέψουν. Η ορχήστρα ήταν Παναγιώτης Ανδριώτης από το Σκόπελο που έπαιζε ντραμς αλλά κυρίως κιθάρα ήταν ο Μπόρος ο Κώστας που έπαιζε μπουζούκι, ο Ψύρρας ο Στρατής (Αγιασώτης) που έπαιζε σαντούρι, ένας Στρατής από την Αγιάσο που έπαιζε ακορνετόν και εγώ έπαιζα κιθάρα ακοπανιαμέντα όσο ήξερα γιατί ήμουν αρχάριος, γυναίκες που τραγουδούσαν, στο βιολί ο Χαριλής (Χαρίλαος Ρόδανος) από την Αγιάσο, μετά με διάφορες ορχήστρες στα πανηγύρια.

-Ποια ήταν τα συγκροτήματα που παίζατε στη Μυτιλήνη;

Εδώ στη Γέρα ήταν με το Γιώργο Μπατζάκα. Έπαιξα με τα «Καζίνα» τους Αγιασώτες, με το Χαριλή, με τους Πλωμαρίτες Μπουρλήδες, ακόμη και στην Αμερική βρήκα κάποιον Μπουρλή και δούλεψα μαζί του.

-Είναι το ίδιο πράγμα μανές και αμανές;

Ο μανές είναι όπως το έλεγε ο Κώστας Ρούκουνας ένα ολόκληρο τραγούδι με το στιχάκι του, ενώ αμανές είναι αυτό που μέσα σε κάποιο τραγούδι θα πει το αμαν αμαν όπως λέει ο Περπινιάδης το «Σεντονάκι».

-Στη Γέρα ποιοι άλλοι λέγανε μανέδες;

Ο κόσμος άκουγε και αυτά μάθαινε να λέει. Είχε κάποιους ανθρώπους στο Πέραμα, που λεγόταν Βισβίκηδες αδέρφια που ήρθαν από την Μικρά Ασία, τους άκουγες έλεγες θεέ μ και Παναγιάμ, τι φωνές είναι τούτες. Ακόμη και εδώ, υπήρχε ο Μήτσος ο Σπανιάς, παρότι πρίμος, έλεγες νάτος θα με ανατριχιάσει. Στη Γέρα αυτά ακουγόντουσαν, συρτοί, καρσιλαμάδες, και όχι τα ελαφρά τραγούδια του Τόνι Μαρούδα.

-Είχες πάει και στην Αμερική.
Είχα πάει μετανάστης και τραγουδούσα, με γράφαν σε κασέτες, πολύ με στενοχωρεί που δεν έχω κρατήσει κάποια να με ακούει ο κόσμος. Πριν να φύγω είχα προτάσεις να κάνω ηχογραφήσεις, παντρεύτηκα, και έφυγα στην Αμερική. Εκεί δούλεψα τριάμιση χρόνια μουσικός. Πέθαναν οι γονείς μου και σταμάτησα το τραγούδι

-Για τα σημερινά δεδομένα της μουσικής τι πιστεύεις;
Οι νέοι ακούνε τα δικά τους, αλλά όταν έρθει η ώρα να διασκεδάσουν ακούνε τα παλιά τα δικά μας, αυτά δεν θα χαθούνε ποτές.
-Ευχαριστώ Γιώργο που τα είπαμε.



Γέρα, 27 Αυγούστου, 1967, Στράτος Αγιακάτσικας, Δημήτρης Βούρος (Ζέπος), Παναγιώτης Κωνσταντακέλλης, Δημήτρης Μαυρογιάννης (Ντραμπαρίφας), Γιώργος Σπανιάς, Μιγδάλης Λαγουτάρης, Γιώργος Χατζημανώλης



1958. Ο νεαρός Γιώργος Χατζημανώλης με μοτοποδήλατο σαξ



Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Γιατί αγάπησα τον Σόλωνα Λέκκα










“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Γνήσιος ταπεινός γόνος της Λέσβου, με το βασιλικό στο αυτί, την κατσούλα στο κεφάλι, το κομπολόι και το τσιγάρο στα δουλεμένα χέρια, μια ματιά που σε διαπερνά, μετρημένη, θα καθόταν να βάλει το ρακί του και στην παρέα του να πει τον μανέ του, να βγάλει το μεράκι του. Να βρεθεί κάπου σ’ ένα κόσμο με τη φωνή του, να μας ταξιδέψει, να βγάλει το παράπονο, τον αναστεναγμό, να χαμηλώσει το κεφάλι, να πάρει ανάσα και να φέρει βόλτα το επόμενο τσάκισμα. Να σηκωθεί στον καρσιλαμά να χορέψει με τσαλίμια μετρημένα, να χτυπήσει το χέρι στη γη, να κάνει τη στροφή, χωρίς μαγκιές και σάλτα. 










