Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Του Στρατέλ’- Μια μικρή Πρωτοχρονιάτικη ιστορία


Ο Καριώνας και το Περιστέρι χιονισμένο

Ο Στρατής είχε όμορφα γαλανά μάτια, ήταν μικρόσωμος και δεν είχε το χαμόγελο ποτέ στα χείλη του, αλλά πέρα από αυτά ήταν πάντα άνιφτος, άπλυτος, μες τη γάζα. Τα ρούχα του τα ίδια και αυτά, παλιά ξεφτισμένα μπαλωμένα. Τα παπούτσια του, τρύπια, θέλανε κι αυτά μπάλωμα. Λίγα ήταν τα παιδιά που είχε φίλους, τον απόφευγαν, ήταν από τη λεγόμενη οικογένεια “παρακατιανών”, ακόμη και οι φτωχοί τους απέφευγαν. Είχε μια μικρότερη όμορφη αδερφούλα και η μάνα του μόλις είχε ξαναγεννήσει. Τα χέρια του σχεδόν ποτέ δεν πιάναν παράδες να πάρει μια καραμέλα ή κάτι της. Οι γονείς του δεν ξέρω πως τα βγάζανε πέρα, ευτυχώς που και που δέχονταν και καμιά βοήθεια από τους συγχωριανούς τους. Είχε μείνει στην ίδια τάξη όπως και μερικά άλλα παιδιά και έτσι τον γνώρισα, κάναμε παρέα, παίζαμε αμπάριζα, ή ποδόσφαιρο στη πίσω αυλή του σχολείου. Στο σχολείο δεν είχε ποτέ χρήματα για να πάρει ένα σιμίτι και άμα κανένα άλλο παιδί φιλοτιμούταν του έδινε ένα κομμάτι να φάει. Στη τάξη μέσα δεν ήξερε τι θα πει διάβασμα. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος τον ρώτησε πού ήταν η αντιγραφή και η ορθογραφία που έπρεπε νάχε κάνει, και εκείνος τον κοιτούσε αποσβολωμένος, δεν είχε ιδέα, ήταν σε άλλο κόσμο. Την επομένη έγινε το ίδιο και ο δάσκαλος που έχασε την υπομονή του, του τράβηξε το αυτί περιμένοντας την επ’αύριο να έρθει διαβασμένος. Την επομένη ούτε αυτό συνέβη, οπότε του ζήτησε να ανοίξει το χέρι του και μπροστά σε όλους, άρχισε να τον χτυπάει με τη βίτσα μήπως και συμμορφωθεί. Και ξανά την επομένη συνέβη το ίδιο, ο δάσκαλος πιο εξαγριωμένος του τράβηξε το αυτί, τον έδωσε παντού με τη βίτσα, κι αυτός έκλαιγε παθητικά απαρηγόρητος. Όλη η τάξη απλά κοιτούσε, μη ξέροντας τι να πει με όλο αυτό το σκηνικό. Ενδόμυχα έλεγα καλά που δεν τις τρώω εγώ, αλλά από την άλλη με έκανε να μισήσω τους δασκάλους του σχολείου, που λίγο ή πολύ είχαν παρόμοια συμπεριφορά στα παιδιά, που ποτέ δεν ασχολούνταν να μάθουν το γιατί και λυπόμουν αφάνταστα το Στρατή.

      Μια φορά συνέβη να φάω και εγώ μπόλικο ξύλο. Καθώς παίζαμε με έναν αδερφικό φίλο κυνηγητό, αυτός σκουντούφλησε και έπεσε χάμω, χτύπησε το γόνατο, θύμωσε και πήγε στο διευθυντή, και εκείνος χωρίς να ρωτήσει μου είπε να ανοίξω τα χέρια και μου έδωσε αρκετές ραβδιές και μετά μου έδωσε άλλες τόσες και στα πόδια. Έφυγα κλαίγοντας, παρόλα αυτά στο φίλο μου δεν κράτησα κακία.
      Μετά από αυτό που έκανε ο δάσκαλος στο Στρατή, αποφάσισα να τον φωνάξω στο επόμενο διάλειμμα για να κάνουνε μαζί την αντιγραφή, την ορθογραφία, και διάβασμα στο Αναγνωστικό, στην αριθμητική τα κατάφερνε λίγο. Έτσι την επομένη ο δάσκαλος δεν χρησιμοποίησε τη βίτσα, αφού μάλλον ο Στρατής συνετίστηκε. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω με το τόσο ξύλο που έφαγε γιατί δεν καθόταν να κάνει αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ίσως να παραιτήθηκε από αυτό που λέμε σχολείο, δεν ξέρω δεν κατάλαβα ποτέ. Δεν κατάλαβα και ποτέ γιατί και ο δάσκαλος δεν πήρε το Στρατή να κάνει όσα του ζήτησε σε κάποια άλλη ώρα μέσα στο σχολείο. Μετά από όλο αυτό έβαλα το Στρατή δίπλα μου στο θρανίο να τον βοηθώ όπως όπως. Δεν ήμουν δα και κανένας μαθητής του δέκα, ούτε έπαιρνα συνεχώς επαίνους όπως κάποια άλλα παιδιά της τάξης, αλλά ούτε και ο τελευταίος. Κάθε πρωί είχαμε τη συνήθεια με τα άλλα παιδιά να πηγαίνουμε νωρίτερα στο σχολείο για να παίξουμε μπάλα, αντί γι’ αυτό εγώ έπαιρνα τον Στρατή στη τάξη και τον βοήθαγα να κάνει ότι είχε ζητήσει ο δάσκαλος, και έτσι σταμάτησε να τρώει όλο αυτό το ξύλο. Τελικά πέρασε έστω και κουτσά τη τάξη. Βέβαια οι φίλοι και οι συμμαθητές μου με έβλεπαν με μισό μάτι που έκανα τόση παρέα με το παρακατιανό και καθόμουν μαζί του στο θρανίο αφού δεν τον ήθελαν, αλλά με τον καιρό κατάλαβαν ότι δεν είχε αλλάξει κάτι αφού στα παιχνίδια όλη μέρα ήμουν μαζί τους.
      Τα Χριστούγεννα σαν ήρθαν, πήγα με τους πιο κολλητούς φίλους και είπαμε τα κάλαντα. Τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το Περιστέρι από ψιλά, μας γνάντευε μαγευτικά ντυμένο στα λευκά, στο χωριό έριχνε αραιές νιφάδες, τα κεραμίδια κρέμονταν σταλακτίτες από πάγο, οι ντουσιμέδες στα σοκάκια είχαν πιάσει και αυτά και γλιστρούσες, το κρύο σε σούβλιζε. Έψαξα το Στρατή για να πούμε τα κάλαντα. Ντυθήκαμε όσο μπορούσαμε καλύτερα με πατατούκες, κασκόλ και γυρίσαμε παντού. Γυρίσαμε όσες γειτονιές μπορέσαμε και όταν τελειώσαμε είχαμε πουντιάσει, οι μύτες μας στάζανε, τα χέρια μας ήταν ροζιασμένα, παρόλο αυτά, όλο χαρά καθίσαμε παράμερα και στοιβάζαμε αλλού τις δεκάρες, αλλού τα μισέλια, τις δραχμές και τα λίγα δίδραχμα. Έτσι αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε και να μοιραστούμε από είκοσι δραχμές ο καθένας μας. Όμως άμα τον είδα με τα χρήματα στο χέρι φοβήθηκα ότι θα σκορπούσε στο πι και φι, και τον ρώτησα: «σου αρέσουν τα λουκάνικα» και μου είπε «ουυ πολύ!».
     Του λέω έλα δω να πάμε κάπου. Τον πήγα σε ένα χασαπιό που κρέμονταν φρέσκα χωριάτικα λουκάνικα που μοσχομύριζαν κύμινο!
   Μπήκαμε μέσα «Τι θέλουν τα παιδιά;» «λουκάνικα, βάλε μας δύο κιλά σε μένα και δύο στο Στρατή» χωρίς να μας ρωτήσει ο χασάπης τίποτε, μας έκοβε κι από λίγο με περιέργεια, μας τα τύλιξε στο χασαπόχαρτο πληρώσαμε και φύγαμε.
Φεύγοντας λέω έλα να πάρουμε λίγο φρέσκο ψωμί από το φούρνο του Σαμαρά, πήραμε από μια λαχταριστή ζεστή φρατζόλα. Μετά από κει με όσα μας περίσσεψαν πήραμε σοκολάτες και καραμέλες απ' το περίπτερο του Αρμενάκη. Στο τέλος γεμάτοι χαρά και χαμόγελο αποχαιρετηθήκαμε.
Το βράδυ φορτωμένοι στο τρίκυκλο του πατέρα μου ταμπουρωμένοι στα κασκόλ, στα σκουφιά και στις πατατούκες και ότι άλλο μας έσωζε από το κρύο, με την οικογένειά μου φύγαμε στο καρόδρομο για το Τάρτι, κάναμε πρωτοχρονιά εκεί, και την επομένη αρχίσαμε αμέσως να μαζεύουμε ελιές. Είχε κεραγί, μάζευα λίγες σε ένα μικρό καλαθάκι, έκαιγα κλαδιά και φύλλα, έψηνα τα λουκάνικα που είχα αγοράσει στη φωτιά και τσιμπολογούσα, αλλά προπαντός πυρωνόμουν από το ξεροβόριαδο.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Σκόπελος - Κάτω Αγορά - Τσαρσί (Μέρος Γ')

