Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Τα Παπαδάκια (Οι Ιεροπαίδες)


Όταν πηγαίναμε ακόμη στο δημοτικό, την Παρασκευή ερχόνταν ο δάσκαλός μας ο Σίμος, όπως και άλλοι και μας έλεγαν, «τη Κυριακή το πρωί να είσαστε όλοι σας στη Εκκλησία για εκκλησιασμό». Για μένα ήταν μεγάλη χαρά αφού μου ήταν πολύ προτιμότερο από το να πηγαίνω στις ελιές μες το κρύο και μες τις βροχές και τα αγκάθια! Ο πατέρας μου γκρίνιαζε, αλλά αφού το έλεγε ο δάσκαλος έπρεπε να πάω. Βέβαια το να πηγαίνεις στην εκκλησία ήταν μια κουβέντα, αλλά να αντέχεις σαν μικρό παιδί τις 2-3 ώρες ορθοστασίας που ήταν η λειτουργία και να είσαι αμίλητος, ήταν ένα πραγματικό βάσανο. Oι ώρες αυτές μου φαίνονταν αιώνιες και θέλοντας και μη, κοιτούσα όλες τις λεπτομέρειες που είχε μέσα η εκκλησία για να κυλήσει η ώρα, το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τις ζωγραφιές του γυναικωνίτη που απεικόνιζαν τις ωραιότατες παραστάσεις του Χριστού, που αργότερα έμαθα ήταν έργο του συγχωριανού μας ζωγράφου Στρατή Γαβαλά. Ακόμη με φόβο κοιτούσα σε ένα πίνακα που διαχωρίζονται οι αμαρτωλοί που καίγονταν στο πύρ το εξώτερον και γεμάτοι αίματα να οδεύουν για τη κόλαση και οι δε ενάρετοι χριστιανοί να προχωρούν ευτυχείς για το παράδεισο. Και αφού η ώρες περνούσαν τόσο αργά, όσο και αν κοιτούσες ή χάζευες εδώ και εκεί μες την εκκλησιά, στεκόμουν κι εγώ δίπλα με τους ψάλτες και σιγοέψελνα, έτσι από την ανία, αποκτούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο εκκλησιασμός. Μετά είδα κάποια παιδιά που φορούσαν κάτι παπαδίστικα ρούχα και περιφέρονταν στην εκκλησιά και μάλιστα τους έδειναν και χαρτζιλίκι! Οπότε δεν ήθελε πολύ να σκεφτείς τι το καλύτερο, να κάνω και ’γω το ίδιο, να μην πηγαίνω στις ελιές και να μου δίνουν και δυό δραχμές να αγοράζω ότι θέλω μετά τη λειτουργία! Ο παπάς του χωριού μας, ήταν καλός και κάποιες μέρες αφού είχαν συνεννοηθεί με το σχολείο πηγαίναμε κατηχητικό, ακούγαμε και συζητάγαμε εκεί και άλλα ζητήματα πέρα από το σχολείο, αλλά δεν κράτησε δυστυχώς θυμάμαι και πολύ! Πολύ μου άρεσε να πηγαίνω στους χαιρετισμούς και γενικώς στην εκκλησία.
Μια μέρα με πλησίασε μαζί με τ’ άλλα παιδιά ο καντηλανάφτης και νεκροθάφτης, ο Βαγγέλης ο Τρύπατζης και μας λέει:
- Ελάτε να ντυθείτε παπαδάκια για μια κηδεία.
Απ’ ότι μάθαμε θα μας δίνανε ένα τάλιρο (πέντε δραχμές!) αρκετά χρήματα για την ηλικία μας! Συνήθως όταν μας έπεφταν παραπάνω τα χρήματα στη τσέπη μας ή μια μπάλα πετσένια θα αγοράζαμε ή όλο σκατοδουλειές θα ξεμπερδεύαμε, να πάμε αγοράσουμε ποικιλία πακέτα από τσιγάρα, να κάναμε τους μεγάλους, οπότε δεν αρνηθήκαμε. Στις κηδείες παπαδάκια ντύνονταν συνήθως τα πιο φτωχά παιδιά, αυτά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, παιδιά των παρακατιανών, που τα λίγα αυτά χρήματα ήταν ένα ζήτημα. Αλλά αυτά τα πράματα δεν σου έχουν μπει μες στο μυαλό να τα σκεφτείς ποτέ, ιδίως όταν είσαι όλη μέρα μαζί στο σχολείο και όλα τα παιδικά χρόνια τα περνάς μαζί και όλοι είμαστε ίσοι και ένα, πλούσια και φτωχά, καλοντυμένα ή με μπαλώματα στα ρούχα, στα παιχνίδια και τις σκανδαλιές. Αυτά μας τα είπαν οι μεγαλύτεροι που έρχονταν και τα ανακατεύανε τα πράγματα και λέγανε με ποιους να κάνουμε παρέα.
Το σπίτι μου ήταν κοντά στα μνημόρια, στην αριστερή πλευρά του χωριού. Με τα τόσα που μας λέγαν για τους απεθαμένους και μας φοβέριζαν, έκοβα και άλλαζα δρόμο και έπαιρνα τα σκαλοπάτια ή το δρόμο προς την Αγία Κυριακή για να πάω στην αγορά και έτσι απέφευγα να τους σκέφτομαι. Άλλες φορές πάλι, ενδόμυχα θέλοντας να κάνω το παλικάρι, περνούσα απ’ έξω απ’ αυτό, με γοργό όμως βήμα και με αρκετή δόση φόβου, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή, «ώρα είναι να πεταχθεί κάποιος από μέσα». Η πόρτα του, πάντα μέρα νύχτα ορθάνοιχτη, αλλά με τα παιδιά της γειτονιάς δεν τολμήσαμε ποτέ να πατήσουμε μέσα από φόβο. Να τώρα που θα μαθαίναμε τα κατατόπια του και θα βλέπαμε και πεθαμένο.
Όπως μας είπαν, πήγαμε πιο πριν, στην εκκλησία και ντυθήκαμε για τη κηδεία. Έτσι ήμασταν παρών στη νεκρώσιμη ακολουθία και στη σιωπηλή μεταφορά του νεκρού στη τελευταία του κατοικία. Όταν τον θάβανε ο παπάς τον λιβάνιζε και διάβαζε τις τελευταίες αράδες, εμείς ήμασταν από πάνω και βλέπαμε για πρώτη φορά σαν μπάστακες το μακάβριο θέαμα, που τον κατέβαζαν, του έβαζαν τη παράδα στο χέρι, του έβαζαν ένα κεραμίδι στο στόμα, του ρίχναν χώμα για να πάει το μακρινό ταξίδι στον άλλο κόσμο, που τον χαιρέταγαν. Να κοιτάμε τους συγγενείς που οδύρονταν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι, πρωτόγνωρο θέαμα αλλά σκεφτόμασταν χαλάλι ένα ολόκληρο τάλιρο ήταν αυτό, σε λίγο θα τελειώσουν όλα τα βάσανά μας! Μετά μαζί με το παπά και το καντηλανάφτη επιστρέφαμε για την εκκλησιά να αλλάξουμε και να πληρωθούμε. Κι ενώ κάποια στιγμή γυρίζαμε, με παραμέρισε ένας θείος μου ο Παναγιώτης, και μου αστράφτει μια, και μου λέει:

