Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Σκόπελος - Η Πάνω Αγορά - Η Πλατεία (Μέρος Δ')

 (Οι παιδικές αναμνήσεις της επιστροφής ενός μικρού μετανάστη στο χωριό)

Πλατεία Σκοπέλου

Θα ήμουν επτά χρονών που με τράβαγαν ακόμη απ' το χέρι όταν πρωτομπήκαμε στην Επάνω Αγορά του Σκοπέλου. Δυο θεόρατα πλατάνια, να σκιάζουν την πλατεία και παραδίπλα το μάτι να κοιτάζει τον Άη Γιώργη, το καμπαναριό με το ρολόι του. Τα νερά από τη τεράστια βρυσομάνα έτρεχαν, μικροί και μεγάλοι σε αράδες περίμεναν, άλλοι να γεμίσουν τα κουμαρέλια τους, άλλοι απλώς να ξεδιψάσουν και να ξεπλυθούν με δροσερό νερό. Ο κόσμος άλλος καθισμένος και άλλος να περιφέρεται ή να ψωνίζει. 

Η “Πέρα Βρύση” η βρυσομάνα του χωριού

            “Άντε να πιεις και συ λίγο φρέσκο νερό”, είπε ο παππούς μου, έτρεξα κατά κει, περίμενα μαζί με τ' άλλα παιδιά που μ' έβλεπαν πρώτη φορά και με κοιτούσαν διερευνητικά ποιος είναι αυτός. Ήπια μπόλικο νερό, ξεδίψασα, έπλυνα και τη μούρη μου όπως πριν έκαναν και τα άλλα παιδιά! Έτρεξα πίσω και κάθισα στο καφενείο όπου ήταν όλοι. “Πάρε αυτό και πάρε ένα κουλούρι απ' το φούρνο”. Άνοιξα το χέρι, ήταν ένα μικρό νόμισμα τόσο δα, ένα 'μισέλ', πενήντα λεπτά, και η πρώτη μου επαφή με ελληνικές παράδες αντί για τα χάλκινα μεγάλα πέννις. Ο φούρνος μοσχομύριζε, γεμάτος ψωμιά, απ' έξω τα κουλούρια πήρα ένα ! Τι όμορφο δεν είχα ξαναφάει! Πολύ πολύ αργότερα θα μάθαινα ότι το ψωμαδιό αυτό, πρωτύτερα ήταν του «Φωλιαδή ο Καφενές» και μέσα είχε ζωγραφίσει ο Θεόφιλος! Τώρα τι απέγιναν οι ζωγραφιές παραμένει μυστήριο και μερικά χρόνια πριν το Θεόφιλο, ήρθε ο Σπύρος Παπαλουκάς και ζωγράφισε τη πλατεία.

Στο καφενείο που καθίσαμε όλοι, αφού πέρασε καιρός και έμαθα να διαβάζω τα πρώτα ελληνικά, από τη ταμπέλα θα διάβαζα ότι ήταν το «Καφενείο του Σαμαρά», που και αυτόν θα το γκρέμιζαν οι μεγαλύτεροι για κάποιο λόγο. Ο καφετζής, σαν μικρός που ήμουν με ρώτησε, τι θέλω, βυσσινάδα, μαστίχα Χίου, γκαζόζα, ταμ-ταμ, απ' αυτά δεν ήξερα γρι και του είπα κόκα κόλα δεν έχετε; Τελικά θα έπινα ταμ-ταμ που ήταν κάτι παρόμοιο και λίγο αργότερα, ένα ένα θα δοκίμαζα και τα υπόλοιπα! 

Ο πίνακας του Σπύρου Παπαλουκά και με τις σκάλες του Φωλιαδή το καφενείο. 1925

Κλαψούριζα πολύ στη μάνα μου πως δεν μου αρέσει καθόλου εδώ που ήρθαμε, ακόμη είμαστε με λάμπες στο σπίτι, χωρίς ψυγείο, χωρίς νερό, τηλεόραση, μπάνιο και κανονική τουαλέτα, τίποτα απ' ότι είχαμε στην Αυστραλία. Δεν πέρασε και πολύ και σταμάτησα τις κλάψες, άρχισε να μου αρέσει και μάλιστα πολύ. Αιτία η πλατεία, γέμιζε από παιδιά, φίλους έκανα αμέσως, τη μητρική γλώσσα, τα χωριάτικα Σκοπελιανά τα μιλούσα απταίστως, πετούσα κανέναν “γκλέζκο” και κάναν χάζι μαζί μου, στη πλατεία θα ήμασταν πολλές ώρες να παίζουμε και να συναντιόμαστε κάθε στιγμή όλη μέρα. Πότε πότε η μάνα μου με έστελνε να πάρω νερό από τη «Πέρα βρύση» όπως τη λέγανε, με το δροσερό το τρεχάμενο το νερό, σε κμαρέλια, καμιά φορά στους μπακάληδες και τα μαγαζιά. Με το καιρό έμαθα το κάθε μπακάλη, το χασάπη, το μπαρμπέρη του χωριού. Στο πάνω πλάτανο ήταν μια αράδα από μικρά μαγαζιά. Του Βουσβουκή το κουρείο, το περίπτερο του Πλαστήρα, το μπακάλικο του Πρωτόγερου, το καφενείο του Γιασσιά, και άλλα παραδίπλα, ο κόσμος να μπαινοβγαίνει, να ψωνίζει, να ανεβοκατεβαίνει, άλλοι περαστικοί με τα γαϊδούρια τους, άλλοι επί τόπου να πουλάνε και να διαλαλούν τη πραμάτειά τους, ο κόσμος ένα ζυμάρι! Τα πρωινά στα καφενεία οι χωριανοί να ρουφάνε το καφέ τους να διαβάζουν τη χθεσινή εφημερίδα, να παίζουν και να χτυπάνε δυνατά τα πούλια στο τάβλι ή τα χαρτιά στο τραπέζι, να φωνάζουν έτσι στο ξαφνικά, να παίζουν το κομπολόι, μαζί με το θρόισμα των φύλων του πλάτανου, το γαργάρισμα του νερού της βρύσης, και τις αμέτρητες δεκοχτούρες που θα έλεγα επισκιάζανε τα άλλα δύο με το χαρακτηριστικό κου κουου κου! Κατά το μεσημέρι έγερνε η κατάσταση, με τα τραπέζια να γεμίζουν με μεζέδες με φρεσκοτηγανισμένους κεφτέδες, κομματάκια από τυρί, σαλάτες και ούζα! Τα ίδια το βράδυ, ένας κόσμος χωρίς πολλές σκοτούρες.