(Από το διπλανό χωριό Μεσαγρός όπου ζωγράφισε ο Θεόφιλος σε ψωμαδιό)
Άλλος ένας αγαθός, τρελός μποϊλής τύπος που αλλογύριζε όλη μέρα στην αγορά και τον αγαπούσε πολύ ο κόσμος, ήταν του «Κουτσέλ του τσιρακέλ». Κυκλοφορούσε στη κάτω αγορά, πότε στο μιναρέ και πότε στο φαρμακείο του Στέλιου Ευαγγελινού που τον έκανε παρέα και χάζι, άλλοι τον πείραζαν καλοκάγαθα και άλλοι με χοντράδες, απ’ όλους ζητούσε τσιγάρο. Μια φορά ήρθε και σε μένα αναπάντεχα και καθώς ήταν δυο μπόγια μεγαλύτερός μου, δεν τον ήξερα, τρόμαξα και με εξέπληξε όταν με ρώτησε με το γλυκό και απονήρευτο ύφος: «έχς κανένα τσιγαρέλ α μ’δώγς»; Τον βάζαν και έκανε κάποιες μικροδουλειές, βοηθούσε το σκουπιδιάρη τον Παπαδάκη με το κάρο του και έτσι μάζευε καμιά δραχμή για τα τσιγάρα και τους καφέδες που έπινε. Στη πάνω αγορά τακίμιαζε με το Βαγγέλη το καντηλανάφτη. Αυτός τον έβαζε να σηκώνει τα εξαπτέρυγα στις κηδείες για να βγάζει άλλο ένα χαρτζιλίκι. Μια φορά ήταν μπροστάρης σε μια κηδεία σηκώνοντας το εξαπτέρυγο και καθώς βάδιζαν προς τα μνημόρια, βρέθηκε μπροστά ένας γάιδαρος να κάθεται, να φράζει το δρόμο και να μη κουνιέται. Τότε του Κουστέλ άρχισε να του φωνάζει για να φύγει και αυτός να μένει ακίνητος, τότε με το εξαπτέρυγο άρχισε να τον κυνηγάει. Αφήκαν όλοι τα κλάματα και πιάσανε τα γέλια, τεθλιμμένοι και μη, το συμβάν αυτό το λέγανε χρόνια! 
Του Κουστέλ
 Σε λίγο μόλις διάστημα έμαθα όλους τους δρόμους της αγοράς, και τα γύρω σοκάκια απ’το σπίτι μας. Στην Αυστραλία, λίγο πιο μικρός νομίζοντας ότι ήξερα τους δρόμους τριγύρω από το σπίτι κατάφερα να χαθώ και να με περιμαζέψει μια αστυνομικίνα και να με πάει στο τμήμα με το αυτοκίνητό της. Οι δικοί μου είχαν σκάσει από τη στενοχώρια και με βρήκαν να παίζω με αυτοκινητάκια που μου είχαν δώσει οι αστυνόμοι στο τμήμα. Ο πατέρας μου ήταν όλο θυμό και έτοιμος να με κάνει μαύρο στο ξύλο! Μπήκαν μπροστά οι θείες μου και τη γλίτωσα.
Κάνοντας τα καθημερινά θελήματα της μάνας μου έμαθα και τα μαγαζιά της  αγοράς. Απέναντι από το Σπάρταλη ήταν το ζαχαροπλαστείο του «Σκαρλάτου», πώς να μη μάθεις τα γλυκά, τις πάστες, τα κανταΐφια, τα τρίγωνα και τη περίφημή του μπακλαβού, από κεί το καϊμακλήδικο γιαούρτι και το σπιτικό παγωτό!
 (Ψωμαδιό στο Πέραμα Γέρας)
Αλλά αυτό που με είχε σχεδόν κάθε μέρα πελάτη ήταν το ψωμαδιό, εκείνο του Σαμαρά με το μοσχομυριστό ψωμί, που έβγαινε αχνιστό, να καίει μέσα από το πυρωμένο φούρνο που ήταν με πυρήνα. Είχα μαζί τη τσάντα που είχε ράψει η μάνα μου και είτε έκαιγε ή όχι μπορούσα να το πάρω. Το ψωμί ήταν τόσο λαχταριστό που μέχρι να φτάσω σπίτι, πολλές φορές είχα ξεγωνιδιάσει ένα και φώναζε η μάνα μου! Απ’ έξω υπήρχε άκαυτη πυρήνα, συνήθως ήταν ριγμένη στο ντουσιμέ, κατευθείαν από το λιοτρίβι, που ανέδυε τη χαρακτηριστική βαριά μυρουδιά του ψωμαδιού. Στο σκοτεινό και μαυρισμένο χώρο του ψωμαδιού οι πινακωτές πότε γεμάτες και πότε αδειανές, τα μισόκιλα και τα στρογγυλά καρβέλια του κιλού στοιβαγμένα στα ξύλινα ράφια ολόφρεσκα ή στα μεγάλα καλάθια και παραδίπλα οι νταμπλάδες με άλλα ψωμιά και παξιμάδια. Κάπου στο τοίχο ήταν και οι τιμές από τα διάφορα ψωμιά, γραμμένες σε μια μαύρη πινακίδα με κιμωλία, πόσο κάνουν τα ψηστικά, σε δραχμές και δεκάρες. Θυμάμαι και την έκφραση, που λέγαν τότε «το ψωμί κάνει τρεις και εξήντα..». Από κεί αγοράζαμε και τη πυρήνα για το μαγκάλι μας, ενώ στην Αυστραλία είχαμε φυσικό αέριο. Οι εργάτες με τα άσπρα ρούχα, πάντα μες το αλεύρι φούρνιζαν και ξεφούρνιζαν καταϊδρωμένοι, και μες στο αλεύρι θα μας δίναν τα ρέστα. Όταν ερχόταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, η μάνα μας, μας έστελνε να πάμε ένα μεγάλο ταψί με φαγητό για ψήσιμο σκεπασμένο στη λαδόκολλα ή κουλούρες τσουρέκι με το κόκκινο αυγό ανάμεσα, γινόταν το αδιαχώρητο έπαιρνες χαρτάκι για να μην μπερδευτούν τόσα ταψιά. Τα πρωινά πολλές φορές περνούσαμε να πάρουμε κουλούρια ή σιμίτι πασαλειμμένο με ζάχαρη. Ώ τι ωραίο!!! Μέχρι να φθάσουμε στο σχολείο δεν είχε μείνει τίποτα!
Λίγο πιο κάτω αριστερά ήταν μαγαζί του Αρμενάκη, που είχε λίγο απ’ όλα, τσιγάρα, γλυκά για παιδιά ως και λαχανικά. Με έστελνε εκεί ο παππούς μου ο Σαράντος να του αγοράσω τσιγάρα «Τέλειον» ή «Πρώτο» που ξεβρωμολογούσαν όταν τα κάπνιζε, αλλά πάντα μου έδινε και παραπάνω χρήματα χαρτζιλίκι, και αγόραζα καμιά καραμέλα. 

Το μαγαζί όμως που τα είχε όλα και όλο εκεί τριγύρναγα ήταν του Γιάννη Σεβίλη. Ήταν «Γαλακτοπωλείο», «Ζαχαροπλαστείο», «Λαχειοπωλείο», «Πρακτορείο Προπό», «Τηλεγραφείο», «Τηλεφωνείο», «Ταχυδρομείο» «Καπνοπωλείο» αλλά πιο πολύ πήγαινα εκεί γιατί ήταν «Πρακτορείο Εφημερίδων και Περιοδικών»! 
           Απέναντι ήταν το κουρείο του Στρατή Μουστάκα, εκεί πήγαινε ο παππούς και ο πατέρας μου, ήταν φίλοι από ένα κτήμα που είχε στο Τάρτι και ερχόταν το καλοκαίρι, έτσι έμαθα σ’ αυτόν να πηγαίνω για κούρεμα. Στην Αυστραλία ο πατέρας μου είχε μια χειροκίνητη μηχανή κουρέματος και μας «κούρευε με τη ψιλή», καμιά φορά και κανένα ξαδερφάκι ή κανέναν άλλο μικρό αν του τον φέρνανε, γλίτωνε να μας τρέχει σε κουρεία και ξοδιάζεται κάθε μήνα!

Στο τριγωνικό σταυροδρόμι που ήταν τα προηγούμενα μαγαζιά, ένωνε μια φρίτζα με το ριχτό σαλκίμι, την εποχή που ήταν ανθισμένο τσαμπιά τσαμπιά με τα μώβ λουλούδια του, ανέδυε παντού το άρωμα και από κάτω δεξιά και αριστερά ήταν τραπεζάκια έξω και οι μερακλήδες έπιναν το καφέ τους και χάζευαν αυτούς που περπατάγανε στους αιώνιους χιλιοπατημένους ντουσιμέδες. Εδώ ήταν και το καφενείο του Καλάργαλη μικρασιάτης, μέσα είχε ένα τζουκ μπόξ που έπαιζε πότε πότε καμιά πλάκα, καναπέδες παλαιού τύπου και ένα βιολί κρεμασμένο, ο καφετζής άμα καμιά φορά βρισκόταν στα κέφια το κατέβαζε και έδινε καμιά δοξαριά. Είχε την παλιά αισθητική, ήταν από τα ήσυχα καφενεία, μάζευε αρκετό καλό κόσμο που έπαιζαν χαρτιά και τάβλι και η μικρή κουζίνα συμπλήρωνε με μεζέ. Στέκι του παππού μου, αλλά και ενός θείου μου του Γιώργου Ρίζου μικρασιάτης αυτός, που ήταν συνταξιούχος χωροφύλαξ που κρατούσε το ψαρωτικό ύφος για να δείχνει ακόμη ότι είναι η εξουσία. Ήταν παντρεμένος με την αδερφή της γιαγιάς μου Ανδρομάχης, τη Μαρία. Άμα με πετύχαινε στην αγορά, με φώναζε – έλα δω έχω κάτι για σένα! –  μες το μυαλό μου έλεγα «ώχ πάλι δεν τη γλιτώνω!». Μπροστά σε όλους έδειχνε που θα πάει το τρόπαιο από το τάβλι και με εξανάγκαζε να φάω το κερδισμένο λουκούμι, ή με φόρτωνε με τα ψώνια του, να τα πάω σπίτι του και να συνεχίσει να παίζει, μου έδινε καμιά πενταροδεκάρα χαρτζιλίκι και το χειρότερο απ’ όλα η θεία μου, για το χισμέτ (εξυπηρέτηση) που έκανα, με πλήρωνε σε είδος, άνοιγε ένα κουτί πάλι με λουκούμια που είχε κερδίσει ο θείος. Από τότε μη μου πεις για λουκούμια

Λίγο παραδίπλα από το καφενείο του Καλάργαλη προς τη πάνω αγορά ήταν, λες και στεκόταν στο πουθενά, ο τούρκικος μιναρές, για μας το μέρος που παίζαμε και στήναμε τις μπίλιες (εδώ έμαθα τα λέγαν κοϊνάτσα) τα λιλιά και τα μπουντζούκια. Πρώτη φορά που τον πρωτοείδα απόρησα πολύ, τόσο για το ύψος, όσο και τι χρησίμευε. Έτσι μου είπαν τι είναι και ό,τι όταν ήταν ακόμη εδώ τούρκοι, ανέβαινε ο Χότζας στον εξώστη και κάποιες ώρες της ημέρας, με φωνή σαν αμενετζή καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. Ότι είχαμε τετρακόσια χρόνια τουρκοκρατίας και ατελείωτους πολέμους και δυστυχίες και ότι το χωριό μας παλαιότερα, σχεδόν μισοί του κάτοικοι ήταν τούρκοι, όπως και το διπλανό χωριό ο Μεσαγρός. Πριν πολλά χρόνια ο παιδαγωγός από το χωριό μας Μίλτος Κουντουράς, που έζησε τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας αναθυμάται με νοσταλγία το Χότζα που καλούσε τους πιστούς σε προσευχή από το μιναρέ. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ο ακάλυπτος χώρος που έγινε πλατεία ήταν η θέση ενός μεγάλου τζαμιού, μαζί με τον εναπομείναντα μιναρέ. Το τζαμί κατέρρευσε ή το γκρέμισαν πριν το ’40.
Εκτός του ότι παίζαμε γύρω από το μιναρέ, ανεβαίναμε και κατεβαίναμε στη στριφτή εσωτερική σκάλα και φθάναμε στον εξώστη και κοιτούσαμε από ψιλά, ήταν φτιαγμένος από σκληρή πέτρα και όχι όπως αυτή του Μεσαγρού. Ο μιναρές την εποχή της τουρκικής εισβολής της Κύπρου, με κάποιο πρόσχημα ότι γέρνει και είναι επικίνδυνος, επί προεδρίας Κουλαγίνη γκρεμίστηκε, θυμάμαι μάλιστα ήμουν παρών σ’αυτό το γεγονός..
Επίσης έμαθα αργότερα, ότι από τα λίγα απομεινάρια του ήταν η καγκελόπορτά του, που υπάρχει και σήμερα ως πόρτα εισόδου στο δημοτικό σχολείο του Σκοπέλου.