Να γιατί αγάπησα έναν τέτοιο άνθρωπο, έτσι απλά, γιατί ήταν αληθινός, γιατί το βλέπαμε μπροστά στα μάτια μας, πότε στο τραγούδι του, πότε στις κουβέντες, στην ταπεινή του καταγωγή. Ναι αυτό είναι που όλοι μας είχαμε ανάγκη, ένα άνθρωπο αληθινό, αυτό που μας έλειπε κι αυτό που το συναντούσαμε σπάνια. Σαν μιλούσε στη γλώσσα του, τη μυτιληνιά, έβγαινε αληθινή, ζωντανή. Oι σκέψεις, τα σοφίσματά του, όλα μετρημένα, στην ώρα τους εκεί που έπρεπε. Τα παραπανίσια και τα σαχλά δεν τα μπόραγε και δεν τα ήθελε. 

Ένας άνθρωπος ζυμωμένος στην ύπαιθρο της Λέσβου. Που ήθελε να αρμέξει τη κατσίκα, να φτιάξει τυρί, να πεταλώσει το άλογο, να το καβαλικέψει, να σμιλέψει τη πέτρα, να χτίσει, να κάνει ένα μεροκάματο. Η εικόνα του Μυτιληνιού που χαίρεται τη ζωή, την κάθε στιγμή στο χωριό, στο κτήμα, στον μπαξέ, στον καφενέ.

Τα μουσικά του ακούσματα, παλιά μυτιληνιά και μικρασιάτικα τραγούδια, μανέδες που έμαθε κοντά σε παλιούς, τοπικά τραγούδια αποκριάτικα και λίγα ρεμπέτικα. Δεν είχε ενστερνιστεί το λαϊκό τραγούδι του ‘60-‘70 παρότι ήταν της γενιάς του. Έτσι ανόθευτος μας μετέφερε και μας δίδαξε τον ξεχασμένο μανέ και το μυτιληνιό τραγούδι ως σήμερα. Ο τρόπος που έλεγε το τραγούδι, ήταν γνήσιος, της παλιάς σχολής, της παρέας, και του γλεντιού στο τραπέζι, και όχι του θεάματος, της συναυλίας, που παρ’ όλα αυτά όταν βρισκόταν εκεί, έλεγε, «τραγουδώ ψεύτικα, δεν σας το κρύβω». Θα πει δεν είμαι μαθμένος με τα λεφτά, δεν αγαπώ τα λεφτά, και με τα λίγα μπορώ να ζήσω, δείγμα ταπεινοφροσύνης. Πολλοί πάντα είχαν την απορία με τα χρήματα, κάπου στην πορεία είχε πει:

«Με τα σημερινά δεδομένα, γύρω στα 100 με 150 ευρώ (παίρνω). Δεν έχω πάρει εγώ πολλά λεφτά. Έδωσα όμως πολλή και καλή μουσική στον κόσμο που ξέρει να την εκτιμά» Όπως λέει ο σκοπός:

“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Τελευταία φορά τον είδα πέρσι το καλοκαίρι, μπαίνοντας μέσα από την αγορά στο «Πανελλήνιο» στη Μυτιλήνη. Εκεί καθόταν μόνος και έπινε τον καφέ του, είχαμε κάνει κουβέντα παλαιότερα, τον χαιρέτησα, με κοίταξε να με θυμηθεί, «κάτσε να σε κεράσω». Ήμουν φορτωμένος τσάντες, δεν ήθελα να στρογγυλοκάτσω, «σ’ ευχαριστώ πολύ Σόλων, μια άλλη φορά» με χαιρέτησε και έφυγα. 

Ερχόμαστε και φεύγουμε, κάποιοι μένουν στη καρδιά μας και δεν είναι μόνο ο μανές που έλεγε, αλλά προπαντός ο άνθρωπος, ο Σόλων.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...