Πριν προλάβω καλά καλά να πάω στο σχολείο απέκτησα νέα παιχνίδια που όλη μέρα ήταν στα χέρια μου, το «καντήρι», το «τιμόνι» και φυσικά η «τόπα» όπως την έλεγαν κάπως θυμωτικά οι μεγαλύτεροι. Στην Αυστράλια το κύριο παιχνίδι ήταν το πατίνι που φτιάχναμε με ρουλεμάν και ξύλα, και σε δρόμους με άσφαλτο κι κατηφόρα αμολάγαμε, και γυρίζαμε με σπασμένα γόνατα. Το καντήρι αν και μου έμοιαζε κάπως απλοϊκό έκανε τη δουλειά του, ήταν μια μεταλλική στεφάνη, από βαρέλι ή ποδήλατο και με ένα ξύλο το ελέγχαμε. Ξυπόλυτος, με κοντό παντελονάκι και βρώμικα γόνατα συνήθως το τσούλαγα από το σπίτι και γύριζα από τη Κάτω ως την Επάνω αγορά. Βλέπαμε τους μεγαλύτερους στα μηχανάκια να μαρσάρουν στολισμένα σαν τις προβατίνες με χρωματιστές χάνδρες “μπουντζούκια” και χρωματιστά λεπτά λουράκια, έτσι κάποιος σκέφτηκε με ένα κλαδί, στολίζοντας το ανάλογα να φαίνεται σαν τιμόνι, και να μαρσάρουμε με το στόμα και να αμολάμε!

Πάνω από το καφενείο του Γιώργου Λούπου, ήταν ο σινεμάς και το θέατρο του χωριού. Πρόλαβα να παίξω ένα β' ρόλο στο δημοτικό, την καρακάξα που πετούσε και έφευγε μακριά από τη καραξοφωλιά, άλλες λεπτομέρειες δεν θυμάμαι, στην Αυστράλια σε παιδικό θέατρο μου έδωσαν πάλι ένα β' ρόλο που έκανα τον εξωγήινο που χόρευε τρελά!

Αλλά ο σινεμάς, μας έβγαζε από τη στενότητα του χωριού, βλέπαμε πως ήταν ο έξω κόσμος, η Αθήνα, τα νησιά, οι αγωνιστές του '21, το έπος του '40, αλλά και οι ταινίες Ουέστερν Μπαντ-Σπένσερ. Στην άλλη μακρινή χώρα έβλεπα ασπρόμαυρες παιδικές σειρές στη τηλεόραση. Κάθε Σάββατο έπαιζαν δύο έργα, την Κυριακή άλλα, την Τετάρτη άλλα. Ντυνόμασταν όπως στην εκκλησιά, βάζαμε τα καλά μας, αλλά όσο και να θέλαμε να είμαστε πάντα μέσα να μην χάνουμε έργο ήταν πράγμα αδύνατο. Δυόμιση δραχμές το παιδικό εισιτήριο ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν κάθε εβδομάδα, αν συνυπολογίσουμε πόσα θέλαμε για τα καθημερινά μας, μαζί και τα κόμικς από τα περίπτερα. Το χρηματικό βάρος το πλήρωναν οι ίδιοι και οι ίδιοι, έκανα γύρες από παππούδες, γιαγιάδες, θείους για να μαζέψω τα χρήματα, ξέχωρα μέσα θέλαμε άλλα και για το πασατέμπο. Αυτό το βιολί κάθε εβδομάδα, εκτός και αν με έσερνε ο πατέρας μου με το ζόρι Σαββατοκύριακο για ελιές και μέναμε στη αγροικία μας στην εξοχή και αναγκαστικά ξεκολλούσα.

Όλοι ήταν ερωτευμένοι με τη Βουγιουκλάκη, σε εμένα δεν έτυχε ευτυχώς δεν ξέρω τι της έβρισκαν, μου άρεσε αλλά μέχρι κει, αλλά τη πάτησα αλλού, μια φορά όμως φέραν και μια Γαλλική ταινία και μου ήρθε νταμπλάς, ερωτεύθηκα την πρωταγωνίστρια, την Κατρίν Ντενέβ, τι σεβντάς, πέρασε ένας χρόνος μέχρι να τη βγάλω από το μυαλό μου. Το κακό είχα βρει μια φωτογραφία της από στο Ρομάντζο και δεν ήταν εύκολο να τη ξεχάσω.

Στο σινεμά κάθισα δίπλα δίπλα, με το πρώτο μου παιδικό έρωτα, οι λέξεις που ξεστόμισα πρέπει να ήταν λιγότερες από τα δάκτυλα ενός χεριού. Ευτυχώς όταν παίζαμε αγόρια - κορίτσια ξεθάρρευα και μιλάγαμε περισσότερο!

Και ενώ οι μεγάλοι είχαν τα δικά τους να περνάει η ώρα στην αγορά, γύρο από το σινεμά παίζαμε καρτέλες με νομισματική μονάδα τα Όμπραξ, Μπλέκ, Τιραμόλα, Μίκυ Μάους και όλα τα υπόλοιπα, ή απλώς τα κάναμε ανταλλαγή. Έπεφτε πολύ ξύλο πολλές φορές, για τζουτζιές αλλά εκεί θα παίζαμε και πάλι.

Η πλατεία στο καφενείο Γεώργιου Λούπου

Ερχόμενοι στο μεγαλύτερο γεγονός του καλοκαιριού και της χρονιάς δεν ήταν άλλο από το Πανηγύρι της Αγίας Μαγδαληνής. Και τα άλλα δύο του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Γρηγορίου, ήταν σχετικά μεγάλα, αλλά όλοι μας περιμέναμε της Αγίας Μαγδαληνής, η κοσμοπλημμύρα ήταν εδώ. Όλος ο κόσμος από τα γύρω χωριά θα ερχόταν εδώ και μετά θα συνοπέρναν για το Κάμπο. 