Από το κάτω δρόμο ή αν περπατήσεις στα εναπομείναντα σκαλοπάτια του τζαμιού πας στη «Μηχανή της Λίντας ή του Αυγερινόπουλου», το λιοτρίβι. Εκεί με πήγε πρώτη φορά ο πατέρας μου όταν είχε να αλέσει ελιές. Το μόνο που ήξερα, στην Αυστραλία, ήταν ότι το τραπέζι μας σε όλα τα φαγητά είχε μπόλικο λάδι και πάντα υπήρχε και ένα πιάτο ελιές. Εδώ είδα και έμαθα ότι όλα τα βουνά, οι πλαγιές και ο κάμπος είναι γεμάτες ελιές, πεζούλια, και τις μαζεύουμε μια μια στο καλάθι με πολύ κόπο, για να γίνουν τσουβάλι. Να έρθουν εδώ να ξεπλυθούν, να τις πάνε στις διπλές μυλόπετρες και μετά η πολτοποιημένη ελιά με ζεματιστό νερό να μπει σε τσουπιά και να συμπιεσθεί από πρέσες και λίγο από λίγο να βγαίνει το άγουρο χρυσοπράσινο λάδι.
Την ώρα που άλεθαν τις ελιές μας, ένας εργάτης μας έψηνε φρέσκο ψωμί «καπίρα» σε ένα μαγκάλι και μετά το έβαλε κάτω από εκεί που έβγαινε το φρεσκοαλεσμένο ζεστό αγουρέλαιο και μας έδωσε να φάμε. Τι όμορφο! Από τις ελιές θα παίρναμε το λάδι του σπιτιού, αλλά και για εισόδημα. Η σχέση του χωριού με την ελιά δεν είναι τωρινή. Αργότερα από ένα βιβλίο που διάβασα του Μάκη Αξιώτη λέει ότι σε μια επιγραφή που βρέθηκε στη περιοχή, αναγραφόταν στο κτηματολόγιο της εποχής επί Διοκλητιανού (Ρωμαϊκούς χρόνους) το 300-400μ.Χ. όπου αναφέρει Χωρίον Σκόπελος, αμπέλων και ελαίων γύροι….δηλαδή πεζούλια.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

To Χωριό, η Κάτω Αγορά – το Τσαρσί (Μέρος Β')


Η συνέχεια από το προηγούμενο Μέρος Α'

Ταξιδεύαμε με το «Άδωνις», έτσι προσθέσαμε μια ακόμη ημέρα σε πλοίο, αλλά τι ψυχή μπορεί να έχει μια μέρα ακόμη; Πρωί πρωί οι καμαρότοι και τα χωνιά μας ξύπνησαν.
«Σε λίγο φθάνουμε στη Μυτιλήνη να ετοιμάζεσθε για την αποβίβασή σας»! Ντυθήκαμε, νυφτήκαμε, ετοιμασθήκαμε όπως όπως, τρέξαμε βιαστικά έξω στο κατάστρωμα και αγναντεύαμε απ’αλάργα το νησί, τα παράλια, τα γαληνεμένα νερά, τις σκόρπιες ψαρόβαρκες, τους γλάρους που κάναν βόλτες και όταν πλησιάζαμε, τα σπιτάκια ξεπρόβαλαν δώθεν κείθεν, ανάμεσα στις κατάφυτες βουνοπλαγιές από δέντρα, θα μάθαινα σε λίγο τι ήταν. Το πλοίο προχωρούσε με τον υπόκωφο θόρυβο της μηχανής, σχίζοντας τα νερά και από μακριά η πόλη άρχισε να αχνοφαίνεται σαν μια ζωγραφιά!
«Η Μυτιλήν’ μας, η Μυτιλήν’ μας» φώναζαν μικροί, μεγάλοι, όλο χαρά!
Σε λίγο θα αρχίζαμε να μιλάμε ασταμάτητα τη μητρική γλώσσα…και όλη μέρα θα άκουγα το «μουρέλημ!» Λίγο από λίγο βλέπαμε τη πόλη, μαζί με το λιμάνι της, από ψιλά το Κάστρο με τα καταπράσινα τσάμια και το Άγαλμα της Ελευθερίας να μας καλωσορίζουν. Να λοιπόν από πού κατάγεται η σκούφια μας! Σιγά σιγά και ανυπόμονα στην ουρά κατεβαίναμε από το πλοίο όλο χαρά που επιτέλους φθάσαμε μετά από ένα τόσο μεγάλο ταξίδι!
Μας περίμενε ο παππούς μου ο Σαράντος, αναχωρήσαμε για το χωριό μας με αγοραία κούρσα, μια διαδρομή που δεν σταμάταγες να βλέπεις δέντρα και πολλές φορές πλάι πλάι στο δρόμο τη θάλασσα, όπως την ονομάσανε, τον κόλπο των ελαιώνων, «Ο Κόλπος της Γέρας». Τη θάλασσα που θα έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα.
Η κούρσα περνούσε από τα χωριά της Γέρας, που τα έβλεπα για πρώτη φορά και ενώ τα μάτια μου κοιτούσαν εδώ κι εκεί, θα διάβαζα τα Αγγλικά σε μια στροφή τη πινακίδα Σκόπελος-Skopelos 1! Να το χωριό μας! Πίσω από τη πινακίδα, θα μάθαινα ότι το σπιτάκι που υπήρχε, ήταν το μικρό εξοχικό καφενεδάκι του «Αντίκα», στο οποίο πέρασε ο ζωγράφος Θεόφιλος και στους τοίχους του, γέμισε πανέμορφες ζωγραφιές που σε μερικά χρόνια αργότερα, θα είχαν αποκολληθεί και πουληθεί. 

Σε λίγο μπήκαμε στο χωριό και πήγαμε στο σπίτι που θα μέναμε προσωρινά, στο παλιό κλειστό σπίτι της θείας Ειρήνης, αδερφή της μάνας μου και προίκα της, που και αυτή έλειπε μετανάστρια στην Αυστραλία, εγκαταλελειμμένο εδώ και δέκα χρόνια, μάλιστα σε αυτό το σπίτι μου είπαν ότι είχα γεννηθεί!
Μπαίνοντας μέσα πρώτη φορά, παρότι σκοτεινό κι ερημωμένο, στο σαλόνι ήταν όλα τα παλιά έπιπλα εκεί σκεπασμένα, με το χρόνο να έχει σταματήσει μέσα στη σκόνη. Στο τοίχο ήταν ένα ξεθωριασμένο κάδρο με δύο συρραμμένες φωτογραφίες, που έμεινα να τις κοιτάζω με απορία. Ρώτησα ποιοι είναι αυτοί. Ο ένας ήταν ο άλλος μου παππούς, ο Στρατής Στεφανής, γνωστός με το παρατσούκλι «παντόφλας», ο ναύτης που ακουμπάει στο τραπεζάκι και που μετά έμαθα, υπηρέτησε στον «ΑΒΕΡΩΦ». Δίπλα του, κομμένη από άλλη φωτογραφία, ο αδερφός του, Παναγιώτης «Παναγής»[1] με τα φυσεκλίκια και τη πλήρη εξάρτηση, που οι γερμανοί μαζί με το γιο του θα εκτελούσαν στα Τσαμάκια στη Μυτιλήνη. Έμεινα άφωνος…δεν είχα ξανακούσει ποτέ τέτοια φοβερά πράματα. Μετά ρώτησα και γιατί το παππού Στρατή τον λέγαν έτσι με αυτό το παρατσούκλι; Πειστική απάντηση δεν μου έδωσαν, φαίνεται πως και αυτός το κληρονόμησε από το πατέρα του, την άλλη παντόφλα τη γνώριζα πολύ καλά από τη μάνα μου πριν γυρίσουμε πίσω!

Το σπίτι είχε μια μεγάλη διπλή ξύλινη εξώπορτα, όπως και τα πιο πολλά σπίτια του χωριού, για να μπαινοβγαίνουν τα υποζύγια, οι κατσίκες και δίπλα ο γκαϊντερμάς - η εξωτερική κουζίνα. Η μικρή αυλή είχε ροδιές και μια μουσμουλιά, η οποία αφότου έβαλα στο στόμα μου τα ξινά μουσμουλάκια της, δεν θα την άφηνα σε ησυχία. Θα ανέβαινα επάνω και στο τελευταίο απόμακρο κλαδί της, για να κόψω τους κιτρινοπράσινους πειρασμούς! Πιο μετά μαζί με τα άλλα παιδιά που θα γνώριζα, όπου βρίσκαμε τις μουσμουλιές θα κάναμε επιδρομές και θα τις αλανιάζαμε σε όλο το χωριό! Όμως απ’ την αρχή πολύ παράξενο, αφού δεν είχα ξαναδεί, ήταν να βλέπω όλο το χωριό να είναι με γαϊδουράκια, μουλάρια και άλογα, να τα κάνουν καβάλα, να κουβαλάνε τα πράγματά τους με αυτά, αντί για τα αυτοκίνητα που ήταν μετρημένα, να περνάνε στους δρόμους και να κάνουν κλακ-κλουκ στους ντουσιμέδες, ούτε που μπορούσα ποτέ να φαντασθώ ότι αυτή ήταν η καθημερινή εικόνα και ζωή των ανθρώπων εδώ. Πιο δίπλα εκεί που ήταν το Φαρμακείο του Ευαγγελινού είχε μάλιστα και χώρο «στάθμευσης» για αυτά, το λεγόμενο «χάνι» το οποίο το είχε ο Τακτικός, αλμπάνης από τη μικρασία. Πολύ συχνά άφηνε τη φοράδα του, ο παππούς Σαράντος, όταν ερχόταν από το Τάρτι, για να κάνει τις δουλειές του στο χωριό. Οι διαπιστώσεις και οι συγκρίσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, ήταν μέρα με τη νύχτα και αυτό όμως που με χάλαγε πολύ ήταν ότι, αφήσαμε τα καθημερινά μας κορν φλέικς και ήρθαμε σε ένα μέρος, που όλοι έβαζαν σχεδόν μέρα παραμέρα φασόλια και κουκιά στο τσουκάλι!
Στο σπίτι αλλά και στα περισσότερα στο χωριό ακόμη δεν υπήρχε ρεύμα, για φως ανάβαμε λάμπες, ψυγείο ήταν το φανάρι, όλες οι ηλεκτρικές συσκευές που μας ήρθαν μετά, τις αφήσαμε χωρίς να τις πιάσουμε καθόλου, κάνοντας την ευχή καμιά φορά στο σπίτι να έρθει το ρεύμα. Κανένα σπίτι δεν είχε τηλεόραση και η δικιά μας ήταν μέσα σε κιβώτιο, νοστάλγησα να δώ λίγο Μίκυ Μάους…το μόνο που με παρηγορούσε ήταν να πάω στο περίπτερο να τον αγοράσω!  Ξέχασα τι είναι το πικάπ, τι είναι ηλεκτρική σόμπα και είδα τη μάνα μου να μαγειρεύει σε κάτι που το λέγαν φουφού, να σιδερώνει με τα κάρβουνα και να ζεσταίνουμε τα δωμάτια με το μαγκάλι! Παρότι το μαγκάλι δεν μπορούσε να μας ζεστάνει όλο το σπίτι, μου άρεσε πολύ, έψηνα τη νέα λιχουδιά, τα κάστανα. Το νερό το κουβαλούσαμε απ’ έξω από τη κοινόχρηστη βρύση της γειτονιάς, σε λαγήνες και κουμάρια και σχεδόν πάντα περιμένοντας στην ουρά, γιατί ήταν διαθέσιμο μόνο ορισμένες ώρες την ημέρα. Τηλέφωνο για να μιλήσουμε με το πατέρα μου, πηγαίναμε στο τηλεφωνείο του «Σεβίλη» στο παλιό τούρκικο τσαρσί. Και τηλέφωνο να είχαμε σχεδόν κανένα άλλο σπίτι δεν είχε! Έπρεπε με το πόδι να πάμε από σπίτι σε σπίτι, για να γίνει μια δουλειά ή να μιλήσουμε και να συννενοηθούμε!
           Ένα μετά το άλλο έβλεπα πόσο δυσκολότερη και διαφορετική ζωή ήταν να ζεις σε ένα χωριό. Για να πάς στην αγορά, στο δρόμο μας, έπρεπε να περάσεις από μπροστά από μια γρια την «Περδίκαινα». Καθόταν στο καρεκλί της κάτω από μια γέρικη καρυδιά και αστυνόμευε τη περασιά, όλο μουρμούριζε τα δικά της και έλεγε διάφορα στους διερχόμενους, ουαί και αλίμονο αν σε έπιανε στο στόμα της ή της πείραζες τα εγγόνια της.

