Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Συνέντευξη με τον Γιώργο Χατζημανώλη ή Καμπουρέλ















Τέλη του ’60. Γιώργος Μπατζάκας, μπουζούκι (Μεσαγρός), Κονδύλης Κωνσταντέλλιας, τζαζ (ντραμς), Γιάννης Αρβανιτάκης (ή Αγγελόπουλος από το Ίππειος), κιθάρα-τραγούδι, Νίκος Ζωγράφος, ακορντεόν (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Βερβέρης βιολί (ή Τουρκογιάννης, Πλωμάρι), Γιώργος Χατζημανώλης κιθάρα τραγούδι (δεξιά)


Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα

Το Γιώργο το Χατζημανώλη ή Καμπουρέλ, τον γνωρίζω από μικρός στο Τάρτι. Πριν αναλάβει τη ταβέρνα του να τη δουλέψει ο ίδιος, ο περισσότερος κόσμος τον γνώριζε, σαν τραγουδιστή. Τη δεκαετία του ’60 συμμετείχε με τη Γεραγώτικη κομπανία και ήταν ο τραγουδιστής τους. Από μικρός ασχολιόταν με το τραγούδι. Τραγουδούσε εξαιρετικά Αγγελόπουλο, Καζαντζίδη, Περπινιάδη της εποχής του ’60. Συνάμα από μικρός γύριζε όλα τα πανηγύρια και γνώριζε άριστα να τραγουδάει όλα τα παραδοσιακά της Λέσβου. Κάποια φορά είχα ανατριχιάσει όταν είπε το «Αμυγδαλάκι». Ήταν επίσης άριστος χορευτής των παραδοσιακών σκοπών της Λέσβου. Ξακουστός ήταν και πολλοί θα τον θυμούνται που έλεγε μανέδες. Κάποια φορά τον ρώτησα από πού τους έμαθε, και μου είπε ο πατέρας μου είχε γραμμόφωνο με πλάκες 78 στροφών μεταξύ των οποίων και του Σαμιώτη μανετζή Κώστα Ρούκουνα και από εκεί τους ξεσήκωνα. Πάντα όταν κατέβαινα στο καφενείο, θα με κερνούσε και θα με φώναζε κάπου μόνοι να μιλήσουμε τα της μουσικής που είχε μεγάλη αγάπη αλλά λίγο χρόνο.

Θα με ρωτούσε για τα μακάμια, το χιτζάζ και το ουσάκ πως θα τα παίξει στο μπουζούκι, και εγώ θα ρωτούσα για τις παλιές μουσικές και ιστορίες στο νησί μας. Είχε αδυναμία το σαντούρι, κι όταν έμαθε ότι η κόρη μου παίζει, την φώναξε και της έλεγε, παίξε Μυρσίνη ένα ταξιμάκι ή Μυτιληνιό τραγούδι, μετά ακούγοντάς τα έλεγε κοίτα το χέρι μου ανατριχιάζω που το ακούω. Τελευταία στο μυαλό μου ήρθε και το εξής περιστατικό. Ένα απόγευμα με πήρε τηλέφωνο στο Τάρτι και μου είπε έλα πάρε τη κιθάρα και η Μυρσίνη το σαντούρι σε μια ώρα θα είναι εδώ μια καλή παρέα. Η κόρη μου ντρεπόταν, τελικά πήγαμε. Πιάσαμε παίζαμε τα Μυτιληνιά και η παρέα ήρθε στο κέφι, και άρχισε να σηκώνεται να χορεύει, ο Γιώργος χωρίς μικρόφωνο συμπλήρωσε το τραγούδι. Μετά από κάποια στιγμή σηκώνεται ο ίδιος, ρίχνει χρήματα σαν τάμα προς εμάς και μας λέει παίξτε ένα καρσιλαμά να χορέψω.

Κάπως έτσι πάντα μερακλή τον έχω στη θύμησή μου.

Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε στις 30/7/2010 και ακούγοντας την νόμιζα όταν πάλι ήταν δίπλα μου και κουβεντιάζαμε.

Οι γονείς είχαν ρίζες μικράς ασίας;
Ήταν καθαρά Μυτιληνιοί η μάνα μου από το Τρίγωνα και Παπάδο και ο μπαμπάς μου Σκοπελιανός.

Ποια ήταν τα μουσικά ακούσματά σας;
Και οι δυο μου οι γονείς πάντα τραγουδούσαν αλλά όταν υπήρχε και μουσική τα δείναν όλα, να χορέψουν και να διατάξουν τα παλιά τραγούδια. Ο πατέρας μου άκουγε μανέδες και τους παλιούς καρσιλαμάδες,

Θυμάμαι αυτό:
«Το Καραντάσι στα καγιαλίκια»

Αχ Στο καραντάσι στο κρύο νερί
θα σε καρτερώ το μεσημέρι
Στο Καραντάσι στα καγιαλίκια
εκεί μου φάγανε τα μεταλλίκια


(Στο 5:22 ένα δείγμα μανέ σε σαμπάχ που έλεγε ο Γιώργος)

Εκατό δραχμές τη μέρα
, Τα μάρμαρα της πόλης, Θα κατέβω στο περγάμη, ήταν τοπικό τραγούδι.

Σαν μικρά μωρά ακούγαμε μόνο αυτά και σαν μεγαλώσαμε ανακαλύψαμε την ομορφιά του τραγουδιού και το γραμμόφωνο. Μέναμε εδώ στο Τάρτι, ένα χιλιόμετρο πιο πάνω, ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης και μετά έγινε καφετζής. Είχε δύο γραμμόφωνα 78 στροφών, ένα με χωνί και ένα άλλο βαλίτσα και ράδιο φίλπς, που με το γάιδαρο κουβαλάγαμε τις μπαταρίες με τα υγρά από το χωριό, εναλλάξ για να φορτίζονται εκεί. Η μπαταρία κρατούσε 5-6 μέρες.
Ποιες πλάκες είχε;
Είχε το μπάρμπα Κώστα το Ρούκουνα το Σαμιωτάκη



Δάκρυα πέφτουν σαν φωτιά, γύρω στα μάγουλά μου
και πέφτουνε στο στήθος μου, και κάβουν τη καρδιά μου

(μανές με τον Κώστα Ρούκουνα)




Δεν μου ’μεινε πλέον ζωή, στο κόσμο για να ζήσω
και λίγο λίγο φθείρομαι, ώσπου να ξεψυχήσω

(μανές με τον Παναγή Χαράλαμπο)

Και ακόμη ένα που θυμάμαι



Έβλεπα φίλους κι έλεγα, πως πάντα μ’ αγαπούσαν
μα αυτοί μπροστά μου γέλαγαν, και πίσω με μισούσαν
(μανές με τον Κώστα Ρούκουνα)

Σε δίσκους είχαμε το Βουρλιώτη (Παν. Χαράλαμπο) και μερικούς τούρκικους, Σμυρνέικα και καρσιλαμάδες. Εδώ στο καφενείο συνέχεια κούρδιζα το γραμμόφωνο και άλλαζα βελόνια. Δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε δρόμος…
Περνούσαν οι βάρκες γκοζολίνες από μακριά κάναν πολύ θόρυβο, και όταν τραγουδούσε ο πατέρας μου τον άκουγαν που τραβούσε τον μανέ από το γιαλό. Ακόμη και η μητέρα μου τραγουδούσε. Έτσι πήρα λίγο και από τους δύο.


Μεσαγρός δεκαετία του ’50. Νέοι έχουν στήσει υπαίθριο γλέντι.
Στο ζουρνά ο Παναγιώτης Καραδούκας και στο νταούλι ο Παρασκευάς Καραδούκας.

-Μου είχες πει μια ιστορία με το νταούλι και το ζουρνά που είχε παλαιότερα η Γέρα.
Από το Μεσαγρό, ο Παράσχος και ο Παναγιώτης Καραδούκας, αυτοί ήταν οι «νταβουλτζήδες». Γύριζαν τα πανηγύρια και όποιος τους αρπούσε. Αυτά τα δύο όργανα μπορούσαν να φέρουν αποτέλεσμα και να γλεντήσουν το κόσμο.
Μια φορά θυμάμαι ήμουν πιτσιρικάς στο πανηγύρι του Αγίου Γρηγορίου που γίνεται στις 10 Ιουλίου, τους πήρα και τους έφερα στο Τάρτι. Και συγκεκριμένα ο πατέρας μου έπινε ούζο με ένα φίλο του μέσα στην αυλή μας και τους έβαλα να παίξουν από μακριά το «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης». Ο πατέρας μου μέσα στα βνά ακούει την ορχήστρα να παίζει, και ήταν όλο χαρά και γέλια. Ω ρε έρχονται για μένα.
Ο ζουρνάς και το νταούλι ακούγονταν από το Αι Γληγόρ στο Τάρτι, ο δε ζουρνάς τσίριζε, το δεν νταούλι ακουγόταν ντουπ ντουπ. 



Πανηγύρι Αγίου Γρηγορίου, 10 Ιουλίου 1964 

Στέλιος Tαμβακέρας, Παναγιώτης Αναγνώστου «Λοχίας» (Δάσκαλος), Στρατής Ταμβακέρας, Γιώργος Χατζημανώλης

Στο Παπάδο ο πατέρας μου είχε ένα καφενείο μια «καρτσολί» και κάθε Σαββατοκύριακο έπερνε αυτούς τους δύο και παίζαν. Μαζεύονταν όλοι οι καλοί καλοί και χορεύαν τότε, γιατροί, δικηγόροι, του Παπάδου. Παίζαν ζειμπέκικα σαν το ΜΙ (Αϊβαλιώτικος) την Πέργαμο, καρσιλαμάδες τέτοια. Έπαιρνα μικρός το μηχανάκι και γύριζα όλα τα πανηγύρια, και δεκατεσσάρων χρονών χόρεψα μπροστά σε ορχήστρα. Έσκαψα με το γκασμά οχτακόσια δέντρα από μια δραχμή το δέντρο και πήρα οχτακόσιες δραχμές, έκανα ένα κοστούμι τετρακόσιες και τις άλλες τετρακόσιες τις έριξα στις 9 Μαρτίου στο πανηγύρι των Αγίων Σαράντα στο Τάρτι στην ορχήστρα στο καφενείο του Γιάννη Λούπου (στο μέσον της παραλίας).



-Τραγούδι έμαθες, το χορό ποιός στον έμαθε;
Αυτό έρχεται μοναχό του, πρέπει να το έχεις μέσα σου.
- Οι γονείς σου χορεύαν;
Βεβαίως, πάλι θυμάμαι των Αγίων Σαράντα στο Τάρτι, ο πατέρας μου σήκωσε τη μάνα μου να χορέψουν και δεν είχε χρήματα να ρίξει, και έκοψε μια διαταχτική και έδωσε στους μουσικάντες 700 οκάδες λάδι. Έκανε να παίρνει από του Κουκάρα του Τσάλε τη μηχανή στο Πλωμάρι λάδια, και έκοψε χαρτί στους Μπουρλήδες τους μουσικάντες από τη Πλαγιά. Σε όλα τα ντάμια που κατοικούσε ο κόσμος και μάζευε τις ελιές παίζαν τουμπερλέκια, με ένα γαζοτενεκέ ή ταψί γλεντούσαν.
- Εκτός από τον εαυτό σου, ποιούς θυμάσαι σαν καλούς χορευτές;
Μαζί μου ήταν ο Μιγδάλης ο Σιμανής (Σκόπελος). Όταν θα χόρευε σηκώνονταν επάνω ο κόσμος, και ο γαμπρός μου ο Τσαμουράς ο Μιλτιάδης.
-Ποιος χόρευε το καλύτερο ζεϊμπέκο; Θα έλεγα κι εγώ ήμουν απ’ αυτούς, αλλά όπως και προανέφερα ο Μιγδάλης και ο Μιλτιάδης ήταν από τους καλύτερους.

-Πως ξεκίνησες να τραγουδάς;
Πρώτα με τις παρέες μου, μετά βρέθηκα σε ένα ξενυχτάδικο που το λέγαν «Βράχο» στη Λαγκάδα στη Μυτιλήνη. Όταν τελείωσε η ορχήστρα προς το τέλος είπα ένα τραγούδι μόνος. Όλη η ορχήστρα σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου και μου είπαν αύριο να ’ρθεις για δουλειά. Την επομένη ήμουν εκεί και τραγούδησα, και την μεθεπόμενη το έμαθαν και στο χωριό, και κατέβηκε όλος ο Σκόπελος για να με ακούσει και να χορέψουν. Η ορχήστρα ήταν Παναγιώτης Ανδριώτης από το Σκόπελο που έπαιζε ντραμς αλλά κυρίως κιθάρα ήταν ο Μπόρος ο Κώστας που έπαιζε μπουζούκι, ο Ψύρρας ο Στρατής (Αγιασώτης) που έπαιζε σαντούρι, ένας Στρατής από την Αγιάσο που έπαιζε ακορνετόν και εγώ έπαιζα κιθάρα ακοπανιαμέντα όσο ήξερα γιατί ήμουν αρχάριος, γυναίκες που τραγουδούσαν, στο βιολί ο Χαριλής (Χαρίλαος Ρόδανος) από την Αγιάσο, μετά με διάφορες ορχήστρες στα πανηγύρια.

-Ποια ήταν τα συγκροτήματα που παίζατε στη Μυτιλήνη;

Εδώ στη Γέρα ήταν με το Γιώργο Μπατζάκα. Έπαιξα με τα «Καζίνα» τους Αγιασώτες, με το Χαριλή, με τους Πλωμαρίτες Μπουρλήδες, ακόμη και στην Αμερική βρήκα κάποιον Μπουρλή και δούλεψα μαζί του.

-Είναι το ίδιο πράγμα μανές και αμανές;

Ο μανές είναι όπως το έλεγε ο Κώστας Ρούκουνας ένα ολόκληρο τραγούδι με το στιχάκι του, ενώ αμανές είναι αυτό που μέσα σε κάποιο τραγούδι θα πει το αμαν αμαν όπως λέει ο Περπινιάδης το «Σεντονάκι».