Τόσα παιχνίδια δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, να στολίζουν την αγορά μέχρι μέσα στην αυλή της εκκλησίας, ατελείωτο πήγαινε έλα, γαμπρίσματα οι πιο μεγάλοι, να κοιτάμε, δεξιά και αριστερά και όλα τα παιδιά τρελαμένα από τη χαρά τους, αλλά τα πανηγύρια δεν ήταν μόνο για μας αλλά για τους μεγάλους, μουσικές, χοροί, πιοτό, κεράσματα, καυγάδες που κρατούσαν ως το πρωί. 

Πανηγύρι Αγίας Μαγδαληνής 22-1-1971, η κομπανία που παίζει για το Μπάλο

Το πανηγύρι αυτό κρατούσε 2-3 μέρες και στη πλατεία του καφενείου του Γεώργου Λούπου γινόταν ο «Μπάλος» μια χοροεσπερίδα που κρατούσε από παλιά. Η αριστοκρατία, και οι επίσημοι μπροστά μπροστά ντυμένοι σικ, και προς τα πίσω διαβαθμισμένοι κοινωνικά οι καλοί του χωριού. Πολύ στενά για να χωρέσουν όλοι και δούνε το υπερθέαμα από πάνω από το μπαλκόνι του σινεμά, μικρά μωρά, μαμάδες γιαγιάδες ήταν στριμωγμένοι σαν τζαμπιά από σταφύλια! Αν μη τι άλλο, μικροί που ήμασταν τρυπώναμε ανάμεσα σε όλους και τσουπ βγαίναμε μπροστά στη κομπανία, εκεί παρατηρούσα και έμαθα όλες τις φάτσες των μουσικάντιδων όπως του Κονδύλη, του Μπατζάκα, τα όργανα που έπαιζαν, που τραγουδούσαν στα μικρόφωνα, μου θύμισαν πολύ τους Monkees που έπαιζαν με τις κιθάρες τους και ήθελα να μοιάσω. Ήταν και αυτές οι όμορφες τραγουδίστριες, οι λεγόμενες «ντιζέζ» που κάπνιζαν και ήταν με τα μίνι, μου ξεσήκωναν το μυαλό και τη φαντασία, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με αυτό το απαγορευμένο να μην καπνίζουν οι γυναίκες. Πολύ αργότερα ένα παλιός μουζικάντης που τον ρώτησα θα μου έλεγε στο Μπάλο κρεμάγαμε ένα μεγάλο χασαπόχαρτο με το όλο πρόγραμμα που θα ακολουθούσαμε όλο το βράδυ, στην αρχή ελαφρά, βαλς, ταγκό, τσάρλεστον, φοξ τροτ, μετά σέικ, και μετά ελληνικοί χοροί, και προς το τέλος ζειμπέκικα και καρσιλαμάδες. Εμένα μου είχε κολλήσει στο μυαλό το σέικ που έπαιζαν συνεχώς! “Τι ζιζάνιο που είναι η γυναίκα”!. 

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Μέρος Γ'


Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Οι παλιοί μας μουσικοί - Γιώργος Μπούρας


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Παναγιώτη Αγιακάτσικα και Στρατή Βασίλαρο

 Ο Γιώργος Μπούρας χωρίς αμφιβολία ήταν και είναι ο πιο γνωστός λαϊκός τραγουδιστής/μουσικοσυνθέτης της Λέσβο, άσχετα αν μερικοί που μπήκαν στο κόπο να καταγράψουν για την λαϊκή μουσική παράδοση της Λέσβου τον απαξίωσαν και ούτε καν σχεδόν ποτέ δεν έχουν αναφερθεί στο όνομά του. Αυτοδίδακτος στο μπουζούκι και το ακκορντεόν κατάφερε να γράψει συνθέσεις που ακόμη και σήμερα τραγουδιούνται – που ίσως και να τραγουδήσατε – και περιλαμβάνονται σε λαϊκά ρεπερτόρια μουσικών συγκροτημάτων. Ήταν ο πρώτος Λέσβιος που έκανε επιτυχίες στη δισκογραφία, ανάλογα με τα μικρά δεδομένα του νησιού μας. Ενώ δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι χάρις σε αυτόν κάποια παραδοσιακά της Μυτιλήνης έγιναν πασίγνωστα σε όλο το νησί, καθώς τα είχε κυκλοφορήσει στις αρχές του ’70 σε 45άρια και δεν είναι άλλα από το «Κιούρτικο – Τα Ξύλα», «Το Πιγκί», «Το Γεραγώτικο Συρτό», «Το Γεραγώτικο Μυτιληνιό Συρτό». Η συνέντευξη που του πήραμε στο σπίτι του στο Μεσαγρό δείχνει και τη διαδρομή του Μπούρα στο μουσικό γίγνεσθαι και που μάλλον δεν υπήρξε κάποια παρόμοια για Λέσβιο.