             Με το που μπαίναμε στη πάνω αγορά ήταν το τσαγκαράδικο του Παντελή Σπάρταλη. Εκεί σ’ αυτόν, μόλις ήρθαμε, από τα πρώτα πράγματα που έκανε η μάνα μου ήταν να ράψει δυο μεγάλες πετσένιες τσάντες για τα ψώνια της, συνάμα έραψε μόνη της και πάνινα σακούλια για να γεμίζει όσπρια, και ό,τι άλλο, όταν έκανε ψώνια στο μπακάλη. Καθημερινά, η πάνω και η κάτω αγορά - το παλιό τούρκικο τσαρσί - έσφυζε από κίνηση και φωνές, μικροί μεγάλοι ανεβοκατέβαιναν, μαζί άλλοι τράβαγαν τα ζώα και άλλοι καβάλα στο πλάι φώναζαν «ντέε ή ντέε βρε!» και περνούσαν από μέσα. Λίγοι γέροι φορούσαν βράκες ακόμη, πρόλαβα να γνωρίσω και τη αιωνόβια μικρασιάτισα πρόγιαγιά μου την Ειρήνη, μάνα της γιαγιάς μου Ανδρομάχης, η οποία μέχρι τα βαθιά γεράματα ήταν με βράκα.
Ο ντελάλης ο Μορφούλας έβγαινε στην αγορά και με τη βροντερή φωνή του, διαλαλούσε τις ανακοινώσεις του, συνήθως την άφιξη και την αναχώρηση του Τσότρα που έκανε μεταφορές με το φορτηγό του, ένα παλιό Μερσεντές, στην Αθήνα.
            Ο τυφλός Λευτέρης γύριζε παντού στην αγορά, έμπαινε στα καφενεία, στα μαγαζιά. Κρατούσε ένα ματσάκι μικρούς λαχνούς γραμμένους επάνω σε χασαπόχαρτο και τους πωλούσε, πότε κέρδιζες μια μεγάλη συναγρίδα, πότε αρνί, πότε φάσες, πότε ορτύκια, πότε κοτσύφια και τσίχλες, πότε μπεκάτσες. Γύρναγε και έδειχνε τη πραμάτιά του και δώστου εγώ να αγοράζω λαχνούς και ποτέ να μη πιάνω κανέναν! Νόμιζα ότι τελικά δεν έχω τύχη! Αργότερα έμαθα ότι συνήθως κανονίζαν από πριν ξέραν ποιος θα κερδίσει τη λοταρία.
Ο Βαγγέλης, ο φιστικάς φώναζε «ε ρε φιστίκια, ωραία φιστίκια έχω», ντυμένος με άσπρα ξεχώριζε από μακριά. Πουλούσε φρεσκοψημένα φιστίκια που σου έπαιρναν τη μύτη και μοσχομύριζε όλος το τόπος, τα απογεύματα γύριζε σε όλες τις γειτονιές και όλα τα παιδιά τρέχαμε από πίσω του με τη δραχμή στο χέρι να αγοράσουμε. Είχε ένα ξίκι φλιτζανάκι του καφέ, που είχε γεμισμένο το πάτο με λίγο χαρτί και το είχε σαν μετρήδι για τα φιστίκια που πουλούσε σε μικρά άσπρα χαρτοσακούλια.
           Στο δρόμο στην αγορά και στα σοκάκια και οι διάφοροι μπαχτσαβάνηδες, ανεβοκατέβαιναν και πουλούσαν τη πραμάτιά τους. Ήταν και ένας λίγο τσεβδός που διαλαλούσε «ε γε ωγαία πγάσα έχου! Ιλάτι να πάγιτι!» τον κάναμε πολύ γούστο αυτόν.

Μέρος Γ'



[1] Παναγής Παναγιώτης του Γεωργίου, γεννηθείς στο Σκόπελο 1891 και ο γιός του Παναγής Γεώργιος του Παναγιώτου γεννηθείς στο Πέραμα το 1921. Εκτελέστηκαν στις 23-3-1942 από τους Γερμανούς στα Τσαμάκια της Μυτιλήνης για κατοχή εκρηκτικών υλών

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Το ταξίδι, η επιστροφή, το «Πατρίς»


Μέρος Α'
Ο πατέρας μου φαίνεται δεν άντεξε και πολύ την ξενιτιά και μετά από εφτά χρόνια αποφάσισε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και να συνεχίσουμε τη ζωή μας εκεί. Το κομπόδεμα δεν ξέρω πόσο μεγάλο ήταν, αλλά ήταν αποφασισμένος να έρθει πίσω παρότι η ζωή εκεί πρόσφερε σχεδόν τα πάντα, όμως ήθελε να ξαναδουλέψει με τις ελιές και να κάνει προκοπή με αυτές. Έτσι το 1969, μας έκοψε εισιτήρια, η μάνα μου, ο αδερφός μου, μαζί ήταν και ένα κορίτσι που συνοδεύαμε και που δεν θυμάμαι το όνομα της, αλλά θυμάμαι ότι καταγότανε από τη Κατερίνη. Το πλοίο που θα ταξιδεύαμε θα ήταν το διάσημο υπερωκεάνιο «Πατρίς[1]». Είχαμε πακετάρει όλα μας τα υπάρχοντα σε ξύλινες κούτες, σε αυτά θυμάμαι το στερεοφωνικό πικάπ του πατέρα μου ένα ολόκληρο έπιπλο, όπως και η τηλεόραση μας, η οποία με λάμπες διέθετε ενσύρματο τηλεχειρισμό! Μαζί και τα αγαπημένα μου αυτοκινητάκια matchbox και τις μπίλιες μου. Λυπόμουν που άφηνα πίσω τα ξαδέρφια, το αγαπημένο μου σχολείο, τους φίλους, το σπιτάκι μας στο Σίδνεϋ και την Αυστραλία. Θα άφηνα και δεν θα ξανάβλεπα πια την Narrel την γειτόνισσα του παραδιπλανού σπιτιού με τις φακίδες που παίζαμε όλη μέρα μαζί. Αλλά με ότι μου λέγαν για να με παρηγορήσουν, θα βρίσκαμε άλλους φίλους, και θα γνωρίζαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες που τους ήξερα μόνο όταν μίλαγαν για αυτούς οι γονείς μου. Η μάνα μου είχε στείλει από καιρό γράμμα προς όλους στην Ελλάδα και μας περίμεναν. Αποχαιρετίσαμε τους συγγενείς, ανεβήκαμε στο πλοίο, μαζί με ένα παράξενο συναίσθημα χαράς, λύπης και περιέργειας! Στριμωχθήκαμε στη τετράκλινη καμπίνα, αλλά αυτό δεν μου ήταν και τόσο πρόβλημα, το πλοίο είχε αρκετούς χώρους, σάλες και παιχνιδότοπο για τα παιδιά, κινηματοθέατρο, σαλόνι με ορχήστρα και μπουζούκια, για να ξεχνιέται ο κόσμος στο μακρινό και κουραστικό ταξίδι! Ο καπετάνιος και το προσωπικό πάντα έψαχνε ανθρώπους ανάμεσα στους επιβάτες που τραγουδούσαν, έπαιζαν μουσική ή ό,τι άλλο μπορούσε να διασκεδάσει τους ανθρώπους στο ταξίδι. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να μην βαρεθείς όλη μέρα στους ίδιους χώρους και με τα ίδια πράγματα. Ευτυχώς είχε ακόμη δύο πισίνες για μικρούς και μεγάλους με καθίσματα και δίπλα, μπαρ-καντίνα και μαγαζί για ψώνια και παιδικά παιχνίδια. Και αφού ζάλισα τη μάνα μου, αγόρασαν μια μικρή κούρσα με μπαταρίες, η οποία είχε κάτι σαν κεραία που έπιανες και προχωρούσε μπρος, πίσω, αριστερά, δεξιά. Το ταξίδι κράτησε 36 ημέρες, πολύ περισσότερες από το κανονικό και αυτό οφειλότανε, όπως θα μάθαινα, στο πόλεμο που επικρατούσε στη διώρυγα του Σουέζ και έτσι αναγκαστικά το πλοίο έπρεπε να κάνει τον περίπλου της Αφρικής.
Το πλοίο ξεκίνησε από το Σίδνεϋ και έκανε τη πρώτη στάση στο Πέρθ για να πάρει κάποιους από κεί και για ανεφοδιασμό. Ο καιρός ήταν καλός, όπως και η θάλασσα, χωρίς κύματα και έτσι φανταζόμουν ότι θα ήταν και όλο το ταξίδι, όμως όταν φθάσαμε να διασχίσουμε τον Ινδικό Ωκεανό, με μια ενδιάμεση στάση στον μικρό Νησί του Άγιου Μαυρίκιου, που είναι πριν την Μαδαγασκάρη, εκεί ήταν που φοβηθήκαμε πραγματικά, βλέποντας βουνά τα κύματα, να μας κουνάνε το πλοίο σαν χάρτινο καραβάκι. Αυτό κρατούσε αρκετές μέρες, με συνέπεια όλοι να έχουν ναυτία, να είναι κατάχαμα πεσμένοι και να βγάζουν τα συκώτια τους. Το ταξίδι όμως δεν ήταν πάντα έτσι, αλλά βλέποντας τι τραβήξαμε ως τώρα, μας φαινόταν πλέον κουραστικό και βαρετό. Από τα καλά, κάθε μέρα στο πρωινό, ζήταγα αυγά και μια ρέγγα ψητή και τρώγαμε όσο θέλαμε. Όταν πιάσαμε λιμάνι στο Κέϊπ Τάουν στη Αφρική, φέραν μπανάνες με το κιλό, παιδιά εμείς τρώγαμε όσες αντέχαμε! Φυσικά κάναμε νέες παρέες με παιδιά ανάλογης ηλικίας και μαζευόμασταν στη πισίνα και στα γύρω καθίσματα, το μπαρ από το μπομπινόφωνο και τα χωνιά, κάθε μέρα θα έπαιζε το “No Milk Today” των Herman Hermits, πίναμε καμιά πορτοκαλάδα και καθόμασταν και μετά πάλι ρεμπελεύαμε ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας στο κατάστρωμα. Κάποια παιδιά εκτός από τη παιδική πισίνα βούταγαν και στη μεγαλύτερη εκεί που δεν πάτωνες… Βλέποντας τα άλλα τα παιδιά να κολυμπάνε με ευκολία θεώρησα και εγώ ότι, αν έκανα τις ίδιες κινήσεις, θα μπορούσα και εγώ να κολυμπώ και ας μην ήξερα γρι. Έτσι άρχισα να λέω και να καυχιέμαι “σιγά το πράμα” και εγώ ξέρω να κολυμπώ. Το έλεγα το ξανάλεγα, καμιά φορά κάποιος μεγαλύτερος κουράστηκε να με ακούει, μου έδωσε μια σπρωξιά και βρέθηκα στη πισίνα να κάνω μπάνιο, να καταπίνω νερό και να πνίγομαι. Ένας μου πέταξε ένα πορτοκαλί σωσίβιο και με βγάλανε έξω. Αυτό ήταν το καλύτερο μάθημα για να μάθω να μη λέω ψέματα με τέτοια ευκολία και να μην καυχιέμαι πράγματα που δεν ξέρω. Μετά από αυτό το ρεζιλίκι απέφευγα να ξαναπάω στη πισίνα.
Το πλοίο προχωρούσε στον Ατλαντικό Ωκεανό και έπλεε στα δυτικά παράλια της Αφρικής, έκανε διάφορες στάσεις για ανεφοδιασμό. Κοντεύοντας σχεδόν στο μήνα, φθάσαμε στο Γιβλαρτάρ και μπήκαμε στη Μεσόγειο και η τελευταία μας στάση ήταν η Ιταλία στο Παλέρμο όπου και κατεβήκαμε για μια μικρή βόλτα και κάναμε λίγα ψώνια, αλλά μετρούσαμε μέρες πότε θα φθάσουμε στην Ελλάδα. Συνεχίσαμε στο γύρο της Πελοποννήσου αγναντεύοντας από μακριά τα βουνά και τα παράλια της πατρίδας και λίγο από λίγο φθάσαμε επιτέλους στο Πειραιά! Η χαρά ήταν μεγάλη! Μας περίμεναν όλοι οι συγγενείς της μάνας μου μαζί με τα ξαδέρφια, καθίσαμε για ένα βράδυ και αναχωρήσαμε την επομένη για το νησί. 

Μέρος Β'



[1] Τον Οκτώβριο του 1959, αγοράστηκε από την Chandris Lines και βαφτίσθηκε «Πατρίς» και στη συνέχεια ναυλώθηκε στη μεταφορά μεταναστευτών μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας. Πραγματοποίησε συνολικά 91 δρομολόγια προς την Αυστραλία μεταξύ 1959 και 1975, ταξιδεύοντας τακτικά μέσω του Suez Canal της Αιγύπτου.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Γ’οι ανισπάθις

Γ’οι ανισπάθις*

Το κυνήγι κάποτε συμπλήρωνε εκτός από το τραπέζι των πλουσίων, συμπλήρωνε και ιδιαίτερα το τραπέζι των φτωχών αφού το κύριο πιάτο δεν ήταν άλλο παρά μόνο με το καθημερινό τσ’κάλ’, πότε με κ΄τσα, φασούλις, φασλέλια, μαυρουμάτκα φασλέλια μαζί με τις ελιές, κανένα κρουμύδ’ και λίγο τυρί, έτσι πήγαινε συνήθως και ο πατέρας μου ο Μήτρος και ο παππούς μου ο Σαράντος, μη του ντρουβά στου πράμα. Και αφού το κρέας ήταν μόνο για τ’ Λαμπρή και τα Κστούγεννα, το κυνήγι ήταν πράγματι κάτι που συμπλήρωνε το φτωχικό τραπέζι, αλλά τις περισσότερες φορές όταν τα κυνήγια ήταν πολλά, ο παππούς μου κατέβαινε ως και τη Μυτιλήνη και τα πουλούσε, κυρίως ορτύκια, αλλά πολλές φορές σκότωνε και κουνάβια που είχαν καλή τιμή.
Καθώς είχαμε γυρίσει οικογενειακώς πίσω από την Αυστραλία ως μετανάστες που είχαμε πάει, αρχές του ’70 άρχισα να ακούω ιστορίες για τα κυνήγια και πόσο καλός ήταν ο πατέρας μου όπως και ο παππούς στου τ’φέτσ’! Τα Χριστούγεννα οι ιστορίες στου νταμ, δίπλα στ γουνιά (τζάκι) ήταν σε καθημερινή βάση, αλλά και το καλοκαίρι στα εξοχικά καφενεία του Ταρτιού στου Μαμάκου και Λούπου, στου Καμπούρ, στου Μπερδούκα, να μην τα πολυλογώ ήρθε η κουβέντα και έμαθα ότι βάζαν και ανισπάθις. Λέγαν αρκετές ιστορίες ότι πιάναν κουσύφ, τσι τσίχλις κβάρα σε κάθε γύρα. Τέτοια να ακούγω ήμουν ιμικρός, πήραν τα μυαλάμ’ αέρα να μάθω πως στήνουν μια ανισπάθα. Οι μεγαλύτεροι δεν είχαν και πολύ όρεξη να με κατατοπίσουν, μου λέγαν ως και πέρδικα έπιασαν με τις ανισπάθις, οπότε αφού τους έπρηξα ο παππούς μου εξήγησε. Τα Χριστούγεννα ήμασταν στο Τάρτι για ελιές, ποιός είχε όρεξη όλη μέρα να σκύβει να γεμίζει το κουβαδέλ που δε γέμιζε πουτές, άντι μια χεριά απ’ μάναμ, άντι μια χεριά απ’ τη θειάμ Σουφίγ’, μη τα χίλια ζόρια γέμιζε αφού οι άλλοι γέμιζαν 2-3 Πλωμαρτίτικες καλαθίδες απ’ τις μιγάλις! Με έβαζαν να βάζω κλαδιά στη φωτιά να κρατιέται και να ζεστένομαι και με το ένα και το άλλο να περάσει η μέρα… Αλλά ο νους μου ήταν στις ανισπάθις που είχα στήσ’ καρσί του Χατζηγιαννάκ’ του λαγκάδ’. Με πόση επιμέλεια είχα κόψει αγριλιές τις είχα στήσει, με τις καλύτερες αρπάδις (ελιές). Όπου οι κουσύφ’ είχαν κάνει πολλά σκαψίματα εκεί ήταν στημένες. Ήταν καμιά δεκαριά, μια μετά την άλλη, ξεστημένες ή απείραχτες συνήθως χωρίς κανένα πλί. Καμιά φορά κι ένας Γιάννς ήταν πιασμένος…Την επομένη ένας κόσφας, κόντευα να τρελαθώ από τη χαρά, την επομένη μια Τσίχλα….αυτές ήταν και οι αποδόσεις μου στις ανισπάθις. Του καλαθέλ πάντα άδειο, δηλαδή, όλη μέρα στου ρουμάνι με ένα κόσφα τσι ένα Γιάνν’. Αλλά η χαρά μεγάλη, να τις στήνω, να τις προσέχω να ανεβαίνω στα βουνά να ψάχνω ως και κούμαρο που αγαπούσαν οι κουσύφ! Η βραδινή βόλτα στις ανισπάθις ήταν ιεροτελεστία…όταν επέστρεφα με κανέναν κόσφα καμαρωτός καμαρωτός, άκουγα τα παινέματα, η μάνα μου η Μυρσίν μαθημέν’ να μαδάει τα κυνήγια στο πι και φι τον μάδαγε και τον ψήναμε στη γωνιά, και πάλι από την αρχή τις ιστορίες για το κυνήγι, με ποιό καιρό πέφτουν οι μπεκάτσες, με ποιό καιρό οι φάσες, που τις πιάνει και άντι πάλι από την αρχή, το καλοκαίρι πάλι τα ίδια με τα ορτύκια, που έβγαλε ο τάδε το ορθύκι.. θα έχει τραμουντάνα και θα πέσουν ορθύκια.
Τελείωνε το δεκαπενθήμερο των Χριστουγέννων και είχα χαρά γιατί γλίτωνα επιτέλους από τις ελιές μες το κρύο και στα αγκάθια, από την άλλη στενοχώρια τι θα απογένουν οι ανισπάθις μου…Το μυαλό μου δεν ξεκόλλαγε. Το επόμενο Σαββατοκύριακό νάτος πάλι, ξεκίναγα από το Σκόπελο στο Τάρτ μη του πουδάρ’ για να δω τι απέγιναν οι ανισπάθις. Τι να δω όμως, όλες ξεστημένες ντάρμα νταγαν, άνω κάτω απ’τσ’ κουσύφ ….μια δυο και τις άφησα στη τύχη τους…Σήμερα αν μου πείτε να σκοτώσω πουλί ούτε να το διανοηθώ.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

* Οι ανισπάθες ήταν ένας πολύ παλιός τρόπος κυνηγιού που σήμερα πλέον έχει εκλείψει.
Μια ανισπάθα αποτελείται από μια αγριελιά (από κουτσίν στα αρχαία κότινας) περίπου 80 cm, το οποίο μπήγεται στη γή και στο άλλο άκρο δένεται μια θηλιά από μεσινέζα, παλαιότερα από αλογοουρά και 10 cm με μεσινέζα και ένα μικρό ξυλάκι, περίπου μισό σπίρτο σε μήκος. Παραπέρα μπήγεται στη γή και από τις δυο μεριές άλλη μια αγριελιά 20 cm που δημιουργεί γέφυρα. Περνάμε από κάτω από τη γέφυρα το ξυλάκι το οποίο ακουμπάει στο δόλωμα, την ελιά και έτσι η ανισπάθα είναι λυγισμένη προς τη γέφυρα, πάνω από την ελιά βάζουμε τη θηλιά. Όταν το θήραμα τσιμπήσει την ελιά η ανισπάθα ανασηκώνεται απότομα και η θηλιά πιάνει το πουλί.


Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Τα Παπαδάκια (Οι Ιεροπαίδες)


Όταν πηγαίναμε ακόμη στο δημοτικό, την Παρασκευή ερχόνταν ο δάσκαλός μας ο Σίμος, όπως και άλλοι και μας έλεγαν, «τη Κυριακή το πρωί να είσαστε όλοι σας στη Εκκλησία για εκκλησιασμό». Για μένα ήταν μεγάλη χαρά αφού μου ήταν πολύ προτιμότερο από το να πηγαίνω στις ελιές μες το κρύο και μες τις βροχές και τα αγκάθια! Ο πατέρας μου γκρίνιαζε, αλλά αφού το έλεγε ο δάσκαλος έπρεπε να πάω. Βέβαια το να πηγαίνεις στην εκκλησία ήταν μια κουβέντα, αλλά να αντέχεις σαν μικρό παιδί τις 2-3 ώρες ορθοστασίας που ήταν η λειτουργία και να είσαι αμίλητος, ήταν ένα πραγματικό βάσανο. Oι ώρες αυτές μου φαίνονταν αιώνιες και θέλοντας και μη, κοιτούσα όλες τις λεπτομέρειες που είχε μέσα η εκκλησία για να κυλήσει η ώρα, το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τις ζωγραφιές του γυναικωνίτη που απεικόνιζαν τις ωραιότατες παραστάσεις του Χριστού, που αργότερα έμαθα ήταν έργο του συγχωριανού μας ζωγράφου Στρατή Γαβαλά. Ακόμη με φόβο κοιτούσα σε ένα πίνακα που διαχωρίζονται οι αμαρτωλοί που καίγονταν στο πύρ το εξώτερον και γεμάτοι αίματα να οδεύουν για τη κόλαση και οι δε ενάρετοι χριστιανοί να προχωρούν ευτυχείς για το παράδεισο. Και αφού η ώρες περνούσαν τόσο αργά, όσο και αν κοιτούσες ή χάζευες εδώ και εκεί μες την εκκλησιά, στεκόμουν κι εγώ δίπλα με τους ψάλτες και σιγοέψελνα, έτσι από την ανία, αποκτούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο εκκλησιασμός. Μετά είδα κάποια παιδιά που φορούσαν κάτι παπαδίστικα ρούχα και περιφέρονταν στην εκκλησιά και μάλιστα τους έδειναν και χαρτζιλίκι! Οπότε δεν ήθελε πολύ να σκεφτείς τι το καλύτερο, να κάνω και ’γω το ίδιο, να μην πηγαίνω στις ελιές και να μου δίνουν και δυό δραχμές να αγοράζω ότι θέλω μετά τη λειτουργία! Ο παπάς του χωριού μας, ήταν καλός και κάποιες μέρες αφού είχαν συνεννοηθεί με το σχολείο πηγαίναμε κατηχητικό, ακούγαμε και συζητάγαμε εκεί και άλλα ζητήματα πέρα από το σχολείο, αλλά δεν κράτησε δυστυχώς θυμάμαι και πολύ! Πολύ μου άρεσε να πηγαίνω στους χαιρετισμούς και γενικώς στην εκκλησία.
Μια μέρα με πλησίασε μαζί με τ’ άλλα παιδιά ο καντηλανάφτης και νεκροθάφτης, ο Βαγγέλης ο Τρύπατζης και μας λέει:
- Ελάτε να ντυθείτε παπαδάκια για μια κηδεία.
Απ’ ότι μάθαμε θα μας δίνανε ένα τάλιρο (πέντε δραχμές!) αρκετά χρήματα για την ηλικία μας! Συνήθως όταν μας έπεφταν παραπάνω τα χρήματα στη τσέπη μας ή μια μπάλα πετσένια θα αγοράζαμε ή όλο σκατοδουλειές θα ξεμπερδεύαμε, να πάμε αγοράσουμε ποικιλία πακέτα από τσιγάρα, να κάναμε τους μεγάλους, οπότε δεν αρνηθήκαμε. Στις κηδείες παπαδάκια ντύνονταν συνήθως τα πιο φτωχά παιδιά, αυτά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, παιδιά των παρακατιανών, που τα λίγα αυτά χρήματα ήταν ένα ζήτημα. Αλλά αυτά τα πράματα δεν σου έχουν μπει μες στο μυαλό να τα σκεφτείς ποτέ, ιδίως όταν είσαι όλη μέρα μαζί στο σχολείο και όλα τα παιδικά χρόνια τα περνάς μαζί και όλοι είμαστε ίσοι και ένα, πλούσια και φτωχά, καλοντυμένα ή με μπαλώματα στα ρούχα, στα παιχνίδια και τις σκανδαλιές. Αυτά μας τα είπαν οι μεγαλύτεροι που έρχονταν και τα ανακατεύανε τα πράγματα και λέγανε με ποιους να κάνουμε παρέα.
Το σπίτι μου ήταν κοντά στα μνημόρια, στην αριστερή πλευρά του χωριού. Με τα τόσα που μας λέγαν για τους απεθαμένους και μας φοβέριζαν, έκοβα και άλλαζα δρόμο και έπαιρνα τα σκαλοπάτια ή το δρόμο προς την Αγία Κυριακή για να πάω στην αγορά και έτσι απέφευγα να τους σκέφτομαι. Άλλες φορές πάλι, ενδόμυχα θέλοντας να κάνω το παλικάρι, περνούσα απ’ έξω απ’ αυτό, με γοργό όμως βήμα και με αρκετή δόση φόβου, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή, «ώρα είναι να πεταχθεί κάποιος από μέσα». Η πόρτα του, πάντα μέρα νύχτα ορθάνοιχτη, αλλά με τα παιδιά της γειτονιάς δεν τολμήσαμε ποτέ να πατήσουμε μέσα από φόβο. Να τώρα που θα μαθαίναμε τα κατατόπια του και θα βλέπαμε και πεθαμένο.
Όπως μας είπαν, πήγαμε πιο πριν, στην εκκλησία και ντυθήκαμε για τη κηδεία. Έτσι ήμασταν παρών στη νεκρώσιμη ακολουθία και στη σιωπηλή μεταφορά του νεκρού στη τελευταία του κατοικία. Όταν τον θάβανε ο παπάς τον λιβάνιζε και διάβαζε τις τελευταίες αράδες, εμείς ήμασταν από πάνω και βλέπαμε για πρώτη φορά σαν μπάστακες το μακάβριο θέαμα, που τον κατέβαζαν, του έβαζαν τη παράδα στο χέρι, του έβαζαν ένα κεραμίδι στο στόμα, του ρίχναν χώμα για να πάει το μακρινό ταξίδι στον άλλο κόσμο, που τον χαιρέταγαν. Να κοιτάμε τους συγγενείς που οδύρονταν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι, πρωτόγνωρο θέαμα αλλά σκεφτόμασταν χαλάλι ένα ολόκληρο τάλιρο ήταν αυτό, σε λίγο θα τελειώσουν όλα τα βάσανά μας! Μετά μαζί με το παπά και το καντηλανάφτη επιστρέφαμε για την εκκλησιά να αλλάξουμε και να πληρωθούμε. Κι ενώ κάποια στιγμή γυρίζαμε, με παραμέρισε ένας θείος μου ο Παναγιώτης, και μου αστράφτει μια, και μου λέει:

-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; - τώρα γελάω που το σκέφτομαι - βγάζει από τη τσέπη του και μου δίνει το ένα τάλιρο «να πάρε» και μόνο θυμό μου λέει:
-Μην σε ξαναπετύχω! θα τα ανακατώσω όλα στο πατέρα σου. Τι γυρεύεις εσύ με όλους αυτούς τους παρακατιανούς, δεν ντρέπεσαι λίγο;

Με κατεβασμένα τα μούτρα, με ανάμεικτα συναισθήματα και με το τάλιρο στο χέρι, χάθηκα μέσα στα σοκάκια του χωριού. Δεν θυμάμαι αν το κράτησα ή το πέταξα.
Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι, από τη μια να σκέφτομαι και να προσπαθώ να εξηγήσω το λόγο που έφαγα τη σφαλιάρα και από την άλλη, όλο να βλέπω το απεθαμένο να έρχεται στην ύπνο μου και τη σκηνή που τον έθαβαν. Με αυτά και με αυτά, αυτή ήταν και η τελευταία φορά που με είδε σαν παιδί η εκκλησία…

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

μνημόρια = νεκτροταφείο
 *Η εικόνα προέρχεται από το Facebook group  Lesvosoldies

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Του ποδήλατου (Το ποδήλατο)



Ο ξάδερφός μου ο Γιάννης κατέβαινε, ανέβαινε από το Σκόπελο – Παπάδο για το εξατάξιο Γυμνάσιο, με ένα παμπάλαιο ποδήλατο του ’50, παρόμοιο με αυτά που είχαν οι ταχυδρόμοι. Με αυτό γύρναγε όλα τα χωριά, στο Πέραμα και πολλές φορές τα Σαββατοκύριακα πήγαινε και στο Τάρτι για να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές τους. Τότε πολύ λίγα παιδιά είχαν ποδήλατα, και τα μηχανάκια τα περισσότερα ήταν υποβοηθούμενα με πετάλια. Πάντα τον θαύμαζα, χωρίς να τον ζηλέψω, πολλές φορές έβαλε να με μάθει, αλλά επειδή ήμουν μικρός, δεν είχα κάνει και σε μικρότερο ποδήλατο για να ξέρω, έτσι σε αυτό δεν μπορούσα, αφού έτσι και αλλιώς τα πόδια μου δεν φτάναν στα πετάλια. Φρένα δεν είχε, ούτε μπροστά ούτε πίσω, αλλά εκείνος ήταν μάστορας στο ποδόφρενο. Μην ψάχνεις για φτερά στις ρόδες, ούτε φώτα, τα λάστιχα φαγωμένα και ο κάθε τροχός φαφούτικος αφού έλλειπαν πολλές ακτίνες. Οι σόλες από τις ελβιέλες του ήταν πάντα φαγωμένες, παπούτσι για παπούτσι δεν άφηνε, νάναι καλά το ποδήλατο. Παρόλα αυτά όργωνε τους καρόδρομους, τα καλντερίμια και όλους τους χωματόδρομους. Πάντα τον έχω στο μυαλό μου να κρατάει το ποδήλατο με το καφέ το κοτλέ σακάκι και τη καμπάνα παντελόνι και να γυρνάει.
            Προς το τέλος ενός καλοκαιριού μετά χαράς μάθαμε ότι πέτυχε σε κάποια σχολή λογιστικής στη Θεσσαλονίκη ενώ είχε σκοτωθεί πρόσφατα ο πατέρας του και έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Εκείνο το καλοκαίρι έπαιρνα το ποδήλατο δειλά δειλά στα ισιώματα, στο χωματόδρομο του Ταρτιού και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα λίγο να το κουμαντάρω. Λίγο πριν να αναχωρήσει, μου λέει μιας και σου αρέσει πολύ το ποδήλατο ξάδερφε, κράτησέ το δικό σου! Η χαρά μεγάλη, να έχεις οποιοδήποτε ποδήλατο, πολύ λίγα παιδιά είχαν. Πήγα στο γήπεδο και έκανα βόλτες να το μάθω καλύτερα. Στα καλντερίμια και στις κατηφόρες δεν κατάφερα να μάθω το ποδόφρενο, άσε που ούτε να σκεφτώ να πηγαίνω στο Γυμνάσιο με φαγωμένα σπορτέξ. Η λύση ήταν μία, να μαζέψω χρήματα και να βάλω κανονικά φρένα. Πέρασε ένα διάστημα και μετά έμαθα ότι υπάρχει ένας ποδηλατάς στο Παπάδο που επισκευάζει ποδήλατα και έχει και ανταλλακτικά. Το κατέβασα, το κοίταξε και μου έδωσε τα ανταλλακτικά και τα εξαρτήματα που ήταν για τα φρένα, μου είπε ότι οι στεφάνες μπροστά και πίσω θέλουν ακτινολόγιση, και ακτίνες. Τον ρώτησα πόσο κάνει μια «κόντρα φρένο» και φώτα, αλλά τα χρήματα μου ήταν πολύ μετρημένα. Αγόρασα τα τακάκια και τις ακτίνες και μόνο χαρά πήγα σπίτι και άρχισα αμέσως να μαστορεύω. Ατζαμής όπως ήμουν χωρίς να έχω ιδέα, ξεκίνησα να το φτιάξω, αναποδογύρισα το ποδήλατο, έβγαλα το ρόδες και τα λάστιχα και πέρασα τις ακτίνες που έλειπαν. Πέρασα τα τακάκια μπρος και πίσω αλλά επειδή η ρόδες ήταν σαν οχτάρια και αφού δεν πήγα να κάνω ακτινολόγιση τα φρένα ήταν φυσικό να πιάνουν και να μη πιάνουν. Πάντως κουτσά στραβά η δουλειά γινότανε. Κάποιος μου χάρισε ένα δυναμό και ένα φανάρι τα πέρασα, και έτσι το ποδαλατέλ απέκτησε και φώτα! Το έφτιαξα όσο μπορούσα, να μη πω πόσο το καμάρωνα το ποδήλατο αυτό και ας φαινόταν ότι έχει φάει όλα του τα ψωμιά. Έκανα σιγά σιγά βόλτες μέσα στο χωριό και ετοιμαζόμουν κάποια μέρα να κάνω τη μεγάλη απόδραση προς το Τάρτι.
Το Τάρτι όταν είχαμε ελιές μόλις τελείωνε το σχολείο τη Παρασκευή, μαζί με το αδερφό μου, το ξάδερφο καμιά φορά το οργανώναμε και πηγαίναμε με τα πόδια, δυόμιση ώρες διαδρομή και άλλο τόσο να επιστρέψεις. Μέναμε καμιά φορά στης θειάς της Σοφίας το νταμ, στρωματσάδα όλοι δίπλα στη φωτιά που έβραζε το αυριανό τσουκάλι με τα κουκιά ή τη φασολάδα και με το φως της λάμπας, λέγαμε ιστορίες και τρώγαμε το φαγητό κατάχαμα στο μεσάλι. Όταν πηγαίναμε στο Τάρτι τις περισσότερες φορές δεν βρίσκαμε αυτοκίνητο για να μας πάει και έτσι τη βγάζαμε ποδαράτο, μόνο ο Παναγιώτης ο Κοκκάρας από το Τρίγωνα είχε αυτοκίνητο και αν το πετυχαίναμε μας φόρτωνε στη κάσα. Το χειμώνα με τα φορτηγά που κουβαλούσαν τις ελιές η πιθανότητες ήταν καλύτερες.
Κάποια Παρασκευή ειδοποίησα τη μάνα μου ότι θα έρθω στο Τάρτι για το σαββατοκύριακο με το ποδήλατο. Μες το μυαλό μου ήθελα να είμαι ο Σεραφίνο που κουβαλάει το ραβδί στον ώμο και το φαγητό δεμένο στην άκρη. Ξανακοίταξα τα φρένα σε τι κατάσταση ήταν και με μεγάλη επιφύλαξη ξεκίνησα. Μέχρι να φθάσω στα «Πεύκαρα» τα τακάκια από τα φρένα είχαν σχεδόν φαγωθεί, οπότε αναγκαστικά ξεκίνησα το ποδόφρενο. Λίγο μετά από κεί ο χωματόδρομος κάνει ένα μεγάλο «S» και στη δεύτερη κατηφορική στροφή, ούτε το φρένα λειτούργησαν, ούτε και με το πόδι μπόρεσα να σώσω τη κατάσταση να φρενάρω το ποδήλατο. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβη, σε κλάσμα δευτερολέπτου είδα τον εαυτό μου να κάνει μια κωλοτούμπα στον αέρα, να προσγειώνομαι και να πέφτω με το κώλο σε ένα αγκαθωτό θάμνο, μια φουντουτή κιτρονοπράσινη αστοιβή! Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω υπάρχω! Δίπλα μου κοιτάω υπήρχαν κάτι μεγάλες πέτρες, ευτυχώς λέω σήμερα είχα άγιο αφού δεν έπεσα επάνω τους! Σηκώνομαι ψάχνομαι και τι να δω! Ο πισινός μου, τα πλευρά και τα χέρια μου είχαν σφηνωμένα αμέτρητα κίτρινα χοντρά αγκάθια. Όσα μπορούσα τα τραβούσα να βγούν, αλλά τι να κάνω ήμουν γεμάτος, έτσουζε ο πισινός μου απ’αυτά, αλλά και χάρη στο θάμνο έπεσα στα μαλακά! Συνήλθα λίγο να δω τη κατάστασή μου, αν είχα σπάσει κανέναν πλευρό ή κάτι άλλο, ευτυχώς μόνο μικρογδασήματα και κάτι αίματα.

Το ποδήλατο 3-4 μέτρα πιο μακριά, δεν είναι πάθει κάτι, το μάζεψα, ίσιωσα το τιμόνι, και άιντε με τα πόδια να κουτσοπατάω να το κυλάω στο κατήφορο. Μετά από είκοσι λεπτά έφτασα στου «Γλιγλή τη βρύση», κάθισα και πλύθηκα, πήρα μια ανάσα και όπου είχε λίγο ίσιο δρόμο το έκανα καβάλα, αλλά ο δρόμος για το Τάρτι είναι ο περισσότερος ανηφόρες – κατηφόρες, έτσι σπρώχνοντας το μετά από τρεις ώρες έφτασα τα νταμ, όπου με περίμενε η μάνα μου. Είδε τα χάλια μου, τα σχισμένα ρούχα και άρχισε να με περιποιείται. Της είπα ότι είμαι γεμάτος αγκάθια, έτσι κατέβασα τα βρακιά και προσπάθησε να βγάλει όσα μπορούσε, με καθάρισε με οινόπνευμα, αλλά τα περισσότερα έμεινα μέσα. Με πολλές ενοχλήσεις όλη την ώρα τα κουβαλούσα και αυτά στο σχολείο και παντού. Μετά από δύο εβδομάδες ξαναπήγα στο Τάρτι, τα αγκάθια είχαν βγάλει κάπαλο και πείον και έτσι με μια άλλη προσπάθεια τα βγάλαμε όλα. Το ποδήλατο το είχα αφήσει στο Τάρτι, μετά από αυτό, δεν το ξανάπιασα, έμεινε να κάθεται ακουμπισμένο σε ένα δέντρο να χορταριάζει χειμώνα καλοκαίρι για πολλά χρόνια. Το ποδήλατο είχε τελείωσε για μένα…
Όταν πάω για το Τάρτι με το αυτοκίνητο σταματώ καμιά φορά στη στροφή και βλέπω ακόμη τον αγκαθωτό θάμνο που κάθεται εκεί χρόνια!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Οι σαλιάτσ’ (Τα σαλιγκάρια)

Μικροί άλλοτε ήμασταν μικρά θηρία με μια τόπα στο χέρι και άλλοτε με ένα καντίρι και οργώναμε όλο το χωριό μας το Σκόπελο, από τη μια άκρη ως στην άλλη, πότε μας εύρισκες στην Αγιά Κυριακή, πότε στο Πρόβασμα, στη Παναγιούδα, πότε στο Τασλίκ, πότε στον Άη Γιώργη, στην Αγία Μαγδαλινή, φτιάχναμε τις ομάδες της μπάλας και παίζαμε σε όλες τις γειτονιές. Άλλοτε μαζευόμασταν στη πάνω και στη κάτω αγορά και μετά παίζαμε καρτέλες, ανταλλάζαμε περιοδικά, Όμπραξ, Ζανγκόρ, Μπλέκ, Μικρό Ήρωα στο σινεμά της κοινότητας.
Μια μέρα ως συνήθως περιφερόμουν στην αγορά, περνώντας απ’ έξω από του “Γιαννάτς του Πατούν” το μπακάλικο, είχε δυο-τρεις γυναίκες που κοιτούσαν τα σαλιγκάρια που είχε σε ένα πανέρι, κοίταξα και γω να δω τι γίνεται, δεν είχα δει ποτέ να πουλάνε, δεν είχα φάει ποτέ, αν και η μάνα μου έλεγε στη πείνα, δεν είχαμε τίποτε άλλο και ο κόσμος τους έτρωγε πολύ. Είχαν πέντε δραχμές το κιλό, κάποια αγόρασε μισό κιλό να κάνει μια μαγειριά. Εκεί που χάζευα, ήρθε ο κυρ Γιαννάτς και μου λέει «έλα να συ πω». Ήμουν με ακόμη ένα παιδί, «θέλς να πάτε και να ψάξτι για σαλιάτς και να μου φέρετι και εγώ θα σας πληρώσω ακριβώς τα μισά απ’ όσο τς πουλώ;». Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί και συμφωνήσαμε αμέσως, τέτοια χρυσή ευκαιρία δεν ήθελε και παζάρια!. 3-4 κιλά να βρίσκαμε να ένα δεκάρικο! Το ψωμί έκανε 1,20 δρχ το κιλό! Με 5 δρχ έπαιρνες ένα κιλό χωριάτικα λουκάνικα! Τον ρωτήσαμε που να βρούμε, μας λέει, μιας και έβρεξε χθες, θα βρείτε παντού όπου και να πάτε. Πήγα στο σπίτι και το δίχως άλλο πήρα ένα καλάθι και μαζί με το άλλο παιδί ξεκινήσαμε. Σκέφτηκα να πάμε στα κτήματα κάτω από το χωριό που έχει αμπολάδες, ψάχναμε ψάχναμε μαζέψαμε κανέ δυό κιλά, σιγά σιγά ανηφορίσαμε από το ρουμανέλ προς το σπίτι μας…οι σαλιάκ είχαν αραδίσει και σε όλα τα ντουβάρια από τα σπίτια του χωριού και βρίσκαμε συνεχώς, στο τέλος χωρίς θα το καταλάβουμε βρεθήκαμε να κοιτάμε στο τεράστιο ασουβάντιστο ντουβάρι του νεκροταφείου, ήταν γεμάτοι! Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί, για τη ζαβολιά που θα κάναμε και χωρίς χίρτ μίρτ, πιάσαμε και μαζεύαμε και από κεί. Γεμίσαμε χωρίς πολύ κόπο το καλάθι με κάτι μεγάλους σάλιακες! Ποιος ξέρει που είχαν κάνει βόλτες!  Ψυχή δεν υπήρχε για να μας δεί και να μας ρωτήσει τι κάναμε εκεί, γεμίσαμε το καλάθι και πήραμε ποδάρι προς την αγορά και δώσαμε τη πραμάτιά μας, ο καθένας μας πήρε από 6 δραχμές.
Ο Γιαννάτς καταευχαριστημένος και μας λέει:
Άμα τους πουλήσω θα ξαναπάτε ε;
Τι θα του λέγαμε όχι;
Μόνο χαρά, μόλις πήρα τα χρήματα, επειδή είχα αδυναμία πολύ τα χωριάτικα λουκάνικα, πήγα και αγόρασα ένα κιλό και όλο καμάρι τρέχοντας, τα πήγα σπίτι να δείξω τη προκοπή που έκανα στη μάνα μου. Η πρώτη της κουβέντα δεν ήταν άλλη που βρήκες τα χρήματα και τα αγόρασες.
Ε να…..μάζεψα σαλιάκ για το Γιαννάτς του Πατούν και μου τα έδωσε!
Με κοίταξε για μια στιγμή παράξενα σα να κάτι να κρύβω, και μετά με ρωτάει γιατί δεν έφερες και σε μας λίγ’ σαλιάτς;
Ε να άλλ’ φορά! Τι να έλεγα τη κατσπουδιά που έκανα;
Τώρα τηγάνισέ μου να φάω κανένα λουκάνκέλ’ γιατί πείνασα να γυρνάω όλη μέρα και να μαζεύω σαλιάκ!
Μέσ’ το μυαλό μου σκέφτηκα ας τους φάνε άλλοι! Τώρα ποιος τους έφαγε δεν ξέρω! Στη ζωή μου έφαγα δοκιμαστικά μια φορά αλλά σκεφτόμενος αυτό το περιστατικό ούτε σκέψη να φάω ποτέ. Ας μου το συγχωρήσουν οι συγχωριανοί μου!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

αμπολάδες = λιόδεντρα
χίρτ μίρτ = πολλά πολλά
κατσπουδιά = ζαβολιά

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Να παράδις δώμ’ κουκάλις

Μια μέρα καθώς φαίνεται η μάνα μου είχε δουλειά στο σπίτι και μου λέει: πάνι κουζούμ στην αγορά να αγοράσεις, ψωμί, μια σαλάτα, κτσά, φασλέλια και ένα κιλό κρέας για μαγείρεμα, πάρε και τη τσάντα και στο χέρι μου έδωσε ένα πενηντάρικο. Πήρα πόδι και σιγά σιγά έφτασα στη κάτω την αγορά του χωριού, εκεί που ήταν το τούρκικο τσαρσί, αγόρασα δύο κιλά ψωμί από το φούρνο του Σαμαρά, από τον Αλετρά τη σαλάτα που πάντα είχε μαζί μπόλικα ζαρζαβατικά και από το μπακάλικο του Χατζημιχαλάκη τα όσπρια, τέλος πέρασα από το χασαπιό. Του είπα το και το είπε η μάνα μου, διαλέγει από κάπου ένα κομμάτι κρέας και με γυρισμένη τη πλάτη από τη μια, άρχισε να κόβει το κρέας και από την άλλη, με τη μαχαίρα να σπάει κόκαλα, βέβαια τι έκοβε και τι μου έβαλε δεν μπορούσα να ξέρω, θα το μάθαινα όμως σε λίγο. Χάζευα από δω και κεί, και σε μια πινακίδα διάβασα: «Ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτη». Το τύλιξε στο άψε σβήσε το κρέας στο χασαπόχαρτο μαζί με κάποια κόκαλα και τα έβαλε στη ζύγι. Έτοιμος 7 δρχ! μου είπε, τον πλήρωσα και έφυγα. Περπατώντας χάζεψα τα περιοδικά στο περίπτερο του Σεβίλλη και τα πίσω μπρος πήγα στο σπίτι. Έδωσα τα ρέστα στη μάνα και αυτή έλεγξε αν πήρα ότι μου παρήγγειλε. Ανοίγει το χασαπόχαρτο, το βλέπει και αμέσως μόνο θυμό μου λέει, καλά βρε αχμάκι αυτό είναι το κρέας που σου είπα να φέρεις; και μου σέρνει το «Να παράδις δώμ’ κουκάλις». Ο νταμλαδιασμένος σου πήρε τις παράδες και όλο κόκαλα σου έδωσε! Παίρνει όπως ήταν το κρέας και πάει στην αγορά, να τα ψάλει στο χασάπη. Από τότε μόλις με πιάνουν κορόιδο μου έρχεται κατευθείαν αυτή η φράση από το μυαλό! Πάγιο κάποιων επαγγελματιών μόλις ο πελάτης δεν κοιτά να τον καλυβώνουν!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας


κουζούμ = παιδάκι μου (αρνάκι μου)
κτσά = κουκιά
νταμλάς = αποπληξία
καλυβώνω = παράφραση του καλιγώνω, πεταλώνω, μτφ ξεγελώ κάποιον

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

«Θα σι σάσου ιγώ» (Θα σε φτιάξω εγώ)



Η μάνα μου αγάπα πολύ τα ζά· μα πιο πολύ τις όρθις, δεν θυμάμαι μια εποχή που να μην είχε. Όλη μέρα να τις ταΐζει, να γεμίζει τα γλαστριά τους νερό και να τις φωνάζει, «πουλ, πουλ, πουλ!» και αυτές από μακριά όταν την έβλεπαν να τρέχουν σαν τρελές κοντά της. Με τέτοια μικρά μικρά, με το ένα με το άλλο, όλη η μέρα της ήταν γεμάτη.  Κι εγώ έπαιρνα το μικρό το καλαθέλ’ έτρεχα και μάζευα τα αυγά, τις έδιωχνα από το μπαχτσέ και τις μάντριζα το βράδυ. Κ’μάς είχαμε στο χωριό, είχαμε και στο Τάρτι, πλαδούλις, πιτνάρια, όρθις, πιτνοί, πλιά τσι πλέλια, λογιών λογιώ. Πάντα τις είχε καλομαθημένες στο πράσινου χουρταρέλ’, στα κτηνάλευρα, στα πύτιρα, στο νταρί καμιά φορά με σιτάρι. Όλη μέρα οι όρθις αλογύριζαν και σκαλίζαν απώξου, το βράδυ πάντα θα τις μάντριζε και θα πέτρωνε τη πόρτα. Οι σκύλοι ήταν δίπλα από το κοτέτσι, αλλά παρόλο αυτά, η αληπού ανηγόρευε και όταν πείναγε κατέβαινε απ’ του Καλπάκα, άρπαζε κανέ δύο χωρίς να την πάρουν χαμπάρι και ανέβαινε στο γιατάκι της και τις ξεροκοκκαλούσε μια μια· το μόνο που βρίσκαμε ήταν τα φτερά τους, εδώ και εκεί, που τις τραβολογούσε για το ρουμάνι και μετά ήταν όλο στενοχώρια. Καμιά φορά συνέβαιναν και τα τρις χειρότερα, έμπαινε μέσα κανένα ατσίδ’ και τις έπνιγε όλες μαζί και ρήμαζε το κοτέτσι, τότε για μια εβδομάδα ήταν να μη τη μιλάς. Μια φορά άκουσα να φωνάζει από μακριά, πήγα να δω τι συνέβη, «τρέξε κατά κεί ένα γεράκι άρπαξε μια όρθα!» και όντως το είδα σιγά σιγά να τη σηκώνει κατά πολύ το βάρος του και τραβά για το διπλανό βουνό! Οπότε όλα αυτά τα ζουλάπια ούτε που ήθελε να τα ακούσει ούτε και να τα δει. Όταν φεύγαμε μετά το καλοκαίρι από το Τάρτι σινοπαίρναν και αυτές πίσω ή και το ανάποδο από το χωριό στο Τάρτι.
Είχε τις πιο όμορφες με μαύρα πλουμιστά φτερά και όμορφα λιριά και οι πετεινοί το ίδιο. Από μικρή είχε μάθει να έχει και τις είχε αδυναμία και αυτές ανταπέδιναν, πάντοτε θα είχαμε φρέσκα αυγά και θα έσφαζε τις δικές τις για να κάνουμε σούπα και πιλάφι, που μοσκομύριζε από το λίπος πού έβγαζαν, ελάχιστες φορές αγόραζε, για φαγητό, έτσι το σπίτι ήταν πάντα εξασφαλισμένο με αυγά και κοτόπουλο. Ο πατέρας μου δεν τις είχε και πολύ συμπάθεια, γιατί πάντα δυο – τρεις κακομάθαιναν ή καλομάθαιναν και σκάλιζαν τις ντομάτες του και έμπαιναν στα παρτέρια με τα λουλούδια και τα κάναν ντάρμα νταγάν, τότε γινόταν θεριό και φώναζε «έρμες που θα μ’ πάτε!»….και άμα δεν παίρναν από λόγια έπαιρνε το τουφέκι και την επομένη είχαμε πιλάφι. Τα σκουπίδια μας ήταν λιγοστά, αφού οι πάντα αχόρταγες τα έτρωγαν όλα, πήγαινε με το κουβά, και «πουλ, πουλ, πουλ» τις φώναζε και αυτές έτρεχαν με μεγάλες δρασκελιές ποια θα προφτάσει να πρωτοφάει πρώτη και περισσότερο. Oι μεγαλύτερες κυνηγούσαν τα πλιά και δεν τα άφηναν να φάνε, τότε θύμωνε πολύ και τις κυνήγαγε «κσιτ, κσιτ, κσιτ!», και μερικές φορές κάποιες είδα να τσιμπάνε μέχρι θανάτου τις αδύναμες στο κεφάλι επάνω. Κατά το Μάιο - Ιούνιο, ερχόταν η εποχή που έθετε μια ή δύο κλώσες για κλωσοπούλια, με πολύ περιποίηση τις πρόσεχε  και αυτές δεν άφηναν κανέναν να τις πλησιάσει όσο πλάκωναν τα αυγά. Όταν τέλος έβγαιναν τα κλωσοπούλια ήταν όλο χαρά να τα ταΐζει σπιράκι σπιράκι ρίζι ή σουσάμι και αυτά να τρέχουν σαν τρελά να φάνε και να τιτιβίζουν. Όταν τα κλωσοπούλια γινόταν πλαδούλες τα τάιζε και τα πρόσεχε πως και πως,…ενώ η κλώσα συνέχιζε επίσης να τα ταΐζει, να τα προσέχει και να τα φωνάζει κκου κκ….κάπως έτσι. Και ενώ η δουλειά της κλώσας είχε πια τελείωσε αυτή συνέχιζε να τα καλεί …  Η μάνα μου καθώς έκανε τις δουλειές της ή ξεκουραζόταν σε κανένα καρεκλί, δεν άντεχε πια να ακούει τη κλώσα να κλωσάζει, νευρίαζε, οπότε όταν κάπου περνούσε από μπροστά της έλεγε «θα σι σάσου ιγώ, θα σι σάσου». Μια δυο – μια δυο την κυνήγαγε και την έπιανε, την πήγαινε στη χαβούζα, και της τσαλαβουτούσε ο κεφάλι και της φώναζε «θα στα σταματίγς ή όχ’» και αυτό το βιολί συνεχιζόταν μέχρι να πάψει το εκνευριστικό κλώσημα …αν τύχαινε να το επαναλάβει – μαύρη η μοίρας και ψαρή γι ουρά τς! -  ήταν και πάλι για τη χαβούζα!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Οι Πέρτσις

Πότε ερχόταν το καλοκαίρι, πότε έφευγε χαμπάρι δεν παίρναμε. Παιδιά ήμασταν, σταμουσήν δεν είχε ο κώλος μας, πότε μες τον ήλιο, στη θάλασσα, στα ψαρέματα, τα μπάνια τις παρέες και πότε τα βράδια με τις σαλαγκιές στα χταπόδια, Στην εξοχή οι λίγες απολαύσεις ήταν μια γκαζόζα, ένα υποβρύχιο ήταν αρκετά για να μας δροσίσουν και να μας ευχαριστήσουν. Στη αρχή του καλοκαιριού προλαβαίναμε τα απίδια, τους αχτσέδες ανεβαίναμε-κατεβαίναμε τις πλαγιές, τρώγαμε σα τα γρούνια και σκάγαμε, μετά έρχονταν τα σύκα και τα σταφίλια τα ίδια και απαράλλαχτα! Όλα τα περιβόλια στο Τάρτι μας γνώριζαν, τα πατούσαμε, χειμώνα καλοκαίρι, αλλά και μεις ξέραμε τι έχει το καθένα, ποιό έχει μούσκλες, ποιό έχει σουλτανίνα, που είναι τα αυγόσυκα. Για το κυνήγι, καψαλιάζαμε τσατάλια απ’ τις ελιές και από το Πλαστήρα στο Σκόπελο αγοράζαμε λάστιχα και φτιάχναμε σβυντόνες. Ιεροτελεστία σωστή! Με τις σβυντόνες ήμασταν οι μικροί κυνηγοί, οι μεγαλύτεροι είχαν αεροβόλα, να πω δεν κάναμε μεγάλη ζημιά στη πανίδα, αλλά αυτά βλέπαμε αυτά κάναμε. Εγώ ζήτημα αν χτυπούσα 1-2 πουλιά ολόκληρο το καλοκαίρι, τη στήναμε κάτω από τις συκιές αλλά στο τέλος φεύγαμε άπραγοι, ευτυχώς τρώγαμε κανένα σύκο δεν μέναμε με άδειο στομάχι. Μετά από κει παραφυλάγαμε στις μάννες και στα νερά και έτσι όλο το καλοκαίρι με το ένα με το άλλο είχαμε πάντα απασχόληση. Με τις διάφορες βόλτες τύχαινε να ‘βγάλουμε’ και πέρδικες. Στα Φαρά στα ισιώματα όταν πηγαίναμε για κεφαλάδες, φρουπετούσαν κοπαδιαστά, το ίδιο και στη Κοπέλα, γενικώς κάθε κορυφή είχε και το κοπάδι της, αλλά κυρίως ο μεράς τους ήταν το Όρος και ο Ντάλαντος. Μια φορά πήγαμε ψάρεμα με βάρκα μαζί με το «Φουσκωτό» το Παναγιώτη (Χρυσάφη) εκεί που λέν στα «κόκκινα», στα «λαγήνια», σχεδόν δίπλα στα βράχια ήταν ένα κοπάδι έκανε βόλτες χωρίς να ενοχλούνται καθόλου! Παντού ήταν.  Ακόμη και γύρο από το δικό μας κτήμα το πρωί θα τις άκουγες να κακαρίζουν, ή πολλές φορές τις πετύχαινα στο λαγκάδι απέναντι όπου είχε νερά και κατέβαιναν να ποιούν. Μια φορά τις πετύχαμε και στη μάννα στο δρόμο επάνω στα Πεύκαρα να περπατούν στην άκρη στο χωματόδρομο – άλλες εποχές πλέον.

Εκείνο το καλοκαίρι ήρθε ένα παιδί, ο Μιχάλης από την Αθήνα, το Χαϊδάρι με ένα αεροβόλο, με είχε ζαλίσει να πηγαίνουμε για κυνήγι μαζί. Αυτός με το αεροβόλο και εγώ με τα λάστιχα. Πάνω από το κτήμα μας, ήταν ένα κτήμα του Ταχτικού με νερό και παραδίπλα μια παλιά μάννα, στα Βακούφια ήταν γεμάτο από σέτια με ακανόνιστο γκρι μάρμαρο γεμάτα με αξτάρ’.  Πήγαμε μια μέρα, κρυφτήκαμε πίσω από τις αμπολάδες μες τα σέτια και να σου από το πουθενά και πλάκωσαν αγριοπερίστερα, όμως μας είδαν και κόψαν, οπότε βάλαμε κλαδιά για να κρυφτούμε, μετά από μια ώρα ήρθαν άλλα και στήθηκαν φαρδιά πλατιά μια σειρά σε ένα μακρύ σέτι γύρω στα είκοσι πέντε μέτρα μακριά. Ο φίλος παίρνει σημάδι, ρίχνει παφ με το αεροβόλο, πέταξαν τα αγριοπερίστερα απόμενε ένα! Έτρεξε το σήκωσε στο χέρι του και τρελάθηκε από τη χαρά του.

Την επόμενη ημέρα ζήτησα και εγώ το αεροβόλο να δοκιμάσω τη τύχη μου, πράγματι μου το έδωσε, κατά τις δέκα το πρωί πήγα ταμπουρώθηκα και περίμενα, κοιτώντας τριγύρω το άλαλο χώμα που έπαιρνε χρώματα, σχήματα και μυρουδιές, κάτι καραμπάσια μονάχα έρχονταν να ποιούν νερό, αλλά ποιός τα έδινε σημασία είχα μεγαλύτερες βλέψεις. Άξαφνα ακούω ένα «φούρτ» παραξενεύτηκα, δεν ήξερα τι ήταν, βλέπω κάτι που έτρεχε πέρα δώθε, σαν τρελό γκριζωπό με κόκκινο μυτάκι, ήταν ένας πέρκος!  Αμέσως έβαλα στο μυαλό μου, σήμερα άμα χτυπήσω πέρδικα όλοι θα μιλάνε για μένα πολύ καιρό! Και προπαντός θα βγω επανογώτερος από το φίλο μου. Ο πέρκος έκανε βόλτες γύρω από το νερό να δει αν ήταν ασφαλή τα πράγματα μην υπάρχει καμιά αλεπού ή κάτι άλλο, κάποια στιγμή ανέβηκε απάνω σε ένα καγιαδί και κακάριζε, κάκουβα! κάκουβα! κάκουβα! Άνετα θα μπορούσα να του είχα ρίξει, δεν το έκανα, περνάν δυό - τρία λεπτά, νάσου και πλάκωναν αθόρυβα και οι κυρίες πέρδικες μία μετά την άλλη μέσα από τις αληγαριές και κάναν βόλτες! Όλες σιγά σιγά μαζί με το πέρκο πήγαν στο νερό, γινόταν το έλα να δεις, άλλες έπιναν, άλλες μες το νερό τσαλαβουτούσαν και ξετίναζαν τα φτερά τους, σωστό πανηγύρι! Και πάλι θα μπορούσα να είχα ρίξει αλλά δεν το έκανα…. Είχα κοκαλώσει, ανατριχίλα σκέτη, τέτοια ομορφιά δεν την τουφεκάς, δεν χόρταινα να τις βλέπω! Κάποια στιγμή μια μια οι πέρδικες, πήραν ποδάρι, αραδίσανε σιγά σιγά στις αληγαριές και φύγαν… Έμεινα εκστασιασμένος με αυτό που είχε συμβεί και είδα! Δεν πίστευα στα μάτια μου! Ακόμη και σήμερα αναπολώ εκείνα τα μαγικά λεπτά! Στα σημερινά τα χρόνια οι πέρδικες από όλα τα λαγκάδια και από τις βουνοπλαγιές έχουν εκλείψει, τα γλυκά τους κακαρίσματα δεν ακούγονται πλέον…
Παναγιώτης Αγιακάτσικας


Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...