Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Του Στρατέλ’- Μια μικρή Πρωτοχρονιάτικη ιστορία


Ο Καριώνας και το Περιστέρι χιονισμένο

Ο Στρατής είχε όμορφα γαλανά μάτια, ήταν μικρόσωμος και δεν είχε το χαμόγελο ποτέ στα χείλη του, αλλά πέρα από αυτά ήταν πάντα άνιφτος, άπλυτος, μες τη γάζα. Τα ρούχα του τα ίδια και αυτά, παλιά ξεφτισμένα μπαλωμένα. Τα παπούτσια του, τρύπια, θέλανε κι αυτά μπάλωμα. Λίγα ήταν τα παιδιά που είχε φίλους, τον απόφευγαν, ήταν από τη λεγόμενη οικογένεια “παρακατιανών”, ακόμη και οι φτωχοί τους απέφευγαν. Είχε μια μικρότερη όμορφη αδερφούλα και η μάνα του μόλις είχε ξαναγεννήσει. Τα χέρια του σχεδόν ποτέ δεν πιάναν παράδες να πάρει μια καραμέλα ή κάτι της. Οι γονείς του δεν ξέρω πως τα βγάζανε πέρα, ευτυχώς που και που δέχονταν και καμιά βοήθεια από τους συγχωριανούς τους. Είχε μείνει στην ίδια τάξη όπως και μερικά άλλα παιδιά και έτσι τον γνώρισα, κάναμε παρέα, παίζαμε αμπάριζα, ή ποδόσφαιρο στη πίσω αυλή του σχολείου. Στο σχολείο δεν είχε ποτέ χρήματα για να πάρει ένα σιμίτι και άμα κανένα άλλο παιδί φιλοτιμούταν του έδινε ένα κομμάτι να φάει. Στη τάξη μέσα δεν ήξερε τι θα πει διάβασμα. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος τον ρώτησε πού ήταν η αντιγραφή και η ορθογραφία που έπρεπε νάχε κάνει, και εκείνος τον κοιτούσε αποσβολωμένος, δεν είχε ιδέα, ήταν σε άλλο κόσμο. Την επομένη έγινε το ίδιο και ο δάσκαλος που έχασε την υπομονή του, του τράβηξε το αυτί περιμένοντας την επ’αύριο να έρθει διαβασμένος. Την επομένη ούτε αυτό συνέβη, οπότε του ζήτησε να ανοίξει το χέρι του και μπροστά σε όλους, άρχισε να τον χτυπάει με τη βίτσα μήπως και συμμορφωθεί. Και ξανά την επομένη συνέβη το ίδιο, ο δάσκαλος πιο εξαγριωμένος του τράβηξε το αυτί, τον έδωσε παντού με τη βίτσα, κι αυτός έκλαιγε παθητικά απαρηγόρητος. Όλη η τάξη απλά κοιτούσε, μη ξέροντας τι να πει με όλο αυτό το σκηνικό. Ενδόμυχα έλεγα καλά που δεν τις τρώω εγώ, αλλά από την άλλη με έκανε να μισήσω τους δασκάλους του σχολείου, που λίγο ή πολύ είχαν παρόμοια συμπεριφορά στα παιδιά, που ποτέ δεν ασχολούνταν να μάθουν το γιατί και λυπόμουν αφάνταστα το Στρατή.

      Μια φορά συνέβη να φάω και εγώ μπόλικο ξύλο. Καθώς παίζαμε με έναν αδερφικό φίλο κυνηγητό, αυτός σκουντούφλησε και έπεσε χάμω, χτύπησε το γόνατο, θύμωσε και πήγε στο διευθυντή, και εκείνος χωρίς να ρωτήσει μου είπε να ανοίξω τα χέρια και μου έδωσε αρκετές ραβδιές και μετά μου έδωσε άλλες τόσες και στα πόδια. Έφυγα κλαίγοντας, παρόλα αυτά στο φίλο μου δεν κράτησα κακία.
      Μετά από αυτό που έκανε ο δάσκαλος στο Στρατή, αποφάσισα να τον φωνάξω στο επόμενο διάλειμμα για να κάνουνε μαζί την αντιγραφή, την ορθογραφία, και διάβασμα στο Αναγνωστικό, στην αριθμητική τα κατάφερνε λίγο. Έτσι την επομένη ο δάσκαλος δεν χρησιμοποίησε τη βίτσα, αφού μάλλον ο Στρατής συνετίστηκε. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω με το τόσο ξύλο που έφαγε γιατί δεν καθόταν να κάνει αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ίσως να παραιτήθηκε από αυτό που λέμε σχολείο, δεν ξέρω δεν κατάλαβα ποτέ. Δεν κατάλαβα και ποτέ γιατί και ο δάσκαλος δεν πήρε το Στρατή να κάνει όσα του ζήτησε σε κάποια άλλη ώρα μέσα στο σχολείο. Μετά από όλο αυτό έβαλα το Στρατή δίπλα μου στο θρανίο να τον βοηθώ όπως όπως. Δεν ήμουν δα και κανένας μαθητής του δέκα, ούτε έπαιρνα συνεχώς επαίνους όπως κάποια άλλα παιδιά της τάξης, αλλά ούτε και ο τελευταίος. Κάθε πρωί είχαμε τη συνήθεια με τα άλλα παιδιά να πηγαίνουμε νωρίτερα στο σχολείο για να παίξουμε μπάλα, αντί γι’ αυτό εγώ έπαιρνα τον Στρατή στη τάξη και τον βοήθαγα να κάνει ότι είχε ζητήσει ο δάσκαλος, και έτσι σταμάτησε να τρώει όλο αυτό το ξύλο. Τελικά πέρασε έστω και κουτσά τη τάξη. Βέβαια οι φίλοι και οι συμμαθητές μου με έβλεπαν με μισό μάτι που έκανα τόση παρέα με το παρακατιανό και καθόμουν μαζί του στο θρανίο αφού δεν τον ήθελαν, αλλά με τον καιρό κατάλαβαν ότι δεν είχε αλλάξει κάτι αφού στα παιχνίδια όλη μέρα ήμουν μαζί τους.
      Τα Χριστούγεννα σαν ήρθαν, πήγα με τους πιο κολλητούς φίλους και είπαμε τα κάλαντα. Τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το Περιστέρι από ψιλά, μας γνάντευε μαγευτικά ντυμένο στα λευκά, στο χωριό έριχνε αραιές νιφάδες, τα κεραμίδια κρέμονταν σταλακτίτες από πάγο, οι ντουσιμέδες στα σοκάκια είχαν πιάσει και αυτά και γλιστρούσες, το κρύο σε σούβλιζε. Έψαξα το Στρατή για να πούμε τα κάλαντα. Ντυθήκαμε όσο μπορούσαμε καλύτερα με πατατούκες, κασκόλ και γυρίσαμε παντού. Γυρίσαμε όσες γειτονιές μπορέσαμε και όταν τελειώσαμε είχαμε πουντιάσει, οι μύτες μας στάζανε, τα χέρια μας ήταν ροζιασμένα, παρόλο αυτά, όλο χαρά καθίσαμε παράμερα και στοιβάζαμε αλλού τις δεκάρες, αλλού τα μισέλια, τις δραχμές και τα λίγα δίδραχμα. Έτσι αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε και να μοιραστούμε από είκοσι δραχμές ο καθένας μας. Όμως άμα τον είδα με τα χρήματα στο χέρι φοβήθηκα ότι θα σκορπούσε στο πι και φι, και τον ρώτησα: «σου αρέσουν τα λουκάνικα» και μου είπε «ουυ πολύ!».
     Του λέω έλα δω να πάμε κάπου. Τον πήγα σε ένα χασαπιό που κρέμονταν φρέσκα χωριάτικα λουκάνικα που μοσχομύριζαν κύμινο!
   Μπήκαμε μέσα «Τι θέλουν τα παιδιά;» «λουκάνικα, βάλε μας δύο κιλά σε μένα και δύο στο Στρατή» χωρίς να μας ρωτήσει ο χασάπης τίποτε, μας έκοβε κι από λίγο με περιέργεια, μας τα τύλιξε στο χασαπόχαρτο πληρώσαμε και φύγαμε.
Φεύγοντας λέω έλα να πάρουμε λίγο φρέσκο ψωμί από το φούρνο του Σαμαρά, πήραμε από μια λαχταριστή ζεστή φρατζόλα. Μετά από κει με όσα μας περίσσεψαν πήραμε σοκολάτες και καραμέλες απ' το περίπτερο του Αρμενάκη. Στο τέλος γεμάτοι χαρά και χαμόγελο αποχαιρετηθήκαμε.
Το βράδυ φορτωμένοι στο τρίκυκλο του πατέρα μου ταμπουρωμένοι στα κασκόλ, στα σκουφιά και στις πατατούκες και ότι άλλο μας έσωζε από το κρύο, με την οικογένειά μου φύγαμε στο καρόδρομο για το Τάρτι, κάναμε πρωτοχρονιά εκεί, και την επομένη αρχίσαμε αμέσως να μαζεύουμε ελιές. Είχε κεραγί, μάζευα λίγες σε ένα μικρό καλαθάκι, έκαιγα κλαδιά και φύλλα, έψηνα τα λουκάνικα που είχα αγοράσει στη φωτιά και τσιμπολογούσα, αλλά προπαντός πυρωνόμουν από το ξεροβόριαδο.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...