Κύριε Μπούρα πείτε μας τη δικιά σας ιστορία πως ξεκινήσατε ως μουσικός
Εγώ σαν μουσικός ξεκίνησα από τη Καλλονή, από τη Καλλονή είμαι γεννημένος. Ξεκίνησα ρε παιδιά μ’ ένα μαντολίνο. Ξεκινώ με το μαντολίνο ένα διάστημα σε ένα ξάδερφό μου που είχε καφενεδάκι στα Δάφια. Μετά βγήκαν – ακούγω λοιπόν- κάτι τραγούδια που είχαν βγάλει ο Χιώτης, ο Τσιτσάνης, τα παλιά αυτά – «Γιατί στα μάτια με κοιτάτε», «Συννεφιασμένη Κυριακή». Λέγου τι όργανο είναι αυτό που παίζει; Έμεινα κατάπληκτος. Λέγ’ μπουζούκ’ – ποιο είνι του μπουζούκ’;- μ’ το δείξαν σε μια φωτογραφία όταν κατέβηκα μια φορά στ’ Μυτιλήν’. Πριν πάρω μπουζούκι, στη Καλλονή όταν έπαιζα το μαντολίνο, γνώρισα κάποιο πλανόδιο καραγκιοζοπαίχτη που είχε έρθει εκεί και μου λέει αν θέλω να παίξω μαζί του για καμιά εβδομάδα με πληρωμή. Πίσω στα πράματά του είδα ότι είχε ένα κιθαρόμπασο, (όργανο με κιθάρα και μπουζούκι). Του λέω κυρ’ Κώστα θα παίξω όλη τη εβδομάδα και η πλερωμή μου θα είναι το κιθαρομπούζουκο. Εντάξει λέει, άρχισα να παίζω με αυτό. Κατέβκα και στ’ Μυτιλήν’ αγόρασα και ένα τρίχορδο μπουζούκι. Βγαίν’ ύστερα η μόδα το ακκορντεόν, -ω τι να κάνουμε-, το βλέπω πιτσιρικάς, παίρνω ακκόρτεον με δόσεις. Κλείνομαι στο σπίτι τάκα – τούκα μαθαίνω ορισμένα πράματα. Έπαιζα στο ξάδερφό μου, μετά με φώναζαν ρε μαύρε, ρε αραπέλ – ήμπταν μ’κρός α μας παίξ’ κανέ τραγουδάκ’- λέγου δε ξέρου. Ήξηρα μόνου «Κυρά Βαγγιλιό, ένα κρύο νερό». Παίξτο λέγ’, τότες είχαν βγει τα χαρτένια το κόκκινα δεκάρικα παίξε ο ένας παίξε ο άλλος’ γέμσα κόκκινα δεκάρικα. Κατεβαίνω κατόπιν Μυτιλήνη.

Για ποιά εποχή μιλάμε; Αρχές του ’50 ήμουν 19-20 χρονών. Εκεί γνωρίζω ένα τρομερό κιθαρίστα, το Ντάλτη Στράτος. Κοντά του έμαθα τα ακκόρντα. Παίξε ρε το «Μπαρμπουνάκι*» και μου έλεγε όλα τα σχετικά τα ακκόρντα. Μπήκα στο νόημα. Μαζί του έπαιξα ένα χειμώνα σε μια ταβέρνα στο Πάρκο στη Μυτιλήν, πάγαινε η αριστοκρατία. Παίζαμε καντάδες, αυτός έλεγε καντάδες τρομερά, πολύ πράμα, κάτι αρχοντορεμπέτικα.

Όπως το συγκρότημα του Ιατρού; Όχι αυτοί έπαιζαν και κλασσικά πράματα.

Τότες λοιπόν μπήκα στο νόημα με τα ακκοπανιαμέντα. Στο μεταξύ είχα τρομερή μανία και μάθαινα συνεχώς. Όταν γύρισα από το Καναδά το ’64 γράφω τότε και το «Τα νησιώτικά παιδιά, έχουν μάλαμα καρδιά», γράφω «Η Μυτιλήνη και ο Τουρισμός», «Σε θέλω πάντα δίπλα μου»

Μπουζούκι πότε μάθατε; Το 52-53.

Τον Στράτο Αράμπογλου τον είχατε γνωρίσει τότε; Ναι – που το ξέρεις; – Στη Πέτρα, αυτός ήξερε ήδη και έπαιζε. Παίξαμε μαζί οι δυό τότες για ένα διάστημα είχαμι τα «μυαλά τ’πειτνού»! Μετά χωρίσαμε και κατέβηκα και έπαιζα στη Μυτιλήνη.

Με ποιούς παίζατε; Με το Μουφλεζέλ’ για δέκα χρόνια, τότες έπαιζα ακκορντεόν. Σε ένα κέντρο στη Λαγκάδα στο «Βράχο». Μια φορά με το «Τσιτμή» (με αυτό το όνομα ήταν περισσότερο γνωστός ο Γιώργος Μουφλουζέλης) παίζαμε μαζί, έπινε πολύ πιοτό, νάτος πέφτ’ κάτω απ’ τ’ καρέκλα. Ο καταστηματάρχης λέει «Μπούρα» ανέλαβε εσύ. Έπαιζα μπουζούκι, αλλά τότες ακκορντεόν. Ύστερα πως πήγε στην Αθήνα και τα κατάφερε δεν ξέρω.

Έγραφε τραγούδια; Από τότες έγραφε. Μεσ’ τσέπ’ ιτ είχε στίχ’ (ους), εγώ ακόμη τότες δεν είχα ασχοληθεί με τέτοια, δεν τα φιλοσοφούσα τα πράγματα, άλλα γύρευε ο κόσμος.

Εσείς πότε αρχίσατε να γράφετε; Το 58-59 πήγα τα πρώτα τραγούδια στην Αθήνα. Αλλού τα θέλαν αλλού όχι, άστα να τα δούμε, υπήρχε και ο φόβος να τα κλέψουν. Πάω λοιπόν και βρίσκω κάποιον Μυτιληνιό - Πολίτη τον λέγαν - από τη Βατούσα που είχε την Polyphone. Λέγου χουργιανέ έχου φέρ’ κατ’ τραγούδια, μη συστήσαν κάποιοι άλλ’. Η δουλειά που έκανι ήταν ράφτς σε μια στοά μέσα στην Πλατεία Βάθης. Λέγ’ Γιουργάκι θα βγάλουμι του «Μυτιλήν Προυχώρσι Πουλί στο Τουρισμό» (Η Μυτιλήνη και ο Τουρισμός) και στη τύχη. Θα του πεις ισύ μή τ’ Μυτιληνιά τ’ προυφουρά.

Του βάζου του τραγούδ’ μόλις πάου στου τελευταίου του στοιχάκ’ λέγει η μηχανικός θα συ κόψειν. Να αλλάξεις το στίχο - Πω....λέγου. Πάω πίσου στου ξενοδοχείου εκεί απού κάτου απ’ τν Ομόνοια μια τυραννία όλη νύχτα μέχρι του προυί να ψάχνω να βρω του τελευταίου στίχου.