-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; - τώρα γελάω που το σκέφτομαι - βγάζει από τη τσέπη του και μου δίνει το ένα τάλιρο «να πάρε» και μόνο θυμό μου λέει:
-Μην σε ξαναπετύχω! θα τα ανακατώσω όλα στο πατέρα σου. Τι γυρεύεις εσύ με όλους αυτούς τους παρακατιανούς, δεν ντρέπεσαι λίγο;

Με κατεβασμένα τα μούτρα, με ανάμεικτα συναισθήματα και με το τάλιρο στο χέρι, χάθηκα μέσα στα σοκάκια του χωριού. Δεν θυμάμαι αν το κράτησα ή το πέταξα.
Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι, από τη μια να σκέφτομαι και να προσπαθώ να εξηγήσω το λόγο που έφαγα τη σφαλιάρα και από την άλλη, όλο να βλέπω το απεθαμένο να έρχεται στην ύπνο μου και τη σκηνή που τον έθαβαν. Με αυτά και με αυτά, αυτή ήταν και η τελευταία φορά που με είδε σαν παιδί η εκκλησία…

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

μνημόρια = νεκτροταφείο
 *Η εικόνα προέρχεται από το Facebook group  Lesvosoldies

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Του ποδήλατου (Το ποδήλατο)



Ο ξάδερφός μου ο Γιάννης κατέβαινε, ανέβαινε από το Σκόπελο – Παπάδο για το εξατάξιο Γυμνάσιο, με ένα παμπάλαιο ποδήλατο του ’50, παρόμοιο με αυτά που είχαν οι ταχυδρόμοι. Με αυτό γύρναγε όλα τα χωριά, στο Πέραμα και πολλές φορές τα Σαββατοκύριακα πήγαινε και στο Τάρτι για να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές τους. Τότε πολύ λίγα παιδιά είχαν ποδήλατα, και τα μηχανάκια τα περισσότερα ήταν υποβοηθούμενα με πετάλια. Πάντα τον θαύμαζα, χωρίς να τον ζηλέψω, πολλές φορές έβαλε να με μάθει, αλλά επειδή ήμουν μικρός, δεν είχα κάνει και σε μικρότερο ποδήλατο για να ξέρω, έτσι σε αυτό δεν μπορούσα, αφού έτσι και αλλιώς τα πόδια μου δεν φτάναν στα πετάλια. Φρένα δεν είχε, ούτε μπροστά ούτε πίσω, αλλά εκείνος ήταν μάστορας στο ποδόφρενο. Μην ψάχνεις για φτερά στις ρόδες, ούτε φώτα, τα λάστιχα φαγωμένα και ο κάθε τροχός φαφούτικος αφού έλλειπαν πολλές ακτίνες. Οι σόλες από τις ελβιέλες του ήταν πάντα φαγωμένες, παπούτσι για παπούτσι δεν άφηνε, νάναι καλά το ποδήλατο. Παρόλα αυτά όργωνε τους καρόδρομους, τα καλντερίμια και όλους τους χωματόδρομους. Πάντα τον έχω στο μυαλό μου να κρατάει το ποδήλατο με το καφέ το κοτλέ σακάκι και τη καμπάνα παντελόνι και να γυρνάει.
            Προς το τέλος ενός καλοκαιριού μετά χαράς μάθαμε ότι πέτυχε σε κάποια σχολή λογιστικής στη Θεσσαλονίκη ενώ είχε σκοτωθεί πρόσφατα ο πατέρας του και έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Εκείνο το καλοκαίρι έπαιρνα το ποδήλατο δειλά δειλά στα ισιώματα, στο χωματόδρομο του Ταρτιού και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα λίγο να το κουμαντάρω. Λίγο πριν να αναχωρήσει, μου λέει μιας και σου αρέσει πολύ το ποδήλατο ξάδερφε, κράτησέ το δικό σου! Η χαρά μεγάλη, να έχεις οποιοδήποτε ποδήλατο, πολύ λίγα παιδιά είχαν. Πήγα στο γήπεδο και έκανα βόλτες να το μάθω καλύτερα. Στα καλντερίμια και στις κατηφόρες δεν κατάφερα να μάθω το ποδόφρενο, άσε που ούτε να σκεφτώ να πηγαίνω στο Γυμνάσιο με φαγωμένα σπορτέξ. Η λύση ήταν μία, να μαζέψω χρήματα και να βάλω κανονικά φρένα. Πέρασε ένα διάστημα και μετά έμαθα ότι υπάρχει ένας ποδηλατάς στο Παπάδο που επισκευάζει ποδήλατα και έχει και ανταλλακτικά. Το