-Στη Γέρα ποιοι άλλοι λέγανε μανέδες;

Ο κόσμος άκουγε και αυτά μάθαινε να λέει. Είχε κάποιους ανθρώπους στο Πέραμα, που λεγόταν Βισβίκηδες αδέρφια που ήρθαν από την Μικρά Ασία, τους άκουγες έλεγες θεέ μ και Παναγιάμ, τι φωνές είναι τούτες. Ακόμη και εδώ, υπήρχε ο Μήτσος ο Σπανιάς, παρότι πρίμος, έλεγες νάτος θα με ανατριχιάσει. Στη Γέρα αυτά ακουγόντουσαν, συρτοί, καρσιλαμάδες, και όχι τα ελαφρά τραγούδια του Τόνι Μαρούδα.

-Είχες πάει και στην Αμερική.
Είχα πάει μετανάστης και τραγουδούσα, με γράφαν σε κασέτες, πολύ με στενοχωρεί που δεν έχω κρατήσει κάποια να με ακούει ο κόσμος. Πριν να φύγω είχα προτάσεις να κάνω ηχογραφήσεις, παντρεύτηκα, και έφυγα στην Αμερική. Εκεί δούλεψα τριάμιση χρόνια μουσικός. Πέθαναν οι γονείς μου και σταμάτησα το τραγούδι

-Για τα σημερινά δεδομένα της μουσικής τι πιστεύεις;
Οι νέοι ακούνε τα δικά τους, αλλά όταν έρθει η ώρα να διασκεδάσουν ακούνε τα παλιά τα δικά μας, αυτά δεν θα χαθούνε ποτές.
-Ευχαριστώ Γιώργο που τα είπαμε.



Γέρα, 27 Αυγούστου, 1967, Στράτος Αγιακάτσικας, Δημήτρης Βούρος (Ζέπος), Παναγιώτης Κωνσταντακέλλης, Δημήτρης Μαυρογιάννης (Ντραμπαρίφας), Γιώργος Σπανιάς, Μιγδάλης Λαγουτάρης, Γιώργος Χατζημανώλης



1958. Ο νεαρός Γιώργος Χατζημανώλης με μοτοποδήλατο σαξ



Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Γιατί αγάπησα τον Σόλωνα Λέκκα










“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Γνήσιος ταπεινός γόνος της Λέσβου, με το βασιλικό στο αυτί, την κατσούλα στο κεφάλι, το κομπολόι και το τσιγάρο στα δουλεμένα χέρια, μια ματιά που σε διαπερνά, μετρημένη, θα καθόταν να βάλει το ρακί του και στην παρέα του να πει τον μανέ του, να βγάλει το μεράκι του. Να βρεθεί κάπου σ’ ένα κόσμο με τη φωνή του, να μας ταξιδέψει, να βγάλει το παράπονο, τον αναστεναγμό, να χαμηλώσει το κεφάλι, να πάρει ανάσα και να φέρει βόλτα το επόμενο τσάκισμα. Να σηκωθεί στον καρσιλαμά να χορέψει με τσαλίμια μετρημένα, να χτυπήσει το χέρι στη γη, να κάνει τη στροφή, χωρίς μαγκιές και σάλτα. 










Να γιατί αγάπησα έναν τέτοιο άνθρωπο, έτσι απλά, γιατί ήταν αληθινός, γιατί το βλέπαμε μπροστά στα μάτια μας, πότε στο τραγούδι του, πότε στις κουβέντες, στην ταπεινή του καταγωγή. Ναι αυτό είναι που όλοι μας είχαμε ανάγκη, ένα άνθρωπο αληθινό, αυτό που μας έλειπε κι αυτό που το συναντούσαμε σπάνια. Σαν μιλούσε στη γλώσσα του, τη μυτιληνιά, έβγαινε αληθινή, ζωντανή. Oι σκέψεις, τα σοφίσματά του, όλα μετρημένα, στην ώρα τους εκεί που έπρεπε. Τα παραπανίσια και τα σαχλά δεν τα μπόραγε και δεν τα ήθελε. 

Ένας άνθρωπος ζυμωμένος στην ύπαιθρο της Λέσβου. Που ήθελε να αρμέξει τη κατσίκα, να φτιάξει τυρί, να πεταλώσει το άλογο, να το καβαλικέψει, να σμιλέψει τη πέτρα, να χτίσει, να κάνει ένα μεροκάματο. Η εικόνα του Μυτιληνιού που χαίρεται τη ζωή, την κάθε στιγμή στο χωριό, στο κτήμα, στον μπαξέ, στον καφενέ.

Τα μουσικά του ακούσματα, παλιά μυτιληνιά και μικρασιάτικα τραγούδια, μανέδες που έμαθε κοντά σε παλιούς, τοπικά τραγούδια αποκριάτικα και λίγα ρεμπέτικα. Δεν είχε ενστερνιστεί το λαϊκό τραγούδι του ‘60-‘70 παρότι ήταν της γενιάς του. Έτσι ανόθευτος μας μετέφερε και μας δίδαξε τον ξεχασμένο μανέ και το μυτιληνιό τραγούδι ως σήμερα. Ο τρόπος που έλεγε το τραγούδι, ήταν γνήσιος, της παλιάς σχολής, της παρέας, και του γλεντιού στο τραπέζι, και όχι του θεάματος, της συναυλίας, που παρ’ όλα αυτά όταν βρισκόταν εκεί, έλεγε, «τραγουδώ ψεύτικα, δεν σας το κρύβω». Θα πει δεν είμαι μαθμένος με τα λεφτά, δεν αγαπώ τα λεφτά, και με τα λίγα μπορώ να ζήσω, δείγμα ταπεινοφροσύνης. Πολλοί πάντα είχαν την απορία με τα χρήματα, κάπου στην πορεία είχε πει:

«Με τα σημερινά δεδομένα, γύρω στα 100 με 150 ευρώ (παίρνω). Δεν έχω πάρει εγώ πολλά λεφτά. Έδωσα όμως πολλή και καλή μουσική στον κόσμο που ξέρει να την εκτιμά» Όπως λέει ο σκοπός:

“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Τελευταία φορά τον είδα πέρσι το καλοκαίρι, μπαίνοντας μέσα από την αγορά στο «Πανελλήνιο» στη Μυτιλήνη. Εκεί καθόταν μόνος και έπινε τον καφέ του, είχαμε κάνει κουβέντα παλαιότερα, τον χαιρέτησα, με κοίταξε να με θυμηθεί, «κάτσε να σε κεράσω». Ήμουν φορτωμένος τσάντες, δεν ήθελα να στρογγυλοκάτσω, «σ’ ευχαριστώ πολύ Σόλων, μια άλλη φορά» με χαιρέτησε και έφυγα. 

Ερχόμαστε και φεύγουμε, κάποιοι μένουν στη καρδιά μας και δεν είναι μόνο ο μανές που έλεγε, αλλά προπαντός ο άνθρωπος, ο Σόλων.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Το τελευταίο πηγάδι (Μέρος Β')


 Τάρτι 1980


Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα
Το καλοκαίρι πια που μας ήρθε, είχαμε νερό, αλλά και μεγάλο φόβο απ’ αυτό το γεγονός, όταν βάζαμε μπρος τη μηχανή για να γεμίζουμε τη χαβούζα, να ποτίζουμε και να έχουμε νερό να πίνουμε. Εσωτερικά ήταν πολύ όμορφο να κοιτάς το κυκλικό χτίσιμο της πέτρας που είχε κάνει ο μάστορας, αλλά ο φόβος διπλασιάστηκε όταν είδαμε ανάμεσα στις πέτρες λαφιάτες που κυνηγούσαν σπουργίτια που φώλιαζαν και ποντίκια.
Πολλοί έμαθαν ότι το νερό ήταν καλό και εύγευστο και μας ζητούσαν να τους δώσουμε και εμείς με μεγάλη χαρά, δίναμε για να ξεδιψάσει κανένας επισκέπτης ή για να γεμίσουν τα μπετόνια τους. Το συνεργείο από το ράντισμα ερχόταν και έκανε παρασκευαστήριο εδώ. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχαμε ή τηλέφωνο, αλλά από μόνο του το νερό έδωσε ζωή και πρασίνισε το κτήμα. Η μάνα μου κουβάλησε τις όρθες, τη κατσίκα και τις γάτες της. Στη χαβούζα έφερα κάτι χρυσόψαρα που «ψάρεψα» από άλλη στο «Σούγιουλ», στο Σκόπελο, και κάτι άλλα κεφάλια του γλυκού νερού από το ποταμό που κατέβαινε στου «Κανάκη το Μύλο». Άμα μας έπιανε η ζέστη μπαίναμε και εμείς στη νέα μας πισίνα μαζί με τα ψάρια. Ο πατέρας μου έπαιρνε τηλέφωνο κάποιες μέρες και ώρες κάτω στο Τάρτι και ρωτούσε πως πάνε τα πράγματα στο κτήμα, αν προσέχουμε και ποτίζουμε τα δεντρέλια του.
Αφού έκλεισε πλέον ένα χρόνο στην Αυστραλία επέστρεψε με ένα νέο μποχτσά και στο νου του να φτιαχτεί το κτήμα. Ήταν πια χειμώνας και Χριστούγεννα και μάζευε τις ελιές που είχαν πέσει, είχα πάει και εγώ και βοηθούσα όπως όπως. Το Τάρτι δεν φημίζεται για τις βροχές του, όλες πέφτουν κατά τα χωριά και άμα θυμηθεί καμιά φορά ο Θεός ρίχνει κι από δω καμία.
Ένα βράδυ κατά που πέσαμε για ύπνο, άρχισε να ψιχαλίζει, τα χαράματα ξυπνήσαμε με αστραπές και βροντές, σηκωθήκαμε και βλέπαμε να γίνεται ένας χαμός και μια απέραντη πλημμύρα. Ο ποταμός είχε ξεχειλίσει και όλο το νερό που κατέβαινε από του «Κοκότσι» το βράχο να διαπερνά πέρα ως πέρα το μέρος του κτήματος που είναι το πηγάδι, ο δρόμος να είναι άλλος ένας ποταμός. Κοιτούσαμε και περιμέναμε πότε θα σταματήσει αυτός ο χαλασμός, αλλά συνέχισε. Κατά το μεσημέρι κόπασε. Με το πατέρα μου κάναμε μια γύρα στο κτήμα τι είχε συμβεί. Τα σύρματα ξεριζώθηκαν και έγιναν σβόλοι κολλημένοι στα δέντρα και στις άκρες του ποταμού, το νερό είχε γλύψει όλο το χώμα και είχε κάνει λάκκους ως ένα μέτρο βάθος, όλα τα δεντρέλια που είχε φυτέψει είχαν εξαφανισθεί, και το πηγάδι ως τα χείλι με νερό. Η αντλιομηχανή βυθισμένη μέσα στο νερό. Νερό πλέον δεν είχαμε, έπρεπε να περιμένουμε αρκετούς μήνες να κατέβει η στάθμη του νερού, μήπως και βγάλουμε και επισκευασθεί η μηχανή. Τόσος κόπος, τόσα χρήματα και στο τέλος να μην έχουμε ούτε μια σταγόνα νερό.

Ο πατέρας μου μπροστά από το καφενείο στο Τάρτι

            Κατά την άνοιξη ο πατέρας μου πως το σκέφτηκε, νοίκιασε το κλειστό καφενέ του Καμπούρη από το γιο του το Γιώργο, το γνωστό σήμερα «Καμπουρέλ». Αυτός έλλειπε πολλά χρόνια στην Αμερική. Κι ο πατέρας μου για να αποφύγει να πηγαίνει κάθε τόσο στην Αυστραλία και με τη πείρα που είχε από δύο μαγαζιά εκεί, τον άνοιξε. Το καφενείο ήταν όπως τα ντάμια, παμπάλαιο με καλαμιές και φυκιάδα για οροφή, και εδώ τα ίδια, ποντίκια και τα φίδια να κάνουν πανηγύρι. Νερό, τηλέφωνο δεν είχε όπως και ρεύμα συνεπώς ούτε και ψυγεία. Όλα αυτά τα παλιά ξοχικά καφενεδάκια είχαν λουξ με υγραέριο για φωτισμό μέσα και έξω. Ο κόσμος ήταν ακόμη λιγοστός.


Ο πάλαι ποτέ «Άτλας»
Για τις ανάγκες και με τα λίγα χρήματα που είχε, αγόρασε ένα τρίκυκλο τρακτέρ, τον «Άτλα», που από την αρχή μας έβγαλε τη πίστη, ποτέ δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα φτάσουμε στο χωριό. Θυμάμαι ακόμη καινούργιος και από το παλιόδρομο συνέχεια ξελασκάριζαν οι βίδες και τα παξιμάδια και έπεφταν κάτω! Καθώς άνοιξε το καφενείο, οι ανάγκες να πηγαίνουμε στο χωριό ήταν σχεδόν καθημερινές, και κάθε μετακίνηση τη σκεφτόμασταν πολύ εξ αιτίας του, γιατί κάθε τόσο και λιγάκι μας άφηνε στο δρόμο. Εκείνο το καλοκαίρι που άνοιξε το καφενείο έπρεπε να πηγαίνει δύο φορές την εβδομάδα από το Τάρτι στο παλιόδρομο από το Φαρά για το Πλωμάρι να αγοράζει παγοκολώνες για τα κρεατικά για τα ψάρια και τα ποτά. Ο πάγος, τα τρόφιμα, τα αναψυκτικά, όλα έμπαιναν μαζί σε ένα ξύλινο βαρέλι. Οι γόπες, τα μελανούρια καραβίζανε στο λιωμένο πάγο, τις έσπρωχνα στην άκρη για να πάρω μια κρύα πορτοκαλάδα που μου ζητούσαν… Ο άλλος γολγοθάς ήταν το νερό, καθώς δεν υπήρχε ούτε πόσιμο, ούτε για τη λάτρα, έπρεπε να το κουβαλάμε σε μεγάλα πλαστικά μπετόνια από το πηγάδι στο κτήμα μας και να το φέρουμε με τον «Άτλα» μέρα παραμέρα στο καφενείο.



Απ' έξω από το καφενέ 1980

           Το πατέρα μου τον αγαπούσε πολύ ο κόσμος, έλεγαν πάμε στον «Μήτρο το καφενέ στο Τάρτι», μάζευε κόσμο, τόσο από τη Γέρα, Πλωμαρίτες και Μυτιληνιούς. Πολλές φορές ερχόταν και καραβάκι με τους Σουρλαγκαίους απ’το Πέραμα. Στα 7-8 χρόνια που είχε το καφενείο, όταν τελείωνε το καλοκαίρι δεν απόταζε χρήματα. Η μάνα μου φώναζε για τη τόση δουλειά που τραβάγαμε όλοι από την οικογένεια, που δουλεύαμε εκεί μερόνυχτα. Θυμάμαι που έλεγε, “δεν είναι μόνο που δεν βγάλαμε χρήματα, ξοδιάσαμε και δέκα τενεκέδες λάδι για το τίποτα”. Οι μόνοι σίγουροι σε μεροκάματα ήταν τα γκαρσόνια.
            Την επόμενη χρονιά ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στο Τάρτι, άλλαξαν πολλά.
Το καφενείο πήρε ρεύμα, είχε ηλεκτρικό φως και προπαντός όλα τα τρόφιμα, τα αναψυκτικά και το νερό μπήκαν σε ψυγεία. Αλλά το νερό ακόμη το κουβαλάγαμε.
Πήραμε ρεύμα και στο ντάμι και στο κτήμα μας.
Σε εκατό μέτρα από μας ο γαμπρός μου ο Μιγδάλης στο κτήμα του έκανε γεώτρηση και στα τριάντα τρία μέτρα βρήκε νερό, έβαλε τριφασική αντλία και πότιζε το κτήμα του. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου διαπίστωσε ότι όταν πότιζε ο Μιγδάλης το πηγάδι στέρευε! Οπότε νέος πονοκέφαλος με το νερό! Παραδίπλα και άλλος έκανε γεώτρηση και στο πηγάδι δεν έμεινε σταγόνα για άντληση. Έτσι ξεκινάει να ψάξει νερό με γεώτρηση παραδίπλα. Έφερε κάποιον από το χωριό που έκανε γεωτρήσεις, και στα 23 μέτρα είπε δεν μπορώ να κατέβω πιο κάτω βρήκα πέτρα. Ο άνθρωπος πληρώθηκε αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι φέρνει κάποιον άλλον από τη Μυτιλήνη και αυτός βρήκε άλλο νερό σε 70 μέτρα βάθος. Για καλό και για κακό έκανε ακόμη μια και βρήκε νερό σε μεγαλύτερο βάθος. Τελικά κατάφερε να έχει νερό όσο ήθελε.
Ο οικονομικός απολογισμός για τις γεωτρήσεις και τις εγκαταστάσεις, σχεδόν δύο εκατομμύρια δραχμές, άλλη μια φορά με το νερό ξεπέρασε την αξία που είχε το κτήμα. Το πηγάδι όμως μέσα σε ένα μήνα, βουβάθηκε εκεί που είχε θόρυβο, νερά να ανεβαίνουν. Μερικές φορές έτσι δίχως λόγο κατέβαινα τα σκαλοπάτια και έριχνα καμιά πέτρα να ακούσω το νερό. Εκεί ήταν σιωπηλή, ακόμη η μηχανή και η τρούμπα. Πέρασε καιρός, κάποιος τη ζήτησε και τη πήρε. Το πηγάδι ξεχάστηκε…


Ο πατέρας μου με τους μπαχτσέδες του

Μετά από τόσα χρόνια μια μέρα καθώς έτυχε να περπατήσω δίπλα του, το βρήκα μουλωμένο γεμάτο πετράδι, κλαδιά και φύλλα, κάθισα στο πεζούλι του και μου πέρασαν όλα αυτά από το μυαλό. Βρήκα το πατέρα μου και τον ρώτησα όπως αυτός τα θυμόταν. Όταν κάποιος θα περάσει από δω, ούτε θα σκεφτεί τι είναι αυτό το χάλασμα για να του μιλήσει τη σύντομή του ζωή. Ήρθαν άλλες εποχές και το πηγάδι του «Μήτρου» έμελλε να είναι και το τελευταίο που ανοίχτηκε στο Τάρτι.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Το τελευταίο πηγάδι (Μέρος Α')

Το μαγγανοπήγαδο του «Παυλή» στο Τάρτι

Μέρος Α'
Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα

Ο πατέρας μου μετά το σπίτι μας που αγόρασε στο Σκόπελο, το μεγαλύτερό του όνειρο ήταν να αποκτήσει ένα λιόκτημα, ένα «πράμα», να το καλλιεργεί και να μαζεύει τις δικές του ελιές, να έχει ένα εισόδημα από κει, να έχει το δικό του κουμάντο. Μια ζωή από τα μικράτα του ήταν εργάτης, όπως και ο περισσότερος κόσμος στο χωριό, όλη μέρα ήταν στα πράματα, να ξύνει, να ραβδίζει, να μαζεύει, να κλαδεύει, αλλά και να χτυπάει κασμά για άλλους, να καίει ασβεστοκάμινα, να φτιάχνει πεζούλες, ως και σε τράτα τα καλοκαίρια για να βγει το μεροκάματο και το τελευταίο που έζησα μαζί ένα ξυλοκάμινο στον Άγιο Γιώργη στα Φαρά. Με ένα δάνειο και με τα μετρημένα χρήματα της μετανάστευσης από την Αυστραλία κατάφερε και αγόρασε ένα κτήμα σε βουνοπλαγιά στο «Καλάμι» δεκαπέντε μοδιό, περιοχή που είναι ακριβώς στη δεύτερη μεγάλη στροφή, πριν βγεις στον ίσιο δρόμο του Ταρτιού. Η εποχή που το αγόρασε ήταν περίπου το 1970, και από το χωριό πήγαινε σε αυτό στο χωματόδρομο με ένα τρίκυκλο ζούνταπ. Το πρόσεχε, το καλλιεργούσε, το φρόντιζε πάρα πολύ, με έπαιρνε μαζί και το μαζεύαμε. Είχε και ένα παμπάλαιο ντάμι, είχαμε μείνει μερικά βράδια.
Με αυτό όμως το λιόκτημα που είχε, ήταν αδύνατο να ζήσεις, μιας και οι ελιές του ήταν σχετικά μετρημένες και η παραγωγή κάθε 3-4 χρόνια. Μετά από μια πρόσκληση από ένα θείο μου εργολάβο που καταγόταν από την Αγία Παρασκευή, βρέθηκε από το Σίδνεϋ που ήταν το μέρος που έμενε με τους περισσότερους συγγενείς μας, να είναι χιλιόμετρα μακριά στο άλλο άκρο της Αυστραλίας στο Ντάργουιν. Δούλευε σ’αυτόν, αλλά συνέβη τότε στη πόλη εκείνη να γίνει ένας μεγάλος τροπικός κυκλώνας - καλοκαίρι εκεί -, και να την ισοπεδώσει εντελώς. Αυτό έγινε στις 20 Δεκεμβρίου του 1974. Μάθαμε από το ραδιόφωνο την είδηση και όλοι μας είχαμε χολοσκάσει πως είναι ο πατέρας μας, καθώς δεν γνωρίζαμε καθόλου για την τύχη του ή και για τους συγγενείς μας εκεί. Τελικά μας πήρε μερικές μέρες μετά και μάθαμε πως ήταν σώος.
           Με τη καταστροφή της πόλης ο θείος μου ανέλαβε πολλές δουλειές, έγινε αρκετά πλούσιος, μαζί κι ο πατέρας μου, έβγαλε καλό μεροκάματο. Όμως το μυαλό του ήταν πάλι στα κτήματα και στο Τάρτι, δεν πέρασε καιρός και νάτος πάλι, προς χαρά μας, ήρθε πίσω. Ερχόταν και έφευγε μόλις έβρισκε τα σκούρα με τα χρήματα. Τότε πουλιόταν δύο τρία κτήματα, ένα στο δρόμο επάνω το κτήμα σήμερα του Ασμάνη και ένα άλλο στη θάλασσα σήμερα στο κτήμα του Γιάννοπουλου με ελαιόκτημα και καλό μπαχτσέ. Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά και δεν ήθελε να ρισκάρει με άλλο δάνειο, οπότε κατέληξε να πάρει το σημερινό κτήμα του Μοσχόβη, το οποίο ήταν δύο ενωμένα παλιά Οθωμανικά κτήματα. Σχετικά μικρό και αυτό δεκαπέντε μοδιό, ήταν επάνω στο δρόμο με αρκετό ίσιωμα, βολικό και με ένα ντάμι. 
           Το επόμενο καλοκαίρι βρεθήκαμε να σνοπαίρνουμε σε αυτό, ασβεστωμένο, γεμάτο ποντίκια να αραδίζουν μέσα και στα καλαμένια ταβάνια, τα φίδια να χαρχαλεύουν και να τα κυνηγάνε. Νερό δεν είχε και το κουβαλάγαμε, ο ηλεκτρισμός δεν είχε έρθει στο Τάρτι, και τηλέφωνο ένα μόνο στο γιαλό, στου Μαμάκου το καφενείο και παντοπωλείο. Όπως έλεγε το νερό είναι ζωή, και χωρίς αυτό το λιόκτημα δεν είχε ζωή αν δεν είχε νερό. Έτσι το σχέδιο ήταν να ανοίξει ένα πηγάδι. Μικρότερος όταν ήταν είχε ανοίξει τρία πηγάδια στο Τάρτι, του παππού μου Στρατή Στεφανή, της θείας Βασιλικής Λιγηρού, το πηγάδι του Γιώργου Ψώμου, αδερφός της γιαγιά μου της Αφροδίτης και ένα άλλο της Ελενίτσας, αυτά ήταν χωρίς μαγγανοπήγαδα.   

Το Τάρτι 1980
Τα πηγάδια εκεί είχαν ένα βάθος επτά μέτρα, και με τη πείρα που είχε, σκέφτηκε να ανοίξει ένα στο καινούργιο κτήμα. Κάτω στο Τάρτι όλοι οι παλιοί μπαχτσέδες είχαν και από ένα πηγάδι, ανέβαζαν νερό και γέμιζαν τις χαβούζες και πότιζαν τα κηπευτικά και τα δεντρέλια. Τα έβλεπα και τα θυμάμαι όλα τα μαγγανοπήγαδα να λειτουργούν να χαλάνε τον κόσμο με το μονότονο ήχο τους, με το γάιδαρο να γυρίζει, στου «Μπουκωτή», στου «Τζιμ», του «Μαμάκου» και των άλλων. Ο παππούς μου ο Σαράντος με έβαζε να προσέχω το γάιδαρο να γυρνάει στο μπαχτσέ του «Τζίμ» που τον είχε πάρει με τα χρόνια.
           Κάτω, κατάγιαλα, υπήρχαν άλλα δυο μικρά πηγάδια, τα οποία πρέπει να ήταν πολύ παλιά, καθώς φαίνεται εξυπηρετούσαν τα περαστικά καΐκια και βάρκες να πάρουν νερό. Το ένα ήταν στο κέντρο εκεί που κατεβαίνει το μονοπάτι, και σήμερα είναι σκεπασμένο σε ιδιόκτητο σπίτι με τσιμέντο. Το άλλο, κάτω από τον Άη Σαράντη αριστερά της ταβέρνας του Λιγηρού, έχει μολοθεί. Παλιότερα εκεί στο πανηγύρι, ερχόταν βάρκες από το Πλωμάρι, και το συγκρότημα των Μπουρλήδων έπαιζε μουσικές με σαντούρια και βιολιά και γλεντούσε ο κόσμος.


Πρέπει να είμαστε στο καλοκαίρι μετά την εισβολή της Κύπρου. Ο πατέρας μου δεν ξέρω που βρήκε αυτή τη σιγουριά, χωρίς να έχει παραμικρή ιδέα ή ένδειξη ότι θα έβρισκε νερό, ξεκίνησε να ανοίξει το πηγάδι, γιατί μόνο παραθαλάσσια και στο κάμπο έβρισκες στα σίγουρα νερό. Το εγχείρημα δεν ήταν τόσο απλό αλλά συνάμα και πολυδάπανο. Η διάμετρος του πηγαδιού έπρεπε να είναι δυόμισι μέτρα, και ο τοίχος έπρεπε όλος να επενδυθεί με πέτρα. Αν έβρισκε λογικά το νερό σε 7-8 μέτρα βάθος θα έβαζε μια βενζινοαντλία και όλα θα ήταν σύμφωνα με αυτά που είχε στο μυαλό του.
Το έργο άρχισε μόλις έκλεισαν τα σχολιά, δυο τρεις εργάτες ξεκίνησαν να σκάβουν, ενώ παράλληλα σε ένα άλλο κτήμα του «Τζιμ» που ήταν πιο πάνω από το δικό μας στο δρόμο στο «Καλάμι», ο πατέρας μου άρχισε να σπάει μαρμαρόπετρες για τις ανάγκες του πηγαδιού για να χτίζεται όταν πλέον θα έχει ανοιχτεί. Στήθηκε ένα μαγκάνι με σχοινί με δυο τρεις εργάτες επάνω για να ανεβοκατεβάζουν αυτούς που έσκαβαν, να ανεβάζουν τα χώματα σε ζεμπίλι, πολλές φορές κατέβαινα και εγώ περισσότερο από περιέργεια παρά να προσφέρω εργασία. Σε σχετικά μεγάλο βάθος βρήκαμε κάτι μικρά σπασμένα πήλινα αλλά δεν έδειχναν τίποτα τι να είναι. Το περισσότερο καλοκαίρι πέρασε έτσι, αν και πήγαινα για κανένα μπάνιο και έβρισκα στους φίλους μου στη θάλασσα. Κανένα βράδυ κατεβαίναμε και με το πατέρα μου, για να πιει που κι ένα ούζο, και να κουβεντιάσει. Όλοι οι Ταρτιώτες και οι συγχωριανοί θα σταματούσαν για να δούνε από το έργο την εξέλιξή του και να κάνουν κουβέντα για αυτό, εξ άλλου αυτό ήταν το γεγονός που τραβούσε και το ενδιαφέρον.
           Καθώς οι εργάτες σκάβανε και φθάσανε στα 7-8 μέτρα, όλοι περίμεναν να βρουν κάτι, αλλά το χώμα ήταν στεγνό, χωρίς κανένα ίχνος ότι υπήρχε νερό.
Με αμείωτες τις ελπίδες, συνέχισαν το σκάψιμο. Όσο έσκαβαν ένα, ένα τα μέτρα, πουθενά νερό. Με την αγωνία και την ταλαιπωρία να είναι συντροφιά, μετά από πολλές μέρες, το έδαφος άρχισε να γίνεται μαλακό και να διαφαίνεται ογρό και έτσι σε όλους ήρθε η χαρά και το χαμόγελο, και στα 13-14 μέτρα βρέθηκε το νερό. Εκεί που κοπάναγαν στα τυφλά και άρχισαν να απελπίζονται, όλοι ρίχτηκαν με περισσότερο πάθος στη δουλειά. Ο πατέρας μου όλο χαρά, όλο κερνούσε στο καφενείο του Λούπου και όλοι είχαν στα στόματά τους «Ο Μήτρος, βρήκε νερό, ο Μήτρος βρήκε νερό!!»
Σχεδόν μετά από ένα μήνα, καθώς βρήκαμε το νερό, οι εργάτες έσκαψαν όσο μπορούσαν περισσότερο μέσα στα λασπωμένα νερά και ολοκλήρωσαν τη φάση αυτή. Ο πατέρας μου μες το λιοπύρι, είχε σπάσει τόνους πέτρα, και ο «Αγγελής» την μετέφερε σε τριάντα αγώγια με το μικρό του φορτηγό. Απέξω από το πηγάδι από τη μία, ήταν στοίβες οι πέτρες και από την άλλη, ο όγκος με τα χώματα δεκατεσσάρων μέτρων που είχαν βγάλει.  Αμέσως, άρχισε η αντίστροφη πορεία, το χτίσιμο. Κατέβαζαν τη πέτρα και ένας ειδικευμένος τεχνίτης, ο «Μπάρμπα Γιώργος», Γιώργος Ψωμάς, μαζί με το παππού μου Σαράντο, την τοποθετούσαν.
          Όμως το αρχικό πλάνο του πηγαδιού έπρεπε να αλλάξει αναγκαστικά, αν ήθελαν να αντλήσουν νερό. Η βενζινοαντλία μπορούσε να αντλήσει νερό μόνο από 7-8 μέτρα βάθος, οπότε το πηγάδι έπρεπε να διαμορφωθεί με ένα παραπήγαδο με σκαλοπάτια, να κατεβαίνεις στα εφτά μέτρα, και τη μηχανή να είναι σε ένα «όροφο» από οριζόντια μαδέρια.
Όταν επιτέλους τελείωσε το όλο έργο, ο πατέρας μου ήταν πανευτυχής. Πλήρωσε με δανεικά τα μεροκάματα όλων αλλά, όπως αργότερα θα μου έλεγε, τα εργατικά και τα έξοδα του πηγαδιού βγήκαν περισσότερα απ’ ότι αγόρασε το όλο κτήμα!
Για να αντλήσεις όμως το νερό ήταν κάπως ανάποδο. Έπρεπε να κατέβεις τα σκαλιά να βάλεις μπρος το μοτέρ και αμέσως να βγεις από τις αναθυμιάσεις! Και το αντίθετο, να πάρεις βαθιά ανάσα να κατέβεις και να σβήσεις τη μηχανή. Μετά έβαλαν ένα σύστημα που τράβαγες ένα σπάγκο από πάνω και έσβηνε η μηχανή χωρίς να τρως όλο το καυσαέριο της μηχανής.
Φώναξε το γείτονά του τον «Ινκόλα του Μακρή» Νίκο Μακρή που έκανε μικροδουλειές και δίπλα στο ντάμι μας έφτιαξε μια μικρή χαβούζα για να έχει νερό και να ποτίζει το μπαχτσεδί του με ντομάτες και όλα τα ζαρζαβατικά.
 Γύρω από το πηγάδι και στο ντάμι έβαλε μικρά δεντρέλια, κλήματα, απιδιές και τα πότιζε με γκαζοτενεκέδες που ήταν μακριά από το νερό, πράγμα που ανέλαβα κατ’ εντολή του να κάνω πολλές φορές το επόμενο καλοκαίρι και καθώς έπρεπε να πληρωθούν οι εργάτες τα μάζεψε και έφυγε πάλι σχεδόν αμέσως στην Αυστραλία.
           Ένα άλλος φίλος και γείτονας με το πατέρα μου ήταν ο Δημήτρης Βουνάτσος, που είχε ένα ντάμι στη στροφή πριν βγεις στην ευθεία για το Τάρτι, με διπλανά κτήματα, του Παναγιώτη Κουκάρα απ’ το Τρίγωνα, και του Γιώργου Μπάνη απ’το Παπάδο θείος μου, παντρεμένος με την αδερφή της γιαγιάς μου Αφροδίτης, που σκοτώθηκε με μηχανάκι τα επόμενα χρόνια. Ο κυρ Δημητρός, τότε που τον θυμάμαι, είχε κάνει το ντάμι του που είναι και σήμερα επάνω στο δρόμο, καφενείο ένα χειμώνα, και πηγαίναμε για να φάμε κανένα γλυκό του κουταλιού με τον αδερφό μου και το ξάδερφό μου Γιάννη. 
          Ο πατέρας μου όταν ξαναέφυγε για την Αυστραλία, του έδωσε την άδεια να παίρνει νερό, και αν ήθελε μπορούσε εκεί να βάζει παραδίπλα μπαχτσαβανικά. Μια μέρα μάθαμε ότι τον βρήκαν πεθαμένο δίπλα στη μηχανή στο πηγάδι.

Συνεχίζεται..Μέρος Β'

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Του Στρατέλ’- Μια μικρή Πρωτοχρονιάτικη ιστορία


Ο Καριώνας και το Περιστέρι χιονισμένο

Ο Στρατής είχε όμορφα γαλανά μάτια, ήταν μικρόσωμος και δεν είχε το χαμόγελο ποτέ στα χείλη του, αλλά πέρα από αυτά ήταν πάντα άνιφτος, άπλυτος, μες τη γάζα. Τα ρούχα του τα ίδια και αυτά, παλιά ξεφτισμένα μπαλωμένα. Τα παπούτσια του, τρύπια, θέλανε κι αυτά μπάλωμα. Λίγα ήταν τα παιδιά που είχε φίλους, τον απόφευγαν, ήταν από τη λεγόμενη οικογένεια “παρακατιανών”, ακόμη και οι φτωχοί τους απέφευγαν. Είχε μια μικρότερη όμορφη αδερφούλα και η μάνα του μόλις είχε ξαναγεννήσει. Τα χέρια του σχεδόν ποτέ δεν πιάναν παράδες να πάρει μια καραμέλα ή κάτι της. Οι γονείς του δεν ξέρω πως τα βγάζανε πέρα, ευτυχώς που και που δέχονταν και καμιά βοήθεια από τους συγχωριανούς τους. Είχε μείνει στην ίδια τάξη όπως και μερικά άλλα παιδιά και έτσι τον γνώρισα, κάναμε παρέα, παίζαμε αμπάριζα, ή ποδόσφαιρο στη πίσω αυλή του σχολείου. Στο σχολείο δεν είχε ποτέ χρήματα για να πάρει ένα σιμίτι και άμα κανένα άλλο παιδί φιλοτιμούταν του έδινε ένα κομμάτι να φάει. Στη τάξη μέσα δεν ήξερε τι θα πει διάβασμα. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος τον ρώτησε πού ήταν η αντιγραφή και η ορθογραφία που έπρεπε νάχε κάνει, και εκείνος τον κοιτούσε αποσβολωμένος, δεν είχε ιδέα, ήταν σε άλλο κόσμο. Την επομένη έγινε το ίδιο και ο δάσκαλος που έχασε την υπομονή του, του τράβηξε το αυτί περιμένοντας την επ’αύριο να έρθει διαβασμένος. Την επομένη ούτε αυτό συνέβη, οπότε του ζήτησε να ανοίξει το χέρι του και μπροστά σε όλους, άρχισε να τον χτυπάει με τη βίτσα μήπως και συμμορφωθεί. Και ξανά την επομένη συνέβη το ίδιο, ο δάσκαλος πιο εξαγριωμένος του τράβηξε το αυτί, τον έδωσε παντού με τη βίτσα, κι αυτός έκλαιγε παθητικά απαρηγόρητος. Όλη η τάξη απλά κοιτούσε, μη ξέροντας τι να πει με όλο αυτό το σκηνικό. Ενδόμυχα έλεγα καλά που δεν τις τρώω εγώ, αλλά από την άλλη με έκανε να μισήσω τους δασκάλους του σχολείου, που λίγο ή πολύ είχαν παρόμοια συμπεριφορά στα παιδιά, που ποτέ δεν ασχολούνταν να μάθουν το γιατί και λυπόμουν αφάνταστα το Στρατή.

      Μια φορά συνέβη να φάω και εγώ μπόλικο ξύλο. Καθώς παίζαμε με έναν αδερφικό φίλο κυνηγητό, αυτός σκουντούφλησε και έπεσε χάμω, χτύπησε το γόνατο, θύμωσε και πήγε στο διευθυντή, και εκείνος χωρίς να ρωτήσει μου είπε να ανοίξω τα χέρια και μου έδωσε αρκετές ραβδιές και μετά μου έδωσε άλλες τόσες και στα πόδια. Έφυγα κλαίγοντας, παρόλα αυτά στο φίλο μου δεν κράτησα κακία.
      Μετά από αυτό που έκανε ο δάσκαλος στο Στρατή, αποφάσισα να τον φωνάξω στο επόμενο διάλειμμα για να κάνουνε μαζί την αντιγραφή, την ορθογραφία, και διάβασμα στο Αναγνωστικό, στην αριθμητική τα κατάφερνε λίγο. Έτσι την επομένη ο δάσκαλος δεν χρησιμοποίησε τη βίτσα, αφού μάλλον ο Στρατής συνετίστηκε. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω με το τόσο ξύλο που έφαγε γιατί δεν καθόταν να κάνει αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ίσως να παραιτήθηκε από αυτό που λέμε σχολείο, δεν ξέρω δεν κατάλαβα ποτέ. Δεν κατάλαβα και ποτέ γιατί και ο δάσκαλος δεν πήρε το Στρατή να κάνει όσα του ζήτησε σε κάποια άλλη ώρα μέσα στο σχολείο. Μετά από όλο αυτό έβαλα το Στρατή δίπλα μου στο θρανίο να τον βοηθώ όπως όπως. Δεν ήμουν δα και κανένας μαθητής του δέκα, ούτε έπαιρνα συνεχώς επαίνους όπως κάποια άλλα παιδιά της τάξης, αλλά ούτε και ο τελευταίος. Κάθε πρωί είχαμε τη συνήθεια με τα άλλα παιδιά να πηγαίνουμε νωρίτερα στο σχολείο για να παίξουμε μπάλα, αντί γι’ αυτό εγώ έπαιρνα τον Στρατή στη τάξη και τον βοήθαγα να κάνει ότι είχε ζητήσει ο δάσκαλος, και έτσι σταμάτησε να τρώει όλο αυτό το ξύλο. Τελικά πέρασε έστω και κουτσά τη τάξη. Βέβαια οι φίλοι και οι συμμαθητές μου με έβλεπαν με μισό μάτι που έκανα τόση παρέα με το παρακατιανό και καθόμουν μαζί του στο θρανίο αφού δεν τον ήθελαν, αλλά με τον καιρό κατάλαβαν ότι δεν είχε αλλάξει κάτι αφού στα παιχνίδια όλη μέρα ήμουν μαζί τους.
      Τα Χριστούγεννα σαν ήρθαν, πήγα με τους πιο κολλητούς φίλους και είπαμε τα κάλαντα. Τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το Περιστέρι από ψιλά, μας γνάντευε μαγευτικά ντυμένο στα λευκά, στο χωριό έριχνε αραιές νιφάδες, τα κεραμίδια κρέμονταν σταλακτίτες από πάγο, οι ντουσιμέδες στα σοκάκια είχαν πιάσει και αυτά και γλιστρούσες, το κρύο σε σούβλιζε. Έψαξα το Στρατή για να πούμε τα κάλαντα. Ντυθήκαμε όσο μπορούσαμε καλύτερα με πατατούκες, κασκόλ και γυρίσαμε παντού. Γυρίσαμε όσες γειτονιές μπορέσαμε και όταν τελειώσαμε είχαμε πουντιάσει, οι μύτες μας στάζανε, τα χέρια μας ήταν ροζιασμένα, παρόλο αυτά, όλο χαρά καθίσαμε παράμερα και στοιβάζαμε αλλού τις δεκάρες, αλλού τα μισέλια, τις δραχμές και τα λίγα δίδραχμα. Έτσι αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε και να μοιραστούμε από είκοσι δραχμές ο καθένας μας. Όμως άμα τον είδα με τα χρήματα στο χέρι φοβήθηκα ότι θα σκορπούσε στο πι και φι, και τον ρώτησα: «σου αρέσουν τα λουκάνικα» και μου είπε «ουυ πολύ!».
     Του λέω έλα δω να πάμε κάπου. Τον πήγα σε ένα χασαπιό που κρέμονταν φρέσκα χωριάτικα λουκάνικα που μοσχομύριζαν κύμινο!
   Μπήκαμε μέσα «Τι θέλουν τα παιδιά;» «λουκάνικα, βάλε μας δύο κιλά σε μένα και δύο στο Στρατή» χωρίς να μας ρωτήσει ο χασάπης τίποτε, μας έκοβε κι από λίγο με περιέργεια, μας τα τύλιξε στο χασαπόχαρτο πληρώσαμε και φύγαμε.
Φεύγοντας λέω έλα να πάρουμε λίγο φρέσκο ψωμί από το φούρνο του Σαμαρά, πήραμε από μια λαχταριστή ζεστή φρατζόλα. Μετά από κει με όσα μας περίσσεψαν πήραμε σοκολάτες και καραμέλες απ' το περίπτερο του Αρμενάκη. Στο τέλος γεμάτοι χαρά και χαμόγελο αποχαιρετηθήκαμε.
Το βράδυ φορτωμένοι στο τρίκυκλο του πατέρα μου ταμπουρωμένοι στα κασκόλ, στα σκουφιά και στις πατατούκες και ότι άλλο μας έσωζε από το κρύο, με την οικογένειά μου φύγαμε στο καρόδρομο για το Τάρτι, κάναμε πρωτοχρονιά εκεί, και την επομένη αρχίσαμε αμέσως να μαζεύουμε ελιές. Είχε κεραγί, μάζευα λίγες σε ένα μικρό καλαθάκι, έκαιγα κλαδιά και φύλλα, έψηνα τα λουκάνικα που είχα αγοράσει στη φωτιά και τσιμπολογούσα, αλλά προπαντός πυρωνόμουν από το ξεροβόριαδο.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Σκόπελος - Κάτω Αγορά - Τσαρσί (Μέρος Γ')

(Από το διπλανό χωριό Μεσαγρός όπου ζωγράφισε ο Θεόφιλος σε ψωμαδιό)
Άλλος ένας αγαθός, τρελός μποϊλής τύπος που αλλογύριζε όλη μέρα στην αγορά και τον αγαπούσε πολύ ο κόσμος, ήταν του «Κουτσέλ του τσιρακέλ». Κυκλοφορούσε στη κάτω αγορά, πότε στο μιναρέ και πότε στο φαρμακείο του Στέλιου Ευαγγελινού που τον έκανε παρέα και χάζι, άλλοι τον πείραζαν καλοκάγαθα και άλλοι με χοντράδες, απ’ όλους ζητούσε τσιγάρο. Μια φορά ήρθε και σε μένα αναπάντεχα και καθώς ήταν δυο μπόγια μεγαλύτερός μου, δεν τον ήξερα, τρόμαξα και με εξέπληξε όταν με ρώτησε με το γλυκό και απονήρευτο ύφος: «έχς κανένα τσιγαρέλ α μ’δώγς»; Τον βάζαν και έκανε κάποιες μικροδουλειές, βοηθούσε το σκουπιδιάρη τον Παπαδάκη με το κάρο του και έτσι μάζευε καμιά δραχμή για τα τσιγάρα και τους καφέδες που έπινε. Στη πάνω αγορά τακίμιαζε με το Βαγγέλη το καντηλανάφτη. Αυτός τον έβαζε να σηκώνει τα εξαπτέρυγα στις κηδείες για να βγάζει άλλο ένα χαρτζιλίκι. Μια φορά ήταν μπροστάρης σε μια κηδεία σηκώνοντας το εξαπτέρυγο και καθώς βάδιζαν προς τα μνημόρια, βρέθηκε μπροστά ένας γάιδαρος να κάθεται, να φράζει το δρόμο και να μη κουνιέται. Τότε του Κουστέλ άρχισε να του φωνάζει για να φύγει και αυτός να μένει ακίνητος, τότε με το εξαπτέρυγο άρχισε να τον κυνηγάει. Αφήκαν όλοι τα κλάματα και πιάσανε τα γέλια, τεθλιμμένοι και μη, το συμβάν αυτό το λέγανε χρόνια! 
Του Κουστέλ
 Σε λίγο μόλις διάστημα έμαθα όλους τους δρόμους της αγοράς, και τα γύρω σοκάκια απ’το σπίτι μας. Στην Αυστραλία, λίγο πιο μικρός νομίζοντας ότι ήξερα τους δρόμους τριγύρω από το σπίτι κατάφερα να χαθώ και να με περιμαζέψει μια αστυνομικίνα και να με πάει στο τμήμα με το αυτοκίνητό της. Οι δικοί μου είχαν σκάσει από τη στενοχώρια και με βρήκαν να παίζω με αυτοκινητάκια που μου είχαν δώσει οι αστυνόμοι στο τμήμα. Ο πατέρας μου ήταν όλο θυμό και έτοιμος να με κάνει μαύρο στο ξύλο! Μπήκαν μπροστά οι θείες μου και τη γλίτωσα.
Κάνοντας τα καθημερινά θελήματα της μάνας μου έμαθα και τα μαγαζιά της  αγοράς. Απέναντι από το Σπάρταλη ήταν το ζαχαροπλαστείο του «Σκαρλάτου», πώς να μη μάθεις τα γλυκά, τις πάστες, τα κανταΐφια, τα τρίγωνα και τη περίφημή του μπακλαβού, από κεί το καϊμακλήδικο γιαούρτι και το σπιτικό παγωτό!
 (Ψωμαδιό στο Πέραμα Γέρας)
Αλλά αυτό που με είχε σχεδόν κάθε μέρα πελάτη ήταν το ψωμαδιό, εκείνο του Σαμαρά με το μοσχομυριστό ψωμί, που έβγαινε αχνιστό, να καίει μέσα από το πυρωμένο φούρνο που ήταν με πυρήνα. Είχα μαζί τη τσάντα που είχε ράψει η μάνα μου και είτε έκαιγε ή όχι μπορούσα να το πάρω. Το ψωμί ήταν τόσο λαχταριστό που μέχρι να φτάσω σπίτι, πολλές φορές είχα ξεγωνιδιάσει ένα και φώναζε η μάνα μου! Απ’ έξω υπήρχε άκαυτη πυρήνα, συνήθως ήταν ριγμένη στο ντουσιμέ, κατευθείαν από το λιοτρίβι, που ανέδυε τη χαρακτηριστική βαριά μυρουδιά του ψωμαδιού. Στο σκοτεινό και μαυρισμένο χώρο του ψωμαδιού οι πινακωτές πότε γεμάτες και πότε αδειανές, τα μισόκιλα και τα στρογγυλά καρβέλια του κιλού στοιβαγμένα στα ξύλινα ράφια ολόφρεσκα ή στα μεγάλα καλάθια και παραδίπλα οι νταμπλάδες με άλλα ψωμιά και παξιμάδια. Κάπου στο τοίχο ήταν και οι τιμές από τα διάφορα ψωμιά, γραμμένες σε μια μαύρη πινακίδα με κιμωλία, πόσο κάνουν τα ψηστικά, σε δραχμές και δεκάρες. Θυμάμαι και την έκφραση, που λέγαν τότε «το ψωμί κάνει τρεις και εξήντα..». Από κεί αγοράζαμε και τη πυρήνα για το μαγκάλι μας, ενώ στην Αυστραλία είχαμε φυσικό αέριο. Οι εργάτες με τα άσπρα ρούχα, πάντα μες το αλεύρι φούρνιζαν και ξεφούρνιζαν καταϊδρωμένοι, και μες στο αλεύρι θα μας δίναν τα ρέστα. Όταν ερχόταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, η μάνα μας, μας έστελνε να πάμε ένα μεγάλο ταψί με φαγητό για ψήσιμο σκεπασμένο στη λαδόκολλα ή κουλούρες τσουρέκι με το κόκκινο αυγό ανάμεσα, γινόταν το αδιαχώρητο έπαιρνες χαρτάκι για να μην μπερδευτούν τόσα ταψιά. Τα πρωινά πολλές φορές περνούσαμε να πάρουμε κουλούρια ή σιμίτι πασαλειμμένο με ζάχαρη. Ώ τι ωραίο!!! Μέχρι να φθάσουμε στο σχολείο δεν είχε μείνει τίποτα!
Λίγο πιο κάτω αριστερά ήταν μαγαζί του Αρμενάκη, που είχε λίγο απ’ όλα, τσιγάρα, γλυκά για παιδιά ως και λαχανικά. Με έστελνε εκεί ο παππούς μου ο Σαράντος να του αγοράσω τσιγάρα «Τέλειον» ή «Πρώτο» που ξεβρωμολογούσαν όταν τα κάπνιζε, αλλά πάντα μου έδινε και παραπάνω χρήματα χαρτζιλίκι, και αγόραζα καμιά καραμέλα. 

Το μαγαζί όμως που τα είχε όλα και όλο εκεί τριγύρναγα ήταν του Γιάννη Σεβίλη. Ήταν «Γαλακτοπωλείο», «Ζαχαροπλαστείο», «Λαχειοπωλείο», «Πρακτορείο Προπό», «Τηλεγραφείο», «Τηλεφωνείο», «Ταχυδρομείο» «Καπνοπωλείο» αλλά πιο πολύ πήγαινα εκεί γιατί ήταν «Πρακτορείο Εφημερίδων και Περιοδικών»! 
           Απέναντι ήταν το κουρείο του Στρατή Μουστάκα, εκεί πήγαινε ο παππούς και ο πατέρας μου, ήταν φίλοι από ένα κτήμα που είχε στο Τάρτι και ερχόταν το καλοκαίρι, έτσι έμαθα σ’ αυτόν να πηγαίνω για κούρεμα. Στην Αυστραλία ο πατέρας μου είχε μια χειροκίνητη μηχανή κουρέματος και μας «κούρευε με τη ψιλή», καμιά φορά και κανένα ξαδερφάκι ή κανέναν άλλο μικρό αν του τον φέρνανε, γλίτωνε να μας τρέχει σε κουρεία και ξοδιάζεται κάθε μήνα!

Στο τριγωνικό σταυροδρόμι που ήταν τα προηγούμενα μαγαζιά, ένωνε μια φρίτζα με το ριχτό σαλκίμι, την εποχή που ήταν ανθισμένο τσαμπιά τσαμπιά με τα μώβ λουλούδια του, ανέδυε παντού το άρωμα και από κάτω δεξιά και αριστερά ήταν τραπεζάκια έξω και οι μερακλήδες έπιναν το καφέ τους και χάζευαν αυτούς που περπατάγανε στους αιώνιους χιλιοπατημένους ντουσιμέδες. Εδώ ήταν και το καφενείο του Καλάργαλη μικρασιάτης, μέσα είχε ένα τζουκ μπόξ που έπαιζε πότε πότε καμιά πλάκα, καναπέδες παλαιού τύπου και ένα βιολί κρεμασμένο, ο καφετζής άμα καμιά φορά βρισκόταν στα κέφια το κατέβαζε και έδινε καμιά δοξαριά. Είχε την παλιά αισθητική, ήταν από τα ήσυχα καφενεία, μάζευε αρκετό καλό κόσμο που έπαιζαν χαρτιά και τάβλι και η μικρή κουζίνα συμπλήρωνε με μεζέ. Στέκι του παππού μου, αλλά και ενός θείου μου του Γιώργου Ρίζου μικρασιάτης αυτός, που ήταν συνταξιούχος χωροφύλαξ που κρατούσε το ψαρωτικό ύφος για να δείχνει ακόμη ότι είναι η εξουσία. Ήταν παντρεμένος με την αδερφή της γιαγιάς μου Ανδρομάχης, τη Μαρία. Άμα με πετύχαινε στην αγορά, με φώναζε – έλα δω έχω κάτι για σένα! –  μες το μυαλό μου έλεγα «ώχ πάλι δεν τη γλιτώνω!». Μπροστά σε όλους έδειχνε που θα πάει το τρόπαιο από το τάβλι και με εξανάγκαζε να φάω το κερδισμένο λουκούμι, ή με φόρτωνε με τα ψώνια του, να τα πάω σπίτι του και να συνεχίσει να παίζει, μου έδινε καμιά πενταροδεκάρα χαρτζιλίκι και το χειρότερο απ’ όλα η θεία μου, για το χισμέτ (εξυπηρέτηση) που έκανα, με πλήρωνε σε είδος, άνοιγε ένα κουτί πάλι με λουκούμια που είχε κερδίσει ο θείος. Από τότε μη μου πεις για λουκούμια

Λίγο παραδίπλα από το καφενείο του Καλάργαλη προς τη πάνω αγορά ήταν, λες και στεκόταν στο πουθενά, ο τούρκικος μιναρές, για μας το μέρος που παίζαμε και στήναμε τις μπίλιες (εδώ έμαθα τα λέγαν κοϊνάτσα) τα λιλιά και τα μπουντζούκια. Πρώτη φορά που τον πρωτοείδα απόρησα πολύ, τόσο για το ύψος, όσο και τι χρησίμευε. Έτσι μου είπαν τι είναι και ό,τι όταν ήταν ακόμη εδώ τούρκοι, ανέβαινε ο Χότζας στον εξώστη και κάποιες ώρες της ημέρας, με φωνή σαν αμενετζή καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. Ότι είχαμε τετρακόσια χρόνια τουρκοκρατίας και ατελείωτους πολέμους και δυστυχίες και ότι το χωριό μας παλαιότερα, σχεδόν μισοί του κάτοικοι ήταν τούρκοι, όπως και το διπλανό χωριό ο Μεσαγρός. Πριν πολλά χρόνια ο παιδαγωγός από το χωριό μας Μίλτος Κουντουράς, που έζησε τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας αναθυμάται με νοσταλγία το Χότζα που καλούσε τους πιστούς σε προσευχή από το μιναρέ. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ο ακάλυπτος χώρος που έγινε πλατεία ήταν η θέση ενός μεγάλου τζαμιού, μαζί με τον εναπομείναντα μιναρέ. Το τζαμί κατέρρευσε ή το γκρέμισαν πριν το ’40.
Εκτός του ότι παίζαμε γύρω από το μιναρέ, ανεβαίναμε και κατεβαίναμε στη στριφτή εσωτερική σκάλα και φθάναμε στον εξώστη και κοιτούσαμε από ψιλά, ήταν φτιαγμένος από σκληρή πέτρα και όχι όπως αυτή του Μεσαγρού. Ο μιναρές την εποχή της τουρκικής εισβολής της Κύπρου, με κάποιο πρόσχημα ότι γέρνει και είναι επικίνδυνος, επί προεδρίας Κουλαγίνη γκρεμίστηκε, θυμάμαι μάλιστα ήμουν παρών σ’αυτό το γεγονός..
Επίσης έμαθα αργότερα, ότι από τα λίγα απομεινάρια του ήταν η καγκελόπορτά του, που υπάρχει και σήμερα ως πόρτα εισόδου στο δημοτικό σχολείο του Σκοπέλου.

Από το κάτω δρόμο ή αν περπατήσεις στα εναπομείναντα σκαλοπάτια του τζαμιού πας στη «Μηχανή της Λίντας ή του Αυγερινόπουλου», το λιοτρίβι. Εκεί με πήγε πρώτη φορά ο πατέρας μου όταν είχε να αλέσει ελιές. Το μόνο που ήξερα, στην Αυστραλία, ήταν ότι το τραπέζι μας σε όλα τα φαγητά είχε μπόλικο λάδι και πάντα υπήρχε και ένα πιάτο ελιές. Εδώ είδα και έμαθα ότι όλα τα βουνά, οι πλαγιές και ο κάμπος είναι γεμάτες ελιές, πεζούλια, και τις μαζεύουμε μια μια στο καλάθι με πολύ κόπο, για να γίνουν τσουβάλι. Να έρθουν εδώ να ξεπλυθούν, να τις πάνε στις διπλές μυλόπετρες και μετά η πολτοποιημένη ελιά με ζεματιστό νερό να μπει σε τσουπιά και να συμπιεσθεί από πρέσες και λίγο από λίγο να βγαίνει το άγουρο χρυσοπράσινο λάδι.
Την ώρα που άλεθαν τις ελιές μας, ένας εργάτης μας έψηνε φρέσκο ψωμί «καπίρα» σε ένα μαγκάλι και μετά το έβαλε κάτω από εκεί που έβγαινε το φρεσκοαλεσμένο ζεστό αγουρέλαιο και μας έδωσε να φάμε. Τι όμορφο! Από τις ελιές θα παίρναμε το λάδι του σπιτιού, αλλά και για εισόδημα. Η σχέση του χωριού με την ελιά δεν είναι τωρινή. Αργότερα από ένα βιβλίο που διάβασα του Μάκη Αξιώτη λέει ότι σε μια επιγραφή που βρέθηκε στη περιοχή, αναγραφόταν στο κτηματολόγιο της εποχής επί Διοκλητιανού (Ρωμαϊκούς χρόνους) το 300-400μ.Χ. όπου αναφέρει Χωρίον Σκόπελος, αμπέλων και ελαίων γύροι….δηλαδή πεζούλια.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

To Χωριό, η Κάτω Αγορά – το Τσαρσί (Μέρος Β')


Η συνέχεια από το προηγούμενο Μέρος Α'

Ταξιδεύαμε με το «Άδωνις», έτσι προσθέσαμε μια ακόμη ημέρα σε πλοίο, αλλά τι ψυχή μπορεί να έχει μια μέρα ακόμη; Πρωί πρωί οι καμαρότοι και τα χωνιά μας ξύπνησαν.
«Σε λίγο φθάνουμε στη Μυτιλήνη να ετοιμάζεσθε για την αποβίβασή σας»! Ντυθήκαμε, νυφτήκαμε, ετοιμασθήκαμε όπως όπως, τρέξαμε βιαστικά έξω στο κατάστρωμα και αγναντεύαμε απ’αλάργα το νησί, τα παράλια, τα γαληνεμένα νερά, τις σκόρπιες ψαρόβαρκες, τους γλάρους που κάναν βόλτες και όταν πλησιάζαμε, τα σπιτάκια ξεπρόβαλαν δώθεν κείθεν, ανάμεσα στις κατάφυτες βουνοπλαγιές από δέντρα, θα μάθαινα σε λίγο τι ήταν. Το πλοίο προχωρούσε με τον υπόκωφο θόρυβο της μηχανής, σχίζοντας τα νερά και από μακριά η πόλη άρχισε να αχνοφαίνεται σαν μια ζωγραφιά!
«Η Μυτιλήν’ μας, η Μυτιλήν’ μας» φώναζαν μικροί, μεγάλοι, όλο χαρά!
Σε λίγο θα αρχίζαμε να μιλάμε ασταμάτητα τη μητρική γλώσσα…και όλη μέρα θα άκουγα το «μουρέλημ!» Λίγο από λίγο βλέπαμε τη πόλη, μαζί με το λιμάνι της, από ψιλά το Κάστρο με τα καταπράσινα τσάμια και το Άγαλμα της Ελευθερίας να μας καλωσορίζουν. Να λοιπόν από πού κατάγεται η σκούφια μας! Σιγά σιγά και ανυπόμονα στην ουρά κατεβαίναμε από το πλοίο όλο χαρά που επιτέλους φθάσαμε μετά από ένα τόσο μεγάλο ταξίδι!
Μας περίμενε ο παππούς μου ο Σαράντος, αναχωρήσαμε για το χωριό μας με αγοραία κούρσα, μια διαδρομή που δεν σταμάταγες να βλέπεις δέντρα και πολλές φορές πλάι πλάι στο δρόμο τη θάλασσα, όπως την ονομάσανε, τον κόλπο των ελαιώνων, «Ο Κόλπος της Γέρας». Τη θάλασσα που θα έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα.
Η κούρσα περνούσε από τα χωριά της Γέρας, που τα έβλεπα για πρώτη φορά και ενώ τα μάτια μου κοιτούσαν εδώ κι εκεί, θα διάβαζα τα Αγγλικά σε μια στροφή τη πινακίδα Σκόπελος-Skopelos 1! Να το χωριό μας! Πίσω από τη πινακίδα, θα μάθαινα ότι το σπιτάκι που υπήρχε, ήταν το μικρό εξοχικό καφενεδάκι του «Αντίκα», στο οποίο πέρασε ο ζωγράφος Θεόφιλος και στους τοίχους του, γέμισε πανέμορφες ζωγραφιές που σε μερικά χρόνια αργότερα, θα είχαν αποκολληθεί και πουληθεί. 

Σε λίγο μπήκαμε στο χωριό και πήγαμε στο σπίτι που θα μέναμε προσωρινά, στο παλιό κλειστό σπίτι της θείας Ειρήνης, αδερφή της μάνας μου και προίκα της, που και αυτή έλειπε μετανάστρια στην Αυστραλία, εγκαταλελειμμένο εδώ και δέκα χρόνια, μάλιστα σε αυτό το σπίτι μου είπαν ότι είχα γεννηθεί!
Μπαίνοντας μέσα πρώτη φορά, παρότι σκοτεινό κι ερημωμένο, στο σαλόνι ήταν όλα τα παλιά έπιπλα εκεί σκεπασμένα, με το χρόνο να έχει σταματήσει μέσα στη σκόνη. Στο τοίχο ήταν ένα ξεθωριασμένο κάδρο με δύο συρραμμένες φωτογραφίες, που έμεινα να τις κοιτάζω με απορία. Ρώτησα ποιοι είναι αυτοί. Ο ένας ήταν ο άλλος μου παππούς, ο Στρατής Στεφανής, γνωστός με το παρατσούκλι «παντόφλας», ο ναύτης που ακουμπάει στο τραπεζάκι και που μετά έμαθα, υπηρέτησε στον «ΑΒΕΡΩΦ». Δίπλα του, κομμένη από άλλη φωτογραφία, ο αδερφός του, Παναγιώτης «Παναγής»[1] με τα φυσεκλίκια και τη πλήρη εξάρτηση, που οι γερμανοί μαζί με το γιο του θα εκτελούσαν στα Τσαμάκια στη Μυτιλήνη. Έμεινα άφωνος…δεν είχα ξανακούσει ποτέ τέτοια φοβερά πράματα. Μετά ρώτησα και γιατί το παππού Στρατή τον λέγαν έτσι με αυτό το παρατσούκλι; Πειστική απάντηση δεν μου έδωσαν, φαίνεται πως και αυτός το κληρονόμησε από το πατέρα του, την άλλη παντόφλα τη γνώριζα πολύ καλά από τη μάνα μου πριν γυρίσουμε πίσω!

Το σπίτι είχε μια μεγάλη διπλή ξύλινη εξώπορτα, όπως και τα πιο πολλά σπίτια του χωριού, για να μπαινοβγαίνουν τα υποζύγια, οι κατσίκες και δίπλα ο γκαϊντερμάς - η εξωτερική κουζίνα. Η μικρή αυλή είχε ροδιές και μια μουσμουλιά, η οποία αφότου έβαλα στο στόμα μου τα ξινά μουσμουλάκια της, δεν θα την άφηνα σε ησυχία. Θα ανέβαινα επάνω και στο τελευταίο απόμακρο κλαδί της, για να κόψω τους κιτρινοπράσινους πειρασμούς! Πιο μετά μαζί με τα άλλα παιδιά που θα γνώριζα, όπου βρίσκαμε τις μουσμουλιές θα κάναμε επιδρομές και θα τις αλανιάζαμε σε όλο το χωριό! Όμως απ’ την αρχή πολύ παράξενο, αφού δεν είχα ξαναδεί, ήταν να βλέπω όλο το χωριό να είναι με γαϊδουράκια, μουλάρια και άλογα, να τα κάνουν καβάλα, να κουβαλάνε τα πράγματά τους με αυτά, αντί για τα αυτοκίνητα που ήταν μετρημένα, να περνάνε στους δρόμους και να κάνουν κλακ-κλουκ στους ντουσιμέδες, ούτε που μπορούσα ποτέ να φαντασθώ ότι αυτή ήταν η καθημερινή εικόνα και ζωή των ανθρώπων εδώ. Πιο δίπλα εκεί που ήταν το Φαρμακείο του Ευαγγελινού είχε μάλιστα και χώρο «στάθμευσης» για αυτά, το λεγόμενο «χάνι» το οποίο το είχε ο Τακτικός, αλμπάνης από τη μικρασία. Πολύ συχνά άφηνε τη φοράδα του, ο παππούς Σαράντος, όταν ερχόταν από το Τάρτι, για να κάνει τις δουλειές του στο χωριό. Οι διαπιστώσεις και οι συγκρίσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, ήταν μέρα με τη νύχτα και αυτό όμως που με χάλαγε πολύ ήταν ότι, αφήσαμε τα καθημερινά μας κορν φλέικς και ήρθαμε σε ένα μέρος, που όλοι έβαζαν σχεδόν μέρα παραμέρα φασόλια και κουκιά στο τσουκάλι!
Στο σπίτι αλλά και στα περισσότερα στο χωριό ακόμη δεν υπήρχε ρεύμα, για φως ανάβαμε λάμπες, ψυγείο ήταν το φανάρι, όλες οι ηλεκτρικές συσκευές που μας ήρθαν μετά, τις αφήσαμε χωρίς να τις πιάσουμε καθόλου, κάνοντας την ευχή καμιά φορά στο σπίτι να έρθει το ρεύμα. Κανένα σπίτι δεν είχε τηλεόραση και η δικιά μας ήταν μέσα σε κιβώτιο, νοστάλγησα να δώ λίγο Μίκυ Μάους…το μόνο που με παρηγορούσε ήταν να πάω στο περίπτερο να τον αγοράσω!  Ξέχασα τι είναι το πικάπ, τι είναι ηλεκτρική σόμπα και είδα τη μάνα μου να μαγειρεύει σε κάτι που το λέγαν φουφού, να σιδερώνει με τα κάρβουνα και να ζεσταίνουμε τα δωμάτια με το μαγκάλι! Παρότι το μαγκάλι δεν μπορούσε να μας ζεστάνει όλο το σπίτι, μου άρεσε πολύ, έψηνα τη νέα λιχουδιά, τα κάστανα. Το νερό το κουβαλούσαμε απ’ έξω από τη κοινόχρηστη βρύση της γειτονιάς, σε λαγήνες και κουμάρια και σχεδόν πάντα περιμένοντας στην ουρά, γιατί ήταν διαθέσιμο μόνο ορισμένες ώρες την ημέρα. Τηλέφωνο για να μιλήσουμε με το πατέρα μου, πηγαίναμε στο τηλεφωνείο του «Σεβίλη» στο παλιό τούρκικο τσαρσί. Και τηλέφωνο να είχαμε σχεδόν κανένα άλλο σπίτι δεν είχε! Έπρεπε με το πόδι να πάμε από σπίτι σε σπίτι, για να γίνει μια δουλειά ή να μιλήσουμε και να συννενοηθούμε!
           Ένα μετά το άλλο έβλεπα πόσο δυσκολότερη και διαφορετική ζωή ήταν να ζεις σε ένα χωριό. Για να πάς στην αγορά, στο δρόμο μας, έπρεπε να περάσεις από μπροστά από μια γρια την «Περδίκαινα». Καθόταν στο καρεκλί της κάτω από μια γέρικη καρυδιά και αστυνόμευε τη περασιά, όλο μουρμούριζε τα δικά της και έλεγε διάφορα στους διερχόμενους, ουαί και αλίμονο αν σε έπιανε στο στόμα της ή της πείραζες τα εγγόνια της.

             Με το που μπαίναμε στη πάνω αγορά ήταν το τσαγκαράδικο του Παντελή Σπάρταλη. Εκεί σ’ αυτόν, μόλις ήρθαμε, από τα πρώτα πράγματα που έκανε η μάνα μου ήταν να ράψει δυο μεγάλες πετσένιες τσάντες για τα ψώνια της, συνάμα έραψε μόνη της και πάνινα σακούλια για να γεμίζει όσπρια, και ό,τι άλλο, όταν έκανε ψώνια στο μπακάλη. Καθημερινά, η πάνω και η κάτω αγορά - το παλιό τούρκικο τσαρσί - έσφυζε από κίνηση και φωνές, μικροί μεγάλοι ανεβοκατέβαιναν, μαζί άλλοι τράβαγαν τα ζώα και άλλοι καβάλα στο πλάι φώναζαν «ντέε ή ντέε βρε!» και περνούσαν από μέσα. Λίγοι γέροι φορούσαν βράκες ακόμη, πρόλαβα να γνωρίσω και τη αιωνόβια μικρασιάτισα πρόγιαγιά μου την Ειρήνη, μάνα της γιαγιάς μου Ανδρομάχης, η οποία μέχρι τα βαθιά γεράματα ήταν με βράκα.
Ο ντελάλης ο Μορφούλας έβγαινε στην αγορά και με τη βροντερή φωνή του, διαλαλούσε τις ανακοινώσεις του, συνήθως την άφιξη και την αναχώρηση του Τσότρα που έκανε μεταφορές με το φορτηγό του, ένα παλιό Μερσεντές, στην Αθήνα.
            Ο τυφλός Λευτέρης γύριζε παντού στην αγορά, έμπαινε στα καφενεία, στα μαγαζιά. Κρατούσε ένα ματσάκι μικρούς λαχνούς γραμμένους επάνω σε χασαπόχαρτο και τους πωλούσε, πότε κέρδιζες μια μεγάλη συναγρίδα, πότε αρνί, πότε φάσες, πότε ορτύκια, πότε κοτσύφια και τσίχλες, πότε μπεκάτσες. Γύρναγε και έδειχνε τη πραμάτιά του και δώστου εγώ να αγοράζω λαχνούς και ποτέ να μη πιάνω κανέναν! Νόμιζα ότι τελικά δεν έχω τύχη! Αργότερα έμαθα ότι συνήθως κανονίζαν από πριν ξέραν ποιος θα κερδίσει τη λοταρία.
Ο Βαγγέλης, ο φιστικάς φώναζε «ε ρε φιστίκια, ωραία φιστίκια έχω», ντυμένος με άσπρα ξεχώριζε από μακριά. Πουλούσε φρεσκοψημένα φιστίκια που σου έπαιρναν τη μύτη και μοσχομύριζε όλος το τόπος, τα απογεύματα γύριζε σε όλες τις γειτονιές και όλα τα παιδιά τρέχαμε από πίσω του με τη δραχμή στο χέρι να αγοράσουμε. Είχε ένα ξίκι φλιτζανάκι του καφέ, που είχε γεμισμένο το πάτο με λίγο χαρτί και το είχε σαν μετρήδι για τα φιστίκια που πουλούσε σε μικρά άσπρα χαρτοσακούλια.
           Στο δρόμο στην αγορά και στα σοκάκια και οι διάφοροι μπαχτσαβάνηδες, ανεβοκατέβαιναν και πουλούσαν τη πραμάτιά τους. Ήταν και ένας λίγο τσεβδός που διαλαλούσε «ε γε ωγαία πγάσα έχου! Ιλάτι να πάγιτι!» τον κάναμε πολύ γούστο αυτόν.

Μέρος Γ'



[1] Παναγής Παναγιώτης του Γεωργίου, γεννηθείς στο Σκόπελο 1891 και ο γιός του Παναγής Γεώργιος του Παναγιώτου γεννηθείς στο Πέραμα το 1921. Εκτελέστηκαν στις 23-3-1942 από τους Γερμανούς στα Τσαμάκια της Μυτιλήνης για κατοχή εκρηκτικών υλών

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Το ταξίδι, η επιστροφή, το «Πατρίς»


Μέρος Α'
Ο πατέρας μου φαίνεται δεν άντεξε και πολύ την ξενιτιά και μετά από εφτά χρόνια αποφάσισε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και να συνεχίσουμε τη ζωή μας εκεί. Το κομπόδεμα δεν ξέρω πόσο μεγάλο ήταν, αλλά ήταν αποφασισμένος να έρθει πίσω παρότι η ζωή εκεί πρόσφερε σχεδόν τα πάντα, όμως ήθελε να ξαναδουλέψει με τις ελιές και να κάνει προκοπή με αυτές. Έτσι το 1969, μας έκοψε εισιτήρια, η μάνα μου, ο αδερφός μου, μαζί ήταν και ένα κορίτσι που συνοδεύαμε και που δεν θυμάμαι το όνομα της, αλλά θυμάμαι ότι καταγότανε από τη Κατερίνη. Το πλοίο που θα ταξιδεύαμε θα ήταν το διάσημο υπερωκεάνιο «Πατρίς[1]». Είχαμε πακετάρει όλα μας τα υπάρχοντα σε ξύλινες κούτες, σε αυτά θυμάμαι το στερεοφωνικό πικάπ του πατέρα μου ένα ολόκληρο έπιπλο, όπως και η τηλεόραση μας, η οποία με λάμπες διέθετε ενσύρματο τηλεχειρισμό! Μαζί και τα αγαπημένα μου αυτοκινητάκια matchbox και τις μπίλιες μου. Λυπόμουν που άφηνα πίσω τα ξαδέρφια, το αγαπημένο μου σχολείο, τους φίλους, το σπιτάκι μας στο Σίδνεϋ και την Αυστραλία. Θα άφηνα και δεν θα ξανάβλεπα πια την Narrel την γειτόνισσα του παραδιπλανού σπιτιού με τις φακίδες που παίζαμε όλη μέρα μαζί. Αλλά με ότι μου λέγαν για να με παρηγορήσουν, θα βρίσκαμε άλλους φίλους, και θα γνωρίζαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες που τους ήξερα μόνο όταν μίλαγαν για αυτούς οι γονείς μου. Η μάνα μου είχε στείλει από καιρό γράμμα προς όλους στην Ελλάδα και μας περίμεναν. Αποχαιρετίσαμε τους συγγενείς, ανεβήκαμε στο πλοίο, μαζί με ένα παράξενο συναίσθημα χαράς, λύπης και περιέργειας! Στριμωχθήκαμε στη τετράκλινη καμπίνα, αλλά αυτό δεν μου ήταν και τόσο πρόβλημα, το πλοίο είχε αρκετούς χώρους, σάλες και παιχνιδότοπο για τα παιδιά, κινηματοθέατρο, σαλόνι με ορχήστρα και μπουζούκια, για να ξεχνιέται ο κόσμος στο μακρινό και κουραστικό ταξίδι! Ο καπετάνιος και το προσωπικό πάντα έψαχνε ανθρώπους ανάμεσα στους επιβάτες που τραγουδούσαν, έπαιζαν μουσική ή ό,τι άλλο μπορούσε να διασκεδάσει τους ανθρώπους στο ταξίδι. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να μην βαρεθείς όλη μέρα στους ίδιους χώρους και με τα ίδια πράγματα. Ευτυχώς είχε ακόμη δύο πισίνες για μικρούς και μεγάλους με καθίσματα και δίπλα, μπαρ-καντίνα και μαγαζί για ψώνια και παιδικά παιχνίδια. Και αφού ζάλισα τη μάνα μου, αγόρασαν μια μικρή κούρσα με μπαταρίες, η οποία είχε κάτι σαν κεραία που έπιανες και προχωρούσε μπρος, πίσω, αριστερά, δεξιά. Το ταξίδι κράτησε 36 ημέρες, πολύ περισσότερες από το κανονικό και αυτό οφειλότανε, όπως θα μάθαινα, στο πόλεμο που επικρατούσε στη διώρυγα του Σουέζ και έτσι αναγκαστικά το πλοίο έπρεπε να κάνει τον περίπλου της Αφρικής.
Το πλοίο ξεκίνησε από το Σίδνεϋ και έκανε τη πρώτη στάση στο Πέρθ για να πάρει κάποιους από κεί και για ανεφοδιασμό. Ο καιρός ήταν καλός, όπως και η θάλασσα, χωρίς κύματα και έτσι φανταζόμουν ότι θα ήταν και όλο το ταξίδι, όμως όταν φθάσαμε να διασχίσουμε τον Ινδικό Ωκεανό, με μια ενδιάμεση στάση στον μικρό Νησί του Άγιου Μαυρίκιου, που είναι πριν την Μαδαγασκάρη, εκεί ήταν που φοβηθήκαμε πραγματικά, βλέποντας βουνά τα κύματα, να μας κουνάνε το πλοίο σαν χάρτινο καραβάκι. Αυτό κρατούσε αρκετές μέρες, με συνέπεια όλοι να έχουν ναυτία, να είναι κατάχαμα πεσμένοι και να βγάζουν τα συκώτια τους. Το ταξίδι όμως δεν ήταν πάντα έτσι, αλλά βλέποντας τι τραβήξαμε ως τώρα, μας φαινόταν πλέον κουραστικό και βαρετό. Από τα καλά, κάθε μέρα στο πρωινό, ζήταγα αυγά και μια ρέγγα ψητή και τρώγαμε όσο θέλαμε. Όταν πιάσαμε λιμάνι στο Κέϊπ Τάουν στη Αφρική, φέραν μπανάνες με το κιλό, παιδιά εμείς τρώγαμε όσες αντέχαμε! Φυσικά κάναμε νέες παρέες με παιδιά ανάλογης ηλικίας και μαζευόμασταν στη πισίνα και στα γύρω καθίσματα, το μπαρ από το μπομπινόφωνο και τα χωνιά, κάθε μέρα θα έπαιζε το “No Milk Today” των Herman Hermits, πίναμε καμιά πορτοκαλάδα και καθόμασταν και μετά πάλι ρεμπελεύαμε ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας στο κατάστρωμα. Κάποια παιδιά εκτός από τη παιδική πισίνα βούταγαν και στη μεγαλύτερη εκεί που δεν πάτωνες… Βλέποντας τα άλλα τα παιδιά να κολυμπάνε με ευκολία θεώρησα και εγώ ότι, αν έκανα τις ίδιες κινήσεις, θα μπορούσα και εγώ να κολυμπώ και ας μην ήξερα γρι. Έτσι άρχισα να λέω και να καυχιέμαι “σιγά το πράμα” και εγώ ξέρω να κολυμπώ. Το έλεγα το ξανάλεγα, καμιά φορά κάποιος μεγαλύτερος κουράστηκε να με ακούει, μου έδωσε μια σπρωξιά και βρέθηκα στη πισίνα να κάνω μπάνιο, να καταπίνω νερό και να πνίγομαι. Ένας μου πέταξε ένα πορτοκαλί σωσίβιο και με βγάλανε έξω. Αυτό ήταν το καλύτερο μάθημα για να μάθω να μη λέω ψέματα με τέτοια ευκολία και να μην καυχιέμαι πράγματα που δεν ξέρω. Μετά από αυτό το ρεζιλίκι απέφευγα να ξαναπάω στη πισίνα.
Το πλοίο προχωρούσε στον Ατλαντικό Ωκεανό και έπλεε στα δυτικά παράλια της Αφρικής, έκανε διάφορες στάσεις για ανεφοδιασμό. Κοντεύοντας σχεδόν στο μήνα, φθάσαμε στο Γιβλαρτάρ και μπήκαμε στη Μεσόγειο και η τελευταία μας στάση ήταν η Ιταλία στο Παλέρμο όπου και κατεβήκαμε για μια μικρή βόλτα και κάναμε λίγα ψώνια, αλλά μετρούσαμε μέρες πότε θα φθάσουμε στην Ελλάδα. Συνεχίσαμε στο γύρο της Πελοποννήσου αγναντεύοντας από μακριά τα βουνά και τα παράλια της πατρίδας και λίγο από λίγο φθάσαμε επιτέλους στο Πειραιά! Η χαρά ήταν μεγάλη! Μας περίμεναν όλοι οι συγγενείς της μάνας μου μαζί με τα ξαδέρφια, καθίσαμε για ένα βράδυ και αναχωρήσαμε την επομένη για το νησί. 

Μέρος Β'



[1] Τον Οκτώβριο του 1959, αγοράστηκε από την Chandris Lines και βαφτίσθηκε «Πατρίς» και στη συνέχεια ναυλώθηκε στη μεταφορά μεταναστευτών μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας. Πραγματοποίησε συνολικά 91 δρομολόγια προς την Αυστραλία μεταξύ 1959 και 1975, ταξιδεύοντας τακτικά μέσω του Suez Canal της Αιγύπτου.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Γ’οι ανισπάθις

Γ’οι ανισπάθις*

Το κυνήγι κάποτε συμπλήρωνε εκτός από το τραπέζι των πλουσίων, συμπλήρωνε και ιδιαίτερα το τραπέζι των φτωχών αφού το κύριο πιάτο δεν ήταν άλλο παρά μόνο με το καθημερινό τσ’κάλ’, πότε με κ΄τσα, φασούλις, φασλέλια, μαυρουμάτκα φασλέλια μαζί με τις ελιές, κανένα κρουμύδ’ και λίγο τυρί, έτσι πήγαινε συνήθως και ο πατέρας μου ο Μήτρος και ο παππούς μου ο Σαράντος, μη του ντρουβά στου πράμα. Και αφού το κρέας ήταν μόνο για τ’ Λαμπρή και τα Κστούγεννα, το κυνήγι ήταν πράγματι κάτι που συμπλήρωνε το φτωχικό τραπέζι, αλλά τις περισσότερες φορές όταν τα κυνήγια ήταν πολλά, ο παππούς μου κατέβαινε ως και τη Μυτιλήνη και τα πουλούσε, κυρίως ορτύκια, αλλά πολλές φορές σκότωνε και κουνάβια που είχαν καλή τιμή.
Καθώς είχαμε γυρίσει οικογενειακώς πίσω από την Αυστραλία ως μετανάστες που είχαμε πάει, αρχές του ’70 άρχισα να ακούω ιστορίες για τα κυνήγια και πόσο καλός ήταν ο πατέρας μου όπως και ο παππούς στου τ’φέτσ’! Τα Χριστούγεννα οι ιστορίες στου νταμ, δίπλα στ γουνιά (τζάκι) ήταν σε καθημερινή βάση, αλλά και το καλοκαίρι στα εξοχικά καφενεία του Ταρτιού στου Μαμάκου και Λούπου, στου Καμπούρ, στου Μπερδούκα, να μην τα πολυλογώ ήρθε η κουβέντα και έμαθα ότι βάζαν και ανισπάθις. Λέγαν αρκετές ιστορίες ότι πιάναν κουσύφ, τσι τσίχλις κβάρα σε κάθε γύρα. Τέτοια να ακούγω ήμουν ιμικρός, πήραν τα μυαλάμ’ αέρα να μάθω πως στήνουν μια ανισπάθα. Οι μεγαλύτεροι δεν είχαν και πολύ όρεξη να με κατατοπίσουν, μου λέγαν ως και πέρδικα έπιασαν με τις ανισπάθις, οπότε αφού τους έπρηξα ο παππούς μου εξήγησε. Τα Χριστούγεννα ήμασταν στο Τάρτι για ελιές, ποιός είχε όρεξη όλη μέρα να σκύβει να γεμίζει το κουβαδέλ που δε γέμιζε πουτές, άντι μια χεριά απ’ μάναμ, άντι μια χεριά απ’ τη θειάμ Σουφίγ’, μη τα χίλια ζόρια γέμιζε αφού οι άλλοι γέμιζαν 2-3 Πλωμαρτίτικες καλαθίδες απ’ τις μιγάλις! Με έβαζαν να βάζω κλαδιά στη φωτιά να κρατιέται και να ζεστένομαι και με το ένα και το άλλο να περάσει η μέρα… Αλλά ο νους μου ήταν στις ανισπάθις που είχα στήσ’ καρσί του Χατζηγιαννάκ’ του λαγκάδ’. Με πόση επιμέλεια είχα κόψει αγριλιές τις είχα στήσει, με τις καλύτερες αρπάδις (ελιές). Όπου οι κουσύφ’ είχαν κάνει πολλά σκαψίματα εκεί ήταν στημένες. Ήταν καμιά δεκαριά, μια μετά την άλλη, ξεστημένες ή απείραχτες συνήθως χωρίς κανένα πλί. Καμιά φορά κι ένας Γιάννς ήταν πιασμένος…Την επομένη ένας κόσφας, κόντευα να τρελαθώ από τη χαρά, την επομένη μια Τσίχλα….αυτές ήταν και οι αποδόσεις μου στις ανισπάθις. Του καλαθέλ πάντα άδειο, δηλαδή, όλη μέρα στου ρουμάνι με ένα κόσφα τσι ένα Γιάνν’. Αλλά η χαρά μεγάλη, να τις στήνω, να τις προσέχω να ανεβαίνω στα βουνά να ψάχνω ως και κούμαρο που αγαπούσαν οι κουσύφ! Η βραδινή βόλτα στις ανισπάθις ήταν ιεροτελεστία…όταν επέστρεφα με κανέναν κόσφα καμαρωτός καμαρωτός, άκουγα τα παινέματα, η μάνα μου η Μυρσίν μαθημέν’ να μαδάει τα κυνήγια στο πι και φι τον μάδαγε και τον ψήναμε στη γωνιά, και πάλι από την αρχή τις ιστορίες για το κυνήγι, με ποιό καιρό πέφτουν οι μπεκάτσες, με ποιό καιρό οι φάσες, που τις πιάνει και άντι πάλι από την αρχή, το καλοκαίρι πάλι τα ίδια με τα ορτύκια, που έβγαλε ο τάδε το ορθύκι.. θα έχει τραμουντάνα και θα πέσουν ορθύκια.
Τελείωνε το δεκαπενθήμερο των Χριστουγέννων και είχα χαρά γιατί γλίτωνα επιτέλους από τις ελιές μες το κρύο και στα αγκάθια, από την άλλη στενοχώρια τι θα απογένουν οι ανισπάθις μου…Το μυαλό μου δεν ξεκόλλαγε. Το επόμενο Σαββατοκύριακό νάτος πάλι, ξεκίναγα από το Σκόπελο στο Τάρτ μη του πουδάρ’ για να δω τι απέγιναν οι ανισπάθις. Τι να δω όμως, όλες ξεστημένες ντάρμα νταγαν, άνω κάτω απ’τσ’ κουσύφ ….μια δυο και τις άφησα στη τύχη τους…Σήμερα αν μου πείτε να σκοτώσω πουλί ούτε να το διανοηθώ.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

* Οι ανισπάθες ήταν ένας πολύ παλιός τρόπος κυνηγιού που σήμερα πλέον έχει εκλείψει.
Μια ανισπάθα αποτελείται από μια αγριελιά (από κουτσίν στα αρχαία κότινας) περίπου 80 cm, το οποίο μπήγεται στη γή και στο άλλο άκρο δένεται μια θηλιά από μεσινέζα, παλαιότερα από αλογοουρά και 10 cm με μεσινέζα και ένα μικρό ξυλάκι, περίπου μισό σπίρτο σε μήκος. Παραπέρα μπήγεται στη γή και από τις δυο μεριές άλλη μια αγριελιά 20 cm που δημιουργεί γέφυρα. Περνάμε από κάτω από τη γέφυρα το ξυλάκι το οποίο ακουμπάει στο δόλωμα, την ελιά και έτσι η ανισπάθα είναι λυγισμένη προς τη γέφυρα, πάνω από την ελιά βάζουμε τη θηλιά. Όταν το θήραμα τσιμπήσει την ελιά η ανισπάθα ανασηκώνεται απότομα και η θηλιά πιάνει το πουλί.


Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Τα Παπαδάκια (Οι Ιεροπαίδες)


Όταν πηγαίναμε ακόμη στο δημοτικό, την Παρασκευή ερχόνταν ο δάσκαλός μας ο Σίμος, όπως και άλλοι και μας έλεγαν, «τη Κυριακή το πρωί να είσαστε όλοι σας στη Εκκλησία για εκκλησιασμό». Για μένα ήταν μεγάλη χαρά αφού μου ήταν πολύ προτιμότερο από το να πηγαίνω στις ελιές μες το κρύο και μες τις βροχές και τα αγκάθια! Ο πατέρας μου γκρίνιαζε, αλλά αφού το έλεγε ο δάσκαλος έπρεπε να πάω. Βέβαια το να πηγαίνεις στην εκκλησία ήταν μια κουβέντα, αλλά να αντέχεις σαν μικρό παιδί τις 2-3 ώρες ορθοστασίας που ήταν η λειτουργία και να είσαι αμίλητος, ήταν ένα πραγματικό βάσανο. Oι ώρες αυτές μου φαίνονταν αιώνιες και θέλοντας και μη, κοιτούσα όλες τις λεπτομέρειες που είχε μέσα η εκκλησία για να κυλήσει η ώρα, το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τις ζωγραφιές του γυναικωνίτη που απεικόνιζαν τις ωραιότατες παραστάσεις του Χριστού, που αργότερα έμαθα ήταν έργο του συγχωριανού μας ζωγράφου Στρατή Γαβαλά. Ακόμη με φόβο κοιτούσα σε ένα πίνακα που διαχωρίζονται οι αμαρτωλοί που καίγονταν στο πύρ το εξώτερον και γεμάτοι αίματα να οδεύουν για τη κόλαση και οι δε ενάρετοι χριστιανοί να προχωρούν ευτυχείς για το παράδεισο. Και αφού η ώρες περνούσαν τόσο αργά, όσο και αν κοιτούσες ή χάζευες εδώ και εκεί μες την εκκλησιά, στεκόμουν κι εγώ δίπλα με τους ψάλτες και σιγοέψελνα, έτσι από την ανία, αποκτούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο εκκλησιασμός. Μετά είδα κάποια παιδιά που φορούσαν κάτι παπαδίστικα ρούχα και περιφέρονταν στην εκκλησιά και μάλιστα τους έδειναν και χαρτζιλίκι! Οπότε δεν ήθελε πολύ να σκεφτείς τι το καλύτερο, να κάνω και ’γω το ίδιο, να μην πηγαίνω στις ελιές και να μου δίνουν και δυό δραχμές να αγοράζω ότι θέλω μετά τη λειτουργία! Ο παπάς του χωριού μας, ήταν καλός και κάποιες μέρες αφού είχαν συνεννοηθεί με το σχολείο πηγαίναμε κατηχητικό, ακούγαμε και συζητάγαμε εκεί και άλλα ζητήματα πέρα από το σχολείο, αλλά δεν κράτησε δυστυχώς θυμάμαι και πολύ! Πολύ μου άρεσε να πηγαίνω στους χαιρετισμούς και γενικώς στην εκκλησία.
Μια μέρα με πλησίασε μαζί με τ’ άλλα παιδιά ο καντηλανάφτης και νεκροθάφτης, ο Βαγγέλης ο Τρύπατζης και μας λέει:
- Ελάτε να ντυθείτε παπαδάκια για μια κηδεία.
Απ’ ότι μάθαμε θα μας δίνανε ένα τάλιρο (πέντε δραχμές!) αρκετά χρήματα για την ηλικία μας! Συνήθως όταν μας έπεφταν παραπάνω τα χρήματα στη τσέπη μας ή μια μπάλα πετσένια θα αγοράζαμε ή όλο σκατοδουλειές θα ξεμπερδεύαμε, να πάμε αγοράσουμε ποικιλία πακέτα από τσιγάρα, να κάναμε τους μεγάλους, οπότε δεν αρνηθήκαμε. Στις κηδείες παπαδάκια ντύνονταν συνήθως τα πιο φτωχά παιδιά, αυτά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, παιδιά των παρακατιανών, που τα λίγα αυτά χρήματα ήταν ένα ζήτημα. Αλλά αυτά τα πράματα δεν σου έχουν μπει μες στο μυαλό να τα σκεφτείς ποτέ, ιδίως όταν είσαι όλη μέρα μαζί στο σχολείο και όλα τα παιδικά χρόνια τα περνάς μαζί και όλοι είμαστε ίσοι και ένα, πλούσια και φτωχά, καλοντυμένα ή με μπαλώματα στα ρούχα, στα παιχνίδια και τις σκανδαλιές. Αυτά μας τα είπαν οι μεγαλύτεροι που έρχονταν και τα ανακατεύανε τα πράγματα και λέγανε με ποιους να κάνουμε παρέα.
Το σπίτι μου ήταν κοντά στα μνημόρια, στην αριστερή πλευρά του χωριού. Με τα τόσα που μας λέγαν για τους απεθαμένους και μας φοβέριζαν, έκοβα και άλλαζα δρόμο και έπαιρνα τα σκαλοπάτια ή το δρόμο προς την Αγία Κυριακή για να πάω στην αγορά και έτσι απέφευγα να τους σκέφτομαι. Άλλες φορές πάλι, ενδόμυχα θέλοντας να κάνω το παλικάρι, περνούσα απ’ έξω απ’ αυτό, με γοργό όμως βήμα και με αρκετή δόση φόβου, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή, «ώρα είναι να πεταχθεί κάποιος από μέσα». Η πόρτα του, πάντα μέρα νύχτα ορθάνοιχτη, αλλά με τα παιδιά της γειτονιάς δεν τολμήσαμε ποτέ να πατήσουμε μέσα από φόβο. Να τώρα που θα μαθαίναμε τα κατατόπια του και θα βλέπαμε και πεθαμένο.
Όπως μας είπαν, πήγαμε πιο πριν, στην εκκλησία και ντυθήκαμε για τη κηδεία. Έτσι ήμασταν παρών στη νεκρώσιμη ακολουθία και στη σιωπηλή μεταφορά του νεκρού στη τελευταία του κατοικία. Όταν τον θάβανε ο παπάς τον λιβάνιζε και διάβαζε τις τελευταίες αράδες, εμείς ήμασταν από πάνω και βλέπαμε για πρώτη φορά σαν μπάστακες το μακάβριο θέαμα, που τον κατέβαζαν, του έβαζαν τη παράδα στο χέρι, του έβαζαν ένα κεραμίδι στο στόμα, του ρίχναν χώμα για να πάει το μακρινό ταξίδι στον άλλο κόσμο, που τον χαιρέταγαν. Να κοιτάμε τους συγγενείς που οδύρονταν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι, πρωτόγνωρο θέαμα αλλά σκεφτόμασταν χαλάλι ένα ολόκληρο τάλιρο ήταν αυτό, σε λίγο θα τελειώσουν όλα τα βάσανά μας! Μετά μαζί με το παπά και το καντηλανάφτη επιστρέφαμε για την εκκλησιά να αλλάξουμε και να πληρωθούμε. Κι ενώ κάποια στιγμή γυρίζαμε, με παραμέρισε ένας θείος μου ο Παναγιώτης, και μου αστράφτει μια, και μου λέει:

-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; - τώρα γελάω που το σκέφτομαι - βγάζει από τη τσέπη του και μου δίνει το ένα τάλιρο «να πάρε» και μόνο θυμό μου λέει:
-Μην σε ξαναπετύχω! θα τα ανακατώσω όλα στο πατέρα σου. Τι γυρεύεις εσύ με όλους αυτούς τους παρακατιανούς, δεν ντρέπεσαι λίγο;

Με κατεβασμένα τα μούτρα, με ανάμεικτα συναισθήματα και με το τάλιρο στο χέρι, χάθηκα μέσα στα σοκάκια του χωριού. Δεν θυμάμαι αν το κράτησα ή το πέταξα.
Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι, από τη μια να σκέφτομαι και να προσπαθώ να εξηγήσω το λόγο που έφαγα τη σφαλιάρα και από την άλλη, όλο να βλέπω το απεθαμένο να έρχεται στην ύπνο μου και τη σκηνή που τον έθαβαν. Με αυτά και με αυτά, αυτή ήταν και η τελευταία φορά που με είδε σαν παιδί η εκκλησία…

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

μνημόρια = νεκτροταφείο
 *Η εικόνα προέρχεται από το Facebook group  Lesvosoldies

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...