Και λέγου του τελευταίου στίχου «Έχει και αεροπλάνου στ’ Μυτιλήν’ μας τώρα πια, μας πέρν’ πουλλά πουλλά φραγκέλια αλλά μας εξυπηρετά. Ομόρφι η Μυτιλήν’ και ακόμη πιο όμορφη θα γίν’». Πάγου σαν αύριου τσι λέγου Πολίτη – έτσι τον λέγαν – ξεκινάμι, χτυπάμε του τραγούδ’.

Λέγ’ η μηχανικός «αυτός είσι»

Είχατε και τη λογοκρισία; Ε βέβαια, ήταν επί δικτακτορίας.

Από τη Β’ μεριά του μικρού δίσκου ποιό τραγούδι είχατε; «Όμορφη είναι η ζωή μας»

Οι μουσικοί που συμμετείχαν ήταν Μυτιληνιοί; Όχι απ’ την Αθήνα. Εγώ έπαιζα μπουζούκι και ο Χρήστος Νικολόπουλος πιτσιρικάς έκανε «τέρτσα» ρωτούσε πως γράφεις τα τραγούδια;

Αυτό έγινε επιτυχία τότε; Τότες πούλησε 150.000 κομμάτια, το αγόραζαν ακόμη και οι ξένοι και οι Αθηναίοι. Ύστερα έγραψα «Να ζήσ’ η Μυτιλήν’ μας» από την άλλη «Όσο θα στέκω στα δυό μου πόδια», «Σε θέλω πάντα δίπλα μου», «Πολλές ξαθιές γυρεύουν». Στίχοι και μουσική όλα δικά μου.

Είχατε βγάλει και τα οργανικά, τα Μυτιληνιά. Σε ένα από αυτά υπάρχει και ένα πολύ ωραίο ταξίμι βιολί, ποιός παίζει; Ο Πολιχνιάτης Τάσος Κουλούρης, Θειός σχουρέστον, το νησιώτικο το τραβάει το βιολί. Μετά από όλα αυτά τραγούδια που έβγαλα έκανα πολλά ταξίδια στο εξωτερικό πήγα δυο φορές Αυστραλία, δυο φορές Καναδά, Γερμανία, Βέλγιο. Μια φορά στην Αυστραλία οι διοργανωτές είχαν γεμίσει δύο τσβάλια από δολάρια από τις εισπράξεις των εισιτηρίων...Όταν πήγαινα εκεί όλοι οι έλληνες είχαν τα τραγούδια μου, τα ξέραν απ’ έξω και ανακατωτά. Μια φορά η Μυτιληνιά συνοικία είχε κάνει εκδήλωση, είχε βάλει και αφίσες, του βράδ’ δεν είχε να βάλει βελόνα μέσα στο κέντρου.

Πόσα χρόνια είναι που γυρίσατε από την Αθήνα; Είναι πάνω από 20 χρόνια.

Στην Αθήνα με ποια ονόματα παίξατε; Δεν είχα ονόματα. Όνομα ήμταν ιγώ. Άμα πήγαινα στο μπαράκ’ (καφενείο μουσικών) Μπούρα...Μπούρα καμιά δουλειά...Να ακουμπήσουν στ’ όνομα γι αθρώπ’. Πιάναν τα όργανα και δεν ξέραν που πάν τα τέσσερα. Ο Μπούρας τραβούσε τουν έρμουτ’. Η Αθήνα ήταν γεμάτη από Μυτιληνιούς, Σμυρνούς, Κωνσταντινοπολίτες. Παίξε έλεγαν τα δικά μας τα παλιά. Δεν ξέραν οι αθρώπ’ να παίξιν γρουτζανούσαν τα όργανα. Ο κόσμος χόρευε επάνω στο μπουζούκ, ιγώ στου ρυθμό είμι τούρκος! Άσι τι βρουντούσαν αυτοί από πίσου.

Και οι αδερφοί σας μουσικοί δεν είναι; Ο Στέλιος παίζει ντραμς, ο Θανάσης, μπουζούκι, κιθάρα, σαξόφωνο, με το Μανώλης και το Νίκου έπαιξα. Ιγώ τσ’ έβγαλα. Η γυναίκα μ’ τσ’ έπληνι. Τσ’ ταγίζαμι, τσ’ πουτίζαμι, τσ μάθαμι κι όργανα. Είχαμε μείνει ορφανοί.

Για πέστε μας για την καταγωγή σας.  Η πατέρας ιμ η Πέτρους ήταν αντάρτς στουν εμφύλιο. Ήταν πρόσφυγας απ’ το Τσεσμέ (πόλη απέναντι από τη Χίο). Ήταν κτηνοτρόφος, γεωργός, έτσι τον γνώρισα. Ο κόσμος την εποχή εκείνη είχε χωρισθεί σε δύο στρατόπεδα, πήγε στο ΕΛΑΣ ξαναγύρισε ξαναπήγε, τουν σκουτώσαν στ’ Καλλονή. Έκανε καλά πράματα ακόμη και σήμερα τον θυμούνται και δακρύζουν. Τον είχαν γράψ και σε βιβλίο. Τη μάνα τη θυμάμαι – ήμουν μικρός- όταν έπαθε φυματίωση και πέθανε στο νοσοκομείο στην Αγιάσο. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Ήμασταν έξη αδερφέλια και εγώ ο μεγαλύτερος. Τότε στον εμφύλιο είχαμι περιουσία, διακόσια πρόβατα, βόδια. Τα σπίτια μας τα κάψαν και μας τα πήραν.

