Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Γιατί αγάπησα τον Σόλωνα Λέκκα










“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Γνήσιος ταπεινός γόνος της Λέσβου, με το βασιλικό στο αυτί, την κατσούλα στο κεφάλι, το κομπολόι και το τσιγάρο στα δουλεμένα χέρια, μια ματιά που σε διαπερνά, μετρημένη, θα καθόταν να βάλει το ρακί του και στην παρέα του να πει τον μανέ του, να βγάλει το μεράκι του. Να βρεθεί κάπου σ’ ένα κόσμο με τη φωνή του, να μας ταξιδέψει, να βγάλει το παράπονο, τον αναστεναγμό, να χαμηλώσει το κεφάλι, να πάρει ανάσα και να φέρει βόλτα το επόμενο τσάκισμα. Να σηκωθεί στον καρσιλαμά να χορέψει με τσαλίμια μετρημένα, να χτυπήσει το χέρι στη γη, να κάνει τη στροφή, χωρίς μαγκιές και σάλτα. 










Να γιατί αγάπησα έναν τέτοιο άνθρωπο, έτσι απλά, γιατί ήταν αληθινός, γιατί το βλέπαμε μπροστά στα μάτια μας, πότε στο τραγούδι του, πότε στις κουβέντες, στην ταπεινή του καταγωγή. Ναι αυτό είναι που όλοι μας είχαμε ανάγκη, ένα άνθρωπο αληθινό, αυτό που μας έλειπε κι αυτό που το συναντούσαμε σπάνια. Σαν μιλούσε στη γλώσσα του, τη μυτιληνιά, έβγαινε αληθινή, ζωντανή. Oι σκέψεις, τα σοφίσματά του, όλα μετρημένα, στην ώρα τους εκεί που έπρεπε. Τα παραπανίσια και τα σαχλά δεν τα μπόραγε και δεν τα ήθελε. 

Ένας άνθρωπος ζυμωμένος στην ύπαιθρο της Λέσβου. Που ήθελε να αρμέξει τη κατσίκα, να φτιάξει τυρί, να πεταλώσει το άλογο, να το καβαλικέψει, να σμιλέψει τη πέτρα, να χτίσει, να κάνει ένα μεροκάματο. Η εικόνα του Μυτιληνιού που χαίρεται τη ζωή, την κάθε στιγμή στο χωριό, στο κτήμα, στον μπαξέ, στον καφενέ.

Τα μουσικά του ακούσματα, παλιά μυτιληνιά και μικρασιάτικα τραγούδια, μανέδες που έμαθε κοντά σε παλιούς, τοπικά τραγούδια αποκριάτικα και λίγα ρεμπέτικα. Δεν είχε ενστερνιστεί το λαϊκό τραγούδι του ‘60-‘70 παρότι ήταν της γενιάς του. Έτσι ανόθευτος μας μετέφερε και μας δίδαξε τον ξεχασμένο μανέ και το μυτιληνιό τραγούδι ως σήμερα. Ο τρόπος που έλεγε το τραγούδι, ήταν γνήσιος, της παλιάς σχολής, της παρέας, και του γλεντιού στο τραπέζι, και όχι του θεάματος, της συναυλίας, που παρ’ όλα αυτά όταν βρισκόταν εκεί, έλεγε, «τραγουδώ ψεύτικα, δεν σας το κρύβω». Θα πει δεν είμαι μαθμένος με τα λεφτά, δεν αγαπώ τα λεφτά, και με τα λίγα μπορώ να ζήσω, δείγμα ταπεινοφροσύνης. Πολλοί πάντα είχαν την απορία με τα χρήματα, κάπου στην πορεία είχε πει:

«Με τα σημερινά δεδομένα, γύρω στα 100 με 150 ευρώ (παίρνω). Δεν έχω πάρει εγώ πολλά λεφτά. Έδωσα όμως πολλή και καλή μουσική στον κόσμο που ξέρει να την εκτιμά» Όπως λέει ο σκοπός:

“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Τελευταία φορά τον είδα πέρσι το καλοκαίρι, μπαίνοντας μέσα από την αγορά στο «Πανελλήνιο» στη Μυτιλήνη. Εκεί καθόταν μόνος και έπινε τον καφέ του, είχαμε κάνει κουβέντα παλαιότερα, τον χαιρέτησα, με κοίταξε να με θυμηθεί, «κάτσε να σε κεράσω». Ήμουν φορτωμένος τσάντες, δεν ήθελα να στρογγυλοκάτσω, «σ’ ευχαριστώ πολύ Σόλων, μια άλλη φορά» με χαιρέτησε και έφυγα. 

Ερχόμαστε και φεύγουμε, κάποιοι μένουν στη καρδιά μας και δεν είναι μόνο ο μανές που έλεγε, αλλά προπαντός ο άνθρωπος, ο Σόλων.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...