κατέβασα, το κοίταξε και μου έδωσε τα ανταλλακτικά και τα εξαρτήματα που ήταν για τα φρένα, μου είπε ότι οι στεφάνες μπροστά και πίσω θέλουν ακτινολόγιση, και ακτίνες. Τον ρώτησα πόσο κάνει μια «κόντρα φρένο» και φώτα, αλλά τα χρήματα μου ήταν πολύ μετρημένα. Αγόρασα τα τακάκια και τις ακτίνες και μόνο χαρά πήγα σπίτι και άρχισα αμέσως να μαστορεύω. Ατζαμής όπως ήμουν χωρίς να έχω ιδέα, ξεκίνησα να το φτιάξω, αναποδογύρισα το ποδήλατο, έβγαλα το ρόδες και τα λάστιχα και πέρασα τις ακτίνες που έλειπαν. Πέρασα τα τακάκια μπρος και πίσω αλλά επειδή η ρόδες ήταν σαν οχτάρια και αφού δεν πήγα να κάνω ακτινολόγιση τα φρένα ήταν φυσικό να πιάνουν και να μη πιάνουν. Πάντως κουτσά στραβά η δουλειά γινότανε. Κάποιος μου χάρισε ένα δυναμό και ένα φανάρι τα πέρασα, και έτσι το ποδαλατέλ απέκτησε και φώτα! Το έφτιαξα όσο μπορούσα, να μη πω πόσο το καμάρωνα το ποδήλατο αυτό και ας φαινόταν ότι έχει φάει όλα του τα ψωμιά. Έκανα σιγά σιγά βόλτες μέσα στο χωριό και ετοιμαζόμουν κάποια μέρα να κάνω τη μεγάλη απόδραση προς το Τάρτι.
Το Τάρτι όταν είχαμε ελιές μόλις τελείωνε το σχολείο τη Παρασκευή, μαζί με το αδερφό μου, το ξάδερφο καμιά φορά το οργανώναμε και πηγαίναμε με τα πόδια, δυόμιση ώρες διαδρομή και άλλο τόσο να επιστρέψεις. Μέναμε καμιά φορά στης θειάς της Σοφίας το νταμ, στρωματσάδα όλοι δίπλα στη φωτιά που έβραζε το αυριανό τσουκάλι με τα κουκιά ή τη φασολάδα και με το φως της λάμπας, λέγαμε ιστορίες και τρώγαμε το φαγητό κατάχαμα στο μεσάλι. Όταν πηγαίναμε στο Τάρτι τις περισσότερες φορές δεν βρίσκαμε αυτοκίνητο για να μας πάει και έτσι τη βγάζαμε ποδαράτο, μόνο ο Παναγιώτης ο Κοκκάρας από το Τρίγωνα είχε αυτοκίνητο και αν το πετυχαίναμε μας φόρτωνε στη κάσα. Το χειμώνα με τα φορτηγά που κουβαλούσαν τις ελιές η πιθανότητες ήταν καλύτερες.
Κάποια Παρασκευή ειδοποίησα τη μάνα μου ότι θα έρθω στο Τάρτι για το σαββατοκύριακο με το ποδήλατο. Μες το μυαλό μου ήθελα να είμαι ο Σεραφίνο που κουβαλάει το ραβδί στον ώμο και το φαγητό δεμένο στην άκρη. Ξανακοίταξα τα φρένα σε τι κατάσταση ήταν και με μεγάλη επιφύλαξη ξεκίνησα. Μέχρι να φθάσω στα «Πεύκαρα» τα τακάκια από τα φρένα είχαν σχεδόν φαγωθεί, οπότε αναγκαστικά ξεκίνησα το ποδόφρενο. Λίγο μετά από κεί ο χωματόδρομος κάνει ένα μεγάλο «S» και στη δεύτερη κατηφορική στροφή, ούτε το φρένα λειτούργησαν, ούτε και με το πόδι μπόρεσα να σώσω τη κατάσταση να φρενάρω το ποδήλατο. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβη, σε κλάσμα δευτερολέπτου είδα τον εαυτό μου να κάνει μια κωλοτούμπα στον αέρα, να προσγειώνομαι και να πέφτω με το κώλο σε ένα αγκαθωτό θάμνο, μια φουντουτή κιτρονοπράσινη αστοιβή! Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω υπάρχω! Δίπλα μου κοιτάω υπήρχαν κάτι μεγάλες πέτρες, ευτυχώς λέω σήμερα είχα άγιο αφού δεν έπεσα επάνω τους! Σηκώνομαι ψάχνομαι και τι να δω! Ο πισινός μου, τα πλευρά και τα χέρια μου είχαν σφηνωμένα αμέτρητα κίτρινα χοντρά αγκάθια. Όσα μπορούσα τα τραβούσα να βγούν, αλλά τι να κάνω ήμουν γεμάτος, έτσουζε ο πισινός μου απ’αυτά, αλλά και χάρη στο θάμνο έπεσα στα μαλακά! Συνήλθα λίγο να δω τη κατάστασή μου, αν είχα σπάσει κανέναν πλευρό ή κάτι άλλο, ευτυχώς μόνο μικρογδασήματα και κάτι αίματα.

Το ποδήλατο 3-4 μέτρα πιο μακριά, δεν είναι πάθει κάτι, το μάζεψα, ίσιωσα το τιμόνι, και άιντε με τα πόδια να κουτσοπατάω να το κυλάω στο κατήφορο. Μετά από είκοσι λεπτά έφτασα στου «Γλιγλή τη βρύση», κάθισα και πλύθηκα, πήρα μια ανάσα και όπου είχε λίγο ίσιο δρόμο το έκανα καβάλα, αλλά ο δρόμος για το Τάρτι είναι ο περισσότερος ανηφόρες – κατηφόρες, έτσι σπρώχνοντας το μετά από τρεις ώρες έφτασα τα νταμ, όπου με περίμενε η μάνα μου. Είδε τα χάλια μου, τα σχισμένα ρούχα και άρχισε να με περιποιείται. Της είπα ότι είμαι γεμάτος αγκάθια, έτσι κατέβασα τα βρακιά και προσπάθησε να βγάλει όσα μπορούσε, με καθάρισε με οινόπνευμα, αλλά τα περισσότερα έμεινα μέσα. Με πολλές ενοχλήσεις όλη την ώρα τα κουβαλούσα και αυτά στο σχολείο και παντού. Μετά από δύο εβδομάδες ξαναπήγα στο Τάρτι, τα αγκάθια είχαν βγάλει κάπαλο και πείον και έτσι με μια άλλη προσπάθεια τα βγάλαμε όλα. Το ποδήλατο το είχα αφήσει στο Τάρτι, μετά από αυτό, δεν το ξανάπιασα, έμεινε να κάθεται ακουμπισμένο σε ένα δέντρο να χορταριάζει χειμώνα καλοκαίρι για πολλά χρόνια. Το ποδήλατο είχε τελείωσε για μένα…
Όταν πάω για το Τάρτι με το αυτοκίνητο σταματώ καμιά φορά στη στροφή και βλέπω ακόμη τον αγκαθωτό θάμνο που κάθεται εκεί χρόνια!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Οι σαλιάτσ’ (Τα σαλιγκάρια)

Μικροί άλλοτε ήμασταν μικρά θηρία με μια τόπα στο χέρι και άλλοτε με ένα καντίρι και οργώναμε όλο το χωριό μας το Σκόπελο, από τη μια άκρη ως στην άλλη, πότε μας εύρισκες στην Αγιά Κυριακή, πότε στο Πρόβασμα, στη Παναγιούδα, πότε στο Τασλίκ, πότε στον Άη Γιώργη, στην Αγία Μαγδαλινή, φτιάχναμε τις ομάδες της μπάλας και παίζαμε σε όλες τις γειτονιές. Άλλοτε μαζευόμασταν στη πάνω και στη κάτω αγορά και μετά παίζαμε καρτέλες, ανταλλάζαμε περιοδικά, Όμπραξ, Ζανγκόρ, Μπλέκ, Μικρό Ήρωα στο σινεμά της κοινότητας.
Μια μέρα ως συνήθως περιφερόμουν στην αγορά, περνώντας απ’ έξω από του “Γιαννάτς του Πατούν” το μπακάλικο, είχε δυο-τρεις γυναίκες που κοιτούσαν τα σαλιγκάρια που είχε σε ένα πανέρι, κοίταξα και γω να δω τι γίνεται, δεν είχα δει ποτέ να πουλάνε, δεν είχα φάει ποτέ, αν και η μάνα μου έλεγε στη πείνα, δεν είχαμε τίποτε άλλο και ο κόσμος τους έτρωγε πολύ. Είχαν πέντε δραχμές το κιλό, κάποια αγόρασε μισό κιλό να κάνει μια μαγειριά. Εκεί που χάζευα, ήρθε ο κυρ Γιαννάτς και μου λέει «έλα να συ πω». Ήμουν με ακόμη ένα παιδί, «θέλς να πάτε και να ψάξτι για σαλιάτς και να μου φέρετι και εγώ θα σας πληρώσω ακριβώς τα μισά απ’ όσο τς πουλώ;». Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί και συμφωνήσαμε αμέσως, τέτοια χρυσή ευκαιρία δεν ήθελε και παζάρια!. 3-4 κιλά να βρίσκαμε να ένα δεκάρικο! Το ψωμί έκανε 1,20 δρχ το κιλό! Με 5 δρχ έπαιρνες ένα κιλό χωριάτικα λουκάνικα! Τον ρωτήσαμε που να βρούμε, μας λέει, μιας και έβρεξε χθες, θα βρείτε παντού όπου και να πάτε. Πήγα στο σπίτι και το δίχως άλλο πήρα ένα καλάθι και μαζί με το άλλο παιδί ξεκινήσαμε. Σκέφτηκα να πάμε στα κτήματα κάτω από το χωριό που έχει αμπολάδες, ψάχναμε ψάχναμε μαζέψαμε κανέ δυό κιλά, σιγά σιγά ανηφορίσαμε από το ρουμανέλ προς το σπίτι μας…οι σαλιάκ είχαν αραδίσει και σε όλα τα ντουβάρια από τα σπίτια του χωριού και βρίσκαμε συνεχώς, στο τέλος χωρίς θα το καταλάβουμε βρεθήκαμε να κοιτάμε στο τεράστιο ασουβάντιστο ντουβάρι του νεκροταφείου, ήταν γεμάτοι! Κοιταχθήκαμε με το άλλο παιδί, για τη ζαβολιά που θα κάναμε και χωρίς χίρτ μίρτ, πιάσαμε και μαζεύαμε και από κεί. Γεμίσαμε χωρίς πολύ κόπο το καλάθι με κάτι μεγάλους σάλιακες! Ποιος ξέρει που είχαν κάνει βόλτες!  Ψυχή δεν υπήρχε για να μας δεί και να μας ρωτήσει τι κάναμε εκεί, γεμίσαμε το καλάθι και πήραμε ποδάρι προς την αγορά και δώσαμε τη πραμάτιά μας, ο καθένας μας πήρε από 6 δραχμές.
Ο Γιαννάτς καταευχαριστημένος και μας λέει:
Άμα τους πουλήσω θα ξαναπάτε ε;
Τι θα του λέγαμε όχι;
Μόνο χαρά, μόλις πήρα τα χρήματα, επειδή είχα αδυναμία πολύ τα χωριάτικα λουκάνικα, πήγα και αγόρασα ένα κιλό και όλο καμάρι τρέχοντας, τα πήγα σπίτι να δείξω τη προκοπή που έκανα στη μάνα μου. Η πρώτη της κουβέντα δεν ήταν άλλη που βρήκες τα χρήματα και τα αγόρασες.
Ε να…..μάζεψα σαλιάκ για το Γιαννάτς του Πατούν και μου τα έδωσε!
Με κοίταξε για μια στιγμή παράξενα σα να κάτι να κρύβω, και μετά με ρωτάει γιατί δεν έφερες και σε μας λίγ’ σαλιάτς;
Ε να άλλ’ φορά! Τι να έλεγα τη κατσπουδιά που έκανα;
Τώρα τηγάνισέ μου να φάω κανένα λουκάνκέλ’ γιατί πείνασα να γυρνάω όλη μέρα και να μαζεύω σαλιάκ!
Μέσ’ το μυαλό μου σκέφτηκα ας τους φάνε άλλοι! Τώρα ποιος τους έφαγε δεν ξέρω! Στη ζωή μου έφαγα δοκιμαστικά μια φορά αλλά σκεφτόμενος αυτό το περιστατικό ούτε σκέψη να φάω ποτέ. Ας μου το συγχωρήσουν οι συγχωριανοί μου!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

αμπολάδες = λιόδεντρα
χίρτ μίρτ = πολλά πολλά
κατσπουδιά = ζαβολιά

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Να παράδις δώμ’ κουκάλις

Μια μέρα καθώς φαίνεται η μάνα μου είχε δουλειά στο σπίτι και μου λέει: πάνι κουζούμ στην αγορά να αγοράσεις, ψωμί, μια σαλάτα, κτσά, φασλέλια και ένα κιλό κρέας για μαγείρεμα, πάρε και τη τσάντα και στο χέρι μου έδωσε ένα πενηντάρικο. Πήρα πόδι και σιγά σιγά έφτασα στη κάτω την αγορά του χωριού, εκεί που ήταν το τούρκικο τσαρσί, αγόρασα δύο κιλά ψωμί από το φούρνο του Σαμαρά, από τον Αλετρά τη σαλάτα που πάντα είχε μαζί μπόλικα ζαρζαβατικά και από το μπακάλικο του Χατζημιχαλάκη τα όσπρια, τέλος πέρασα από το χασαπιό. Του είπα το και το είπε η μάνα μου, διαλέγει από κάπου ένα κομμάτι κρέας και με γυρισμένη τη πλάτη από τη μια, άρχισε να κόβει το κρέας και από την άλλη, με τη μαχαίρα να σπάει κόκαλα, βέβαια τι έκοβε και τι μου έβαλε δεν μπορούσα να ξέρω, θα το μάθαινα όμως σε λίγο. Χάζευα από δω και κεί, και σε μια πινακίδα διάβασα: «Ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτη». Το τύλιξε στο άψε σβήσε το κρέας στο χασαπόχαρτο μαζί με κάποια κόκαλα και τα έβαλε στη ζύγι. Έτοιμος 7 δρχ! μου είπε, τον πλήρωσα και έφυγα. Περπατώντας χάζεψα τα περιοδικά στο περίπτερο του Σεβίλλη και τα πίσω μπρος πήγα στο σπίτι. Έδωσα τα ρέστα στη μάνα και αυτή έλεγξε αν πήρα ότι μου παρήγγειλε. Ανοίγει το χασαπόχαρτο, το βλέπει και αμέσως μόνο θυμό μου λέει, καλά βρε αχμάκι αυτό είναι το κρέας που σου είπα να φέρεις; και μου σέρνει το «Να παράδις δώμ’ κουκάλις». Ο νταμλαδιασμένος σου πήρε τις παράδες και όλο κόκαλα σου έδωσε! Παίρνει όπως ήταν το κρέας και πάει στην αγορά, να τα ψάλει στο χασάπη. Από τότε μόλις με πιάνουν κορόιδο μου έρχεται κατευθείαν αυτή η φράση από το μυαλό! Πάγιο κάποιων επαγγελματιών μόλις ο πελάτης δεν κοιτά να τον καλυβώνουν!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας


κουζούμ = παιδάκι μου (αρνάκι μου)
κτσά = κουκιά
νταμλάς = αποπληξία
καλυβώνω = παράφραση του καλιγώνω, πεταλώνω, μτφ ξεγελώ κάποιον

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

«Θα σι σάσου ιγώ» (Θα σε φτιάξω εγώ)



Η μάνα μου αγάπα πολύ τα ζά· μα πιο πολύ τις όρθις, δεν θυμάμαι μια εποχή που να μην είχε. Όλη μέρα να τις ταΐζει, να γεμίζει τα γλαστριά τους νερό και να τις φωνάζει, «πουλ, πουλ, πουλ!» και αυτές από μακριά όταν την έβλεπαν να τρέχουν σαν τρελές κοντά της. Με τέτοια μικρά μικρά, με το ένα με το άλλο, όλη η μέρα της ήταν γεμάτη.  Κι εγώ έπαιρνα το μικρό το καλαθέλ’ έτρεχα και μάζευα τα αυγά, τις έδιωχνα από το μπαχτσέ και τις μάντριζα το βράδυ. Κ’μάς είχαμε στο χωριό, είχαμε και στο Τάρτι, πλαδούλις, πιτνάρια, όρθις, πιτνοί, πλιά τσι πλέλια, λογιών λογιώ. Πάντα τις είχε καλομαθημένες στο πράσινου χουρταρέλ’, στα κτηνάλευρα, στα πύτιρα, στο νταρί καμιά φορά με σιτάρι. Όλη μέρα οι όρθις αλογύριζαν και σκαλίζαν απώξου, το βράδυ πάντα θα τις μάντριζε και θα πέτρωνε τη πόρτα. Οι σκύλοι ήταν δίπλα από το κοτέτσι, αλλά παρόλο αυτά, η αληπού ανηγόρευε και όταν πείναγε κατέβαινε απ’ του Καλπάκα, άρπαζε κανέ δύο χωρίς να την πάρουν χαμπάρι και ανέβαινε στο γιατάκι της και τις ξεροκοκκαλούσε μια μια· το μόνο που βρίσκαμε ήταν τα φτερά τους, εδώ και εκεί, που τις τραβολογούσε για το ρουμάνι και μετά ήταν όλο στενοχώρια. Καμιά φορά συνέβαιναν και τα τρις χειρότερα, έμπαινε μέσα κανένα ατσίδ’ και τις έπνιγε όλες μαζί και ρήμαζε το κοτέτσι, τότε για μια εβδομάδα ήταν να μη τη μιλάς. Μια φορά άκουσα να φωνάζει από μακριά, πήγα να δω τι συνέβη, «τρέξε κατά κεί ένα γεράκι άρπαξε μια όρθα!» και όντως το είδα σιγά σιγά να τη σηκώνει κατά πολύ το βάρος του και τραβά για το διπλανό βουνό! Οπότε όλα αυτά τα ζουλάπια ούτε που ήθελε να τα ακούσει ούτε και να τα δει. Όταν φεύγαμε μετά το καλοκαίρι από το Τάρτι σινοπαίρναν και αυτές πίσω ή και το ανάποδο από το χωριό στο Τάρτι.
Είχε τις πιο όμορφες με μαύρα πλουμιστά φτερά και όμορφα λιριά και οι πετεινοί το ίδιο. Από μικρή είχε μάθει να έχει και τις είχε αδυναμία και αυτές ανταπέδιναν, πάντοτε θα είχαμε φρέσκα αυγά και θα έσφαζε τις δικές τις για να κάνουμε σούπα και πιλάφι, που μοσκομύριζε από το λίπος πού έβγαζαν, ελάχιστες φορές αγόραζε, για φαγητό, έτσι το σπίτι ήταν πάντα εξασφαλισμένο με αυγά και κοτόπουλο. Ο πατέρας μου δεν τις είχε και πολύ συμπάθεια, γιατί πάντα δυο – τρεις κακομάθαιναν ή καλομάθαιναν και σκάλιζαν τις ντομάτες του και έμπαιναν στα παρτέρια με τα λουλούδια και τα κάναν ντάρμα νταγάν, τότε γινόταν θεριό και φώναζε «έρμες που θα μ’ πάτε!»….και άμα δεν παίρναν από λόγια έπαιρνε το τουφέκι και την επομένη είχαμε πιλάφι. Τα σκουπίδια μας ήταν λιγοστά, αφού οι πάντα αχόρταγες τα έτρωγαν όλα, πήγαινε με το κουβά, και «πουλ, πουλ, πουλ» τις φώναζε και αυτές έτρεχαν με μεγάλες δρασκελιές ποια θα προφτάσει να πρωτοφάει πρώτη και περισσότερο. Oι μεγαλύτερες κυνηγούσαν τα πλιά και δεν τα άφηναν να φάνε, τότε θύμωνε πολύ και τις κυνήγαγε «κσιτ, κσιτ, κσιτ!», και μερικές φορές κάποιες είδα να τσιμπάνε μέχρι θανάτου τις αδύναμες στο κεφάλι επάνω. Κατά το Μάιο - Ιούνιο, ερχόταν η εποχή που έθετε μια ή δύο κλώσες για κλωσοπούλια, με πολύ περιποίηση τις πρόσεχε  και αυτές δεν άφηναν κανέναν να τις πλησιάσει όσο πλάκωναν τα αυγά. Όταν τέλος έβγαιναν τα κλωσοπούλια ήταν όλο χαρά να τα ταΐζει σπιράκι σπιράκι ρίζι ή σουσάμι και αυτά να τρέχουν σαν τρελά να φάνε και να τιτιβίζουν. Όταν τα κλωσοπούλια γινόταν πλαδούλες τα τάιζε και τα πρόσεχε πως και πως,…ενώ η κλώσα συνέχιζε επίσης να τα ταΐζει, να τα προσέχει και να τα φωνάζει κκου κκ….κάπως έτσι. Και ενώ η δουλειά της κλώσας είχε πια τελείωσε αυτή συνέχιζε να τα καλεί …  Η μάνα μου καθώς έκανε τις δουλειές της ή ξεκουραζόταν σε κανένα καρεκλί, δεν άντεχε πια να ακούει τη κλώσα να κλωσάζει, νευρίαζε, οπότε όταν κάπου περνούσε από μπροστά της έλεγε «θα σι σάσου ιγώ, θα σι σάσου». Μια δυο – μια δυο την κυνήγαγε και την έπιανε, την πήγαινε στη χαβούζα, και της τσαλαβουτούσε ο κεφάλι και της φώναζε «θα στα σταματίγς ή όχ’» και αυτό το βιολί συνεχιζόταν μέχρι να πάψει το εκνευριστικό κλώσημα …αν τύχαινε να το επαναλάβει – μαύρη η μοίρας και ψαρή γι ουρά τς! -  ήταν και πάλι για τη χαβούζα!

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Οι Πέρτσις

Πότε ερχόταν το καλοκαίρι, πότε έφευγε χαμπάρι δεν παίρναμε. Παιδιά ήμασταν, σταμουσήν δεν είχε ο κώλος μας, πότε μες τον ήλιο, στη θάλασσα, στα ψαρέματα, τα μπάνια τις παρέες και πότε τα βράδια με τις σαλαγκιές στα χταπόδια, Στην εξοχή οι λίγες απολαύσεις ήταν μια γκαζόζα, ένα υποβρύχιο ήταν αρκετά για να μας δροσίσουν και να μας ευχαριστήσουν. Στη αρχή του καλοκαιριού προλαβαίναμε τα απίδια, τους αχτσέδες ανεβαίναμε-κατεβαίναμε τις πλαγιές, τρώγαμε σα τα γρούνια και σκάγαμε, μετά έρχονταν τα σύκα και τα σταφίλια τα ίδια και απαράλλαχτα! Όλα τα περιβόλια στο Τάρτι μας γνώριζαν, τα πατούσαμε, χειμώνα καλοκαίρι, αλλά και μεις ξέραμε τι έχει το καθένα, ποιό έχει μούσκλες, ποιό έχει σουλτανίνα, που είναι τα αυγόσυκα. Για το κυνήγι, καψαλιάζαμε τσατάλια απ’ τις ελιές και από το Πλαστήρα στο Σκόπελο αγοράζαμε λάστιχα και φτιάχναμε σβυντόνες. Ιεροτελεστία σωστή! Με τις σβυντόνες ήμασταν οι μικροί κυνηγοί, οι μεγαλύτεροι είχαν αεροβόλα, να πω δεν κάναμε μεγάλη ζημιά στη πανίδα, αλλά αυτά βλέπαμε αυτά κάναμε. Εγώ ζήτημα αν χτυπούσα 1-2 πουλιά ολόκληρο το καλοκαίρι, τη στήναμε κάτω από τις συκιές αλλά στο τέλος φεύγαμε άπραγοι, ευτυχώς τρώγαμε κανένα σύκο δεν μέναμε με άδειο στομάχι. Μετά από κει παραφυλάγαμε στις μάννες και στα νερά και έτσι όλο το καλοκαίρι με το ένα με το άλλο είχαμε πάντα απασχόληση. Με τις διάφορες βόλτες τύχαινε να ‘βγάλουμε’ και πέρδικες. Στα Φαρά στα ισιώματα όταν πηγαίναμε για κεφαλάδες, φρουπετούσαν κοπαδιαστά, το ίδιο και στη Κοπέλα, γενικώς κάθε κορυφή είχε και το κοπάδι της, αλλά κυρίως ο μεράς τους ήταν το Όρος και ο Ντάλαντος. Μια φορά πήγαμε ψάρεμα με βάρκα μαζί με το «Φουσκωτό» το Παναγιώτη (Χρυσάφη) εκεί που λέν στα «κόκκινα», στα «λαγήνια», σχεδόν δίπλα στα βράχια ήταν ένα κοπάδι έκανε βόλτες χωρίς να ενοχλούνται καθόλου! Παντού ήταν.  Ακόμη και γύρο από το δικό μας κτήμα το πρωί θα τις άκουγες να κακαρίζουν, ή πολλές φορές τις πετύχαινα στο λαγκάδι απέναντι όπου είχε νερά και κατέβαιναν να ποιούν. Μια φορά τις πετύχαμε και στη μάννα στο δρόμο επάνω στα Πεύκαρα να περπατούν στην άκρη στο χωματόδρομο – άλλες εποχές πλέον.

Εκείνο το καλοκαίρι ήρθε ένα παιδί, ο Μιχάλης από την Αθήνα, το Χαϊδάρι με ένα αεροβόλο, με είχε ζαλίσει να πηγαίνουμε για κυνήγι μαζί. Αυτός με το αεροβόλο και εγώ με τα λάστιχα. Πάνω από το κτήμα μας, ήταν ένα κτήμα του Ταχτικού με νερό και παραδίπλα μια παλιά μάννα, στα Βακούφια ήταν γεμάτο από σέτια με ακανόνιστο γκρι μάρμαρο γεμάτα με αξτάρ’.  Πήγαμε μια μέρα, κρυφτήκαμε πίσω από τις αμπολάδες μες τα σέτια και να σου από το πουθενά και πλάκωσαν αγριοπερίστερα, όμως μας είδαν και κόψαν, οπότε βάλαμε κλαδιά για να κρυφτούμε, μετά από μια ώρα ήρθαν άλλα και στήθηκαν φαρδιά πλατιά μια σειρά σε ένα μακρύ σέτι γύρω στα είκοσι πέντε μέτρα μακριά. Ο φίλος παίρνει σημάδι, ρίχνει παφ με το αεροβόλο, πέταξαν τα αγριοπερίστερα απόμενε ένα! Έτρεξε το σήκωσε στο χέρι του και τρελάθηκε από τη χαρά του.

Την επόμενη ημέρα ζήτησα και εγώ το αεροβόλο να δοκιμάσω τη τύχη μου, πράγματι μου το έδωσε, κατά τις δέκα το πρωί πήγα ταμπουρώθηκα και περίμενα, κοιτώντας τριγύρω το άλαλο χώμα που έπαιρνε χρώματα, σχήματα και μυρουδιές, κάτι καραμπάσια μονάχα έρχονταν να ποιούν νερό, αλλά ποιός τα έδινε σημασία είχα μεγαλύτερες βλέψεις. Άξαφνα ακούω ένα «φούρτ» παραξενεύτηκα, δεν ήξερα τι ήταν, βλέπω κάτι που έτρεχε πέρα δώθε, σαν τρελό γκριζωπό με κόκκινο μυτάκι, ήταν ένας πέρκος!  Αμέσως έβαλα στο μυαλό μου, σήμερα άμα χτυπήσω πέρδικα όλοι θα μιλάνε για μένα πολύ καιρό! Και προπαντός θα βγω επανογώτερος από το φίλο μου. Ο πέρκος έκανε βόλτες γύρω από το νερό να δει αν ήταν ασφαλή τα πράγματα μην υπάρχει καμιά αλεπού ή κάτι άλλο, κάποια στιγμή ανέβηκε απάνω σε ένα καγιαδί και κακάριζε, κάκουβα! κάκουβα! κάκουβα! Άνετα θα μπορούσα να του είχα ρίξει, δεν το έκανα, περνάν δυό - τρία λεπτά, νάσου και πλάκωναν αθόρυβα και οι κυρίες πέρδικες μία μετά την άλλη μέσα από τις αληγαριές και κάναν βόλτες! Όλες σιγά σιγά μαζί με το πέρκο πήγαν στο νερό, γινόταν το έλα να δεις, άλλες έπιναν, άλλες μες το νερό τσαλαβουτούσαν και ξετίναζαν τα φτερά τους, σωστό πανηγύρι! Και πάλι θα μπορούσα να είχα ρίξει αλλά δεν το έκανα…. Είχα κοκαλώσει, ανατριχίλα σκέτη, τέτοια ομορφιά δεν την τουφεκάς, δεν χόρταινα να τις βλέπω! Κάποια στιγμή μια μια οι πέρδικες, πήραν ποδάρι, αραδίσανε σιγά σιγά στις αληγαριές και φύγαν… Έμεινα εκστασιασμένος με αυτό που είχε συμβεί και είδα! Δεν πίστευα στα μάτια μου! Ακόμη και σήμερα αναπολώ εκείνα τα μαγικά λεπτά! Στα σημερινά τα χρόνια οι πέρδικες από όλα τα λαγκάδια και από τις βουνοπλαγιές έχουν εκλείψει, τα γλυκά τους κακαρίσματα δεν ακούγονται πλέον…
Παναγιώτης Αγιακάτσικας


Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...