Ύστερα ο Θανάσης λέγ’ θα πάγου μη τουν Ιατρού και τον Χαράλαμπο το Γιάννου, και ο Σιμιτσής  ο Παναγιώτης έπαιζε με αυτούς. Έπαιζαν ευρωπαϊκά, ιταλικά. Εγώ ήμουν λαϊκός, έπαιζα στο «Βράχο», η λαϊκούρα δε πέθαινε, ιμείς χτυπούσαμι κασμά....του είχαμι του χαντάκ’ δεν άδειαζι του χώμα. Εμείς βροντούσαμι εκεί. Η λαϊκούρα θα ερχόταν με τ λασπωμέν’ τν αρβύλα θα διέταζι, βάλε ρε του «Τσανταρμά!*» βάλι να χουρέψου του «Χαρμάνταλι*», φασούλ’ φασούλ’ τα βουλεύαμι. Τι θα λέμε λόγια;

Με το Μπάνο το Θωμαΐδη πόσο καιρό παίξατε; Ιστορία μας, καλό παιδί, ωραίος, παίξαμε καμιά δεκαριά χρόνια μαζί. Αρχή ’γω τον έβγαλα κι αυτόν. Όταν τον γνώρισα τραγούδαγε «Η κοινωνία με κατακρίνει». Τον δοκιμάζω, του λέω πες ένα τραγούδι. Είχε ένα βιμπράτο ωραίο και έπαιζε επάνω στο ρυθμό με τη κιθάρα, λέγου μες του νου μ’, εσύ γίνισι. Μόλις αρχίσαμε και παίζαμε μαζί, ξαφνικά τον χάνω – φεύγει Γερμανία – έρχεται πίσω μετά από πολλά χρόνια. Με πέρν’ τηλέφωνο να ξαναπαίξουμε – είχα έρθει και τότες από Αθήνα – είχε ξεχάσει πως να παίζει κιθάρα. Τσίκι – τσίκι τον πλακώνω στις πρόβες και έτσι ξεκινήσαμε σαν ντουέτο οι δυό μας.

Τραγούδια σας ποιοί τραγουδήσανε; Τα έδινα σε εταιρεία και τα τραγούδησαν πολλοί, ο Μαργαρίτης, ο Κόλλιας που σκοτώθηκε «Αν σε χάσω αν», «Γυναίκα ποιός σε έπλασε» το λέει και ο Μαρίνος, «Απαλλάχτηκα από σένα», πολλά τραγούδια, ποιός τα θμάτε ρε, «Δεν κόβω εγώ τις τρέλες μου», «Εγώ θα γίνω άγιος», «Εμείς οι ναυτικοί». Και τώρα ακόμη έχω πάρα πολλά τραγούδια καινούργια για να κάνει κάποιος δίσκο.

Εδώ στο σημείο αυτό τελείωσε και η συζήτησή μας

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες, ΓΕΡΑ και Αιολικά Νέα το 2005

*Παραδοσιακοί σκοποί Μυτιλήνης

Γιώργος Μπούρας στο Σπλέντιτ στο Παπάδο

Αφίσα, καταχώρηση στην εφημερίδα Νέα Πατρίδα της Αυστραλίας 23 Οκτωβρίου 1983.

Από τη συνέντευξη μαζί ο Στρατής Βασίλαρος


Δίσκος του Γιώργου Μπούρα


Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Η συγκομιδή των ελαιών - Δημοσθένης Π. Μελανδινός (1902)

Μυτιληνιός ταϊφάς

Τότε άλλη πανήγυρις ήτο η συγκομιδή των ελαιών εν τω καιρό του χειμώνος. Επί μήνα εν καιρώ ευτυχούς εσοδεία, διακοπτομένων των μαθημάτων, τέκνα και γονείς συναποφέροντες επί ημιόνων τα ανακαιούντα σκεύη και έπιπλα και ακολουθούμενοι από τους ραβδιστάς και τις μαζώχτριες, μετωκούμεν εις τας σκεπαστάς και τους πύργους των ελαιοκτημάτων προς συλλογήν του ελαιοκάρπου. Εκεί του όρθρου βαθέως εγειρόμενοι και εφοδιαζόμενοι δια των εφοδίων της ημέρας, απηρχόμεθα ψηλαφούντες πολλάκις εν τω σκότει εις τα πλησίον ή μακράν της κατοικίας κείμενα κτήματα, ένθα οι μέν ραβδισταί ανερχόμενοι επί των ελαιόδεντρων και ραβδίζοντες δια μακρών ράβδων, των τεμπλών, τον ελαιόκαρπον, έρριπτον αυτόν βροχηδόν κατά γης· αι δε μαζώχτριες, φέρουσιν την γραφικήν του Πλωμαρίου ενδυμασίαν και ως εν σειρά παρατάξεως οκλαδόν καθήμεναι, εσπευσμένως δια των δύο χειρών, εμάζευον, τον εις της πεζούλαις και τα πλευρά του κτήματος, ερριμένον ερυθρομέλανα καρπόν της ελαίας, όν επανειλημμένως έρριπτον εντός των προ αυτών καλαθίδων. Εν τη εργασία ταύτη, ασχολουμένων μόνον των χειρών, το στόμα ήτο ελεύθερον και αυτό να τεθή εις κίνηση. Διο εδώ μεν ήκουε τις διαφόρους συνομιλίας ή ευφυολογίας, κινούσας τον γέλωτα, εκεί δ’άλλος ήκουε τα περιπαθώς αδόμενα τραγούδια των μαζωχτριών και των ραβδιστών, τα οποία γλυκέως αντήχουν εις τα ελαιόφυτα εκ της ρίγανης και αξύστου και δεντρολιβάνου και φασκομήλου και άλλων αρωματωδών φυτών ευωδιάζοντα γραφικώτατα βουνά του Πλωμαρίου, και δι’ών εξεφράζοντο τα ποικίλα της ψυχής συναισθήματα. Ταύτα κατά συνειρμόν ιδεών μοι φέρουσιν εις την μνήμην μιαν συμπαθή και σεμνήν μαζόχτριάν μας, ήτις ηγάπα νέον τινά εξ άλλου τινός χωρίου, παρ’ ού νέου σφοδρώς και εκείνη αντηγάπατο και μόνο οι γονείς αυτής αδυσωπήτως αντέτασσον εις την ένωσιν ταύτην πείσμονα άρνησιν. Η δια τούτου δυστυχής μαζόχτρια, μαζεύουσα ελαίας, ήθελε ν’απομονούνται δια να κλαίη τον κρυφό πόνον της, δια τον οποίον εικονικότατα παριστώσι τα μόλις εκ των χειλέων αυτής εξερχόμενα δίστιχα:

Ω θάλασσά μου γερανιά, που τα ποτάμια πίνεις,
πιε μου κι εμέ τα δάκρυα πλατύτερα να γείνης.
Σαν έλθης κ’ εύρης λείψανο μέσα στο κρύο χώμα
και τότε, γλυκειά ’γαπη μου, θα σ’αγαπώ ακόμη….

Ο δε νέος διερχόμενος πότε πλησίον ενός κτήματός μας και ιδών μακρόθεν το ίνδαλμα τούτο της καρδιάς του, υπεχώρησεν εις το ισχυρόν αίσθημά του και αφήσας την λυσίπονόν του φωνήν ετραγώδησεν ανά τους φάραγγας και τα άλση εκείνα με παράπονον:

Ω ουρανέ, μη βρέξης πειά, κάνε μ’αυτή τη χάρι,
κ’εγώ με τα ματάκια μου ποτίζω το χορτάρι. 
Θολόνουνε τα μάτια μου και τρέμει η καρδιά μου,
μήπως σε χάσω, αγάπη μου, από την αγκαλιά μου.

Ευτυχώς όμως δεν έχασεν ο νέος ούτος την αγάπην του, διότι ακολούθως τη μεσολαβήσει σεβαστού προσώπου ετελέσθη το συνοικέσιο τούτο· οι δε διά των ευλογιών της Εκκλησίας, των ευχών των γονέων και της αγάπης συναρμοσθέντες τότε νέοι, ζώσι και σήμερον ευτυχείς.
Αλλ’ επανέλθωμεν είς το μάζευμά μας. Εβράδυαζεν η ημέρα, και ημείς παραλαμβάνοντες πάντα επεστρέφομεν οίκαδε. Εκεί συναθροισθείσαι ελαίαι ερρίπτοντο εις αποθήκην μεγάλην, την λεγόμενην παττήν και ηλατίζοντο δι’ιδιάζοντος τρόπου, εποτίζοντο και εδένοντο τα ζώα είς τους σταύλους των, ετακτοποιούντο όλα είς τας οικείας θέσεις, και είτα συναθροιζόμενοι πάντες εν τη σκεπαστή πέριξ της εκ χονδρών κορμών δένδρων εξαπτούσης εν τη εστία πυράς, ανεπαυόμεθα εν μακαρία ευδαιμονία ακούοντες τας διηγήσεις και τα ανέκδοτα των εμπειροτέρων. Ακολούθως δειπνούντες μετ’ ορέξεως ταώνος, ερριπτόμεθα άνευ βεβαίως φαρμάκων κατά της αϋπνίας είς τας γλυκείας του Μορφέως αγκάλας, έστω και επί σκληροτάτης, κλίνης, όπως εν ευθυμία και χαρά πορευθώμεν την επομένην εις το αθροιστικόν μας έργον. Τότε εγώ ήμην ο Ερμής του πατρός μου, άλλοτε κομίζων παραγγελίας αυτού εις τους ραβδιστάς ή της μαζόχτριες και άλλοτε στελλόμενος υπ’ αυτού κατεσκόπευον μη δραπετεύσωσι τα ανά το κτήμα βρίσκοντα υποζύγια. Η δε η εργασία μου αύτη γενναίως ημείβετο την εσπέραν διά γενναίας δόσεως γλυκυτάτων ισχάδων και ευγεύστων καρύων, ιδίως δε διά περιπετειώδους τινός και πλήρους δρακόντων και νηρηΐδων παραμυθιού της γιαγιάς μου.

Ούτω εξηκολούθει η συνάθροισις των ελαιών μέχρι το απομαζώματος. Τότε, κατ’ επικρατήσαν έθιμον, ερρίπτοντο αθρόως πυροβολισμοί, την δ’εσπέραν παρεσκευάζοντο είς το μέλι πνιγόμενοι φουσκωτοί λουκουμάδες και παρετίθετο είς άπαν το εργασθέν προσωπικόν πλούσιον δείπνον, καθ’ο γενναίος έρρεν ο ρωστικότατος πλωμαρίτικος οίνος και ανεπέμποντο οι μάλλον διάπυροι και ειλικρινείς ευχαί υπέρ γενναιοτέρας καρποφορίας των κτημάτων και ευημερίας του αφεντικού. – Ιδού πως τότε η εργασία συνδυαζόμενη μετά της ολογαρκείας και της ευθυμίας παρείχεν υγεία και ευτυχίαν είς τους ανθρώπους.

Εν Μυτιλήνη 1902

Δημοσθένης Π. Μελανδινός

Απόσπασμα από το διήγημα «Τότε και τώρα» από το Ημερολόγιον «Η Λέσβος» 1912 της Χαρίκλειας Π. Μελανδινού. Εν Κωνσταντινούπολει 1911

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Το Οθωμανικό Σχολαρχείο και Παρθεναγωγείο (Ρουστιέ) του Σκοπέλου

Σύμφωνα με την επιγραφή στην μπροστινή είσοδο και πάνω από τη πόρτα αναγράφει ότι χτίστηκε το 1298 εγίρας ή το 1880.

Το 1894 ο Γεώργος Αρχοντόπουλος αναφέρει στο «Λέσβος ή Μυτιλήνη ήτοι Συνοπτική Ιστορία»: "Κάτωθες δε είναι η συνοικία Πλάτανος, είς το άκρον τούτο βορειοδυτικών υπάρχουν και οι αρχαί και εγγύς το οθωμανικό Σχολαρχείο και Παρθεναγωγείον κτίριον ωραίον εις θέσιν κατάλληλον"
Το 1906, ο Γεώργιος Π. Πετρέλλης (εφ. Αμάλθεια, αρ. 8545, 6/19-11-1906) γράφει παρόμοια "Εις το βόρειον τμήμα του Σκοπέλου κείται η οθωμανική συνοικία, διατηρούσα σχολαρχείον έξω της κωμοπόλεως, εκτισμένον χάριν και της εν Μεσαγρώ κατά το δυτικόν τμήμα κειμένης οθωμανικής συνοικίας."

Το 1911-1912 σε αναφορά από το Ελληνικό Υποπροξενείο Μυτιλήνης στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος δίνονται τα στατιστικά στοιχεία
Μεσαγρός: Αριθμός Τούρκων Κατοίκων 450
Σκόπελος: Αριθμός Τούρκων Κατοίκων 500
στο μουσουλαμνικό Σχολαρχείο φοιτούν 69 μαθητές
και στο Παρθεναγωγείο 48 μαθήτριες. 

Με δεδομένο ότι με την ανταλλαγή το 1924 έφυγε ο Μουσουλμανικός πληθυσμός από τη Λέσβο, το Οθωμανικό σχολείο λειτούργησε μόλις 44 έτη.
Κατά το σχολικό έτος 1926-27 και μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως διδακτήριο έως ότου γίνει η ανέγερση του νέου σχολείου του Σκοπέλου. Το έτος εκείνο διδάσκοντες ήταν ο Πέτρος Ζαργκλής, η Κοραλία Πούλου και ο Ιωάννης Μιχαλακέλλης. Το έτος 1932 χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία και από το 1940 ως σταθμός χωροφυλακής με τα κάτω δωμάτια να λειτουργούν και ως κρατητήρια. Περί του ~1980 ανακαινίσθηκε και λειτούργησε μεγάλο διάστημα ως «Ξενώνας» και καφετέρια.
Έχει δύο ορόφους, που αν λάβουμε τα αρχικά δεδομένα λειτουργίας, ο κάτω όροφος, θα ήταν ίσως το Παρθεναγωγείο και το πάνω το Σχολαρχείο (Αρρένων) με ξεχωριστούς αύλειους χώρους μπρος και πίσω. Το
Σχολαρχείο ήταν παλιότερος τύπος σχολείου που κάλυπτε και τις δύο τελευταίες τάξεις του σημερινού δημοτικού και την πρώτη τάξη του σημερινού γυμνασίου δηλ επτατάξιο. Το ρουστιέ - rüştiye (rusd = εφηβεία) αναφέρεται σε δευτεροβάθμια ημιγυμνάσια σχολεία, ενώ το πρώτο και μοναδικό γυμνάσιο (ιντιταντιέ) ήταν στα σημερινά δικαστήρια Μυτιλήνης, ως πρωτοβάθμιο σχολείο και λειτούργησε το 1896. 


Σε λίγη απόσταση από το Σχολείο ο Μεσαγρός και ο μιναρές 

Στο σχολείο φοιτούσαν παιδιά και από τα δύο χωριά Σκόπελος και Μεσαγρός τις οποίες οι συνοικίες ήταν κοντά. Το δε κτήριο κτίστηκε με τη συνδρομή των εύπορων Οθωμανών και από τα δύο χωριά προκειμένου να συμβαδίσουν και να μην υπολείπονται των Ελληνικών σχολείων της Γέρας (Σκόπελος, Μεσαγρός, Παπάδος, Παλαιόκηπος, Πλακάδος), τα οποία από το 1840 (Γ. Αριστείδης) είχαν Αλληλοδιδακτικά και Παρθεναγωγεία σχολεία. Στο Σκόπελο ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως» αναφέρει: «Εν Σκοπέλω, υπάρχει αλλολοδιδακτικό σχολείον καλώς οργανωμένον από το 1865. Ο αριθμός των μαθητών υπερβαίνει τους 100 επί 400 οικιών. Η κοινότης συντηρεί την σχολήν. Μεγάλη πτώχεια υπάρχει». Στο Σκόπελο δύο Οθωμανοί κατείχαν ελαιοτριβεία, ο Αλή Μπέη Κόμιλι και ένα δεύτερο μετέπειτα αγορασμένο από τον Ιταλό πρόξενο Φιδέλε. Ο Σκόπελος αναφέρεται στον Π. Πετρέλη ότι είναι η πρωτεύουσα του Δήμου Γέρας, εις ην εδρεύει και ο μουδίρης (ανθυποδιοικητής).
Στη Τούρκικη Αγορά (Κάτω αγορά σήμερα του Σκοπέλου) υπήρχε και Οθωμανική Τράπεζα όπως και τζαμί το οποίο δεν υπάρχει πλέον σήμερα. Το δε κτήριο ανήκει στα περιουσιακά στοιχεία του Δημοτικού Διαμερίσματος Γέρας. 

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Συνέντευξη με τον Γιώργο Χατζημανώλη ή Καμπουρέλ















Τέλη του ’60. Γιώργος Μπατζάκας, μπουζούκι (Μεσαγρός), Κονδύλης Κωνσταντέλλιας, τζαζ (ντραμς), Γιάννης Αρβανιτάκης (ή Αγγελόπουλος από το Ίππειος), κιθάρα-τραγούδι, Νίκος Ζωγράφος, ακορντεόν (Παλαιόκηπος), Μιχάλης Βερβέρης βιολί (ή Τουρκογιάννης, Πλωμάρι), Γιώργος Χατζημανώλης κιθάρα τραγούδι (δεξιά)


Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα

Το Γιώργο το Χατζημανώλη ή Καμπουρέλ, τον γνωρίζω από μικρός στο Τάρτι. Πριν αναλάβει τη ταβέρνα του να τη δουλέψει ο ίδιος, ο περισσότερος κόσμος τον γνώριζε, σαν τραγουδιστή. Τη δεκαετία του ’60 συμμετείχε με τη Γεραγώτικη κομπανία και ήταν ο τραγουδιστής τους. Από μικρός ασχολιόταν με το τραγούδι. Τραγουδούσε εξαιρετικά Αγγελόπουλο, Καζαντζίδη, Περπινιάδη της εποχής του ’60. Συνάμα από μικρός γύριζε όλα τα πανηγύρια και γνώριζε άριστα να τραγουδάει όλα τα παραδοσιακά της Λέσβου. Κάποια φορά είχα ανατριχιάσει όταν είπε το «Αμυγδαλάκι». Ήταν επίσης άριστος χορευτής των παραδοσιακών σκοπών της Λέσβου. Ξακουστός ήταν και πολλοί θα τον θυμούνται που έλεγε μανέδες. Κάποια φορά τον ρώτησα από πού τους έμαθε, και μου είπε ο πατέρας μου είχε γραμμόφωνο με πλάκες 78 στροφών μεταξύ των οποίων και του Σαμιώτη μανετζή Κώστα Ρούκουνα και από εκεί τους ξεσήκωνα. Πάντα όταν κατέβαινα στο καφενείο, θα με κερνούσε και θα με φώναζε κάπου μόνοι να μιλήσουμε τα της μουσικής που είχε μεγάλη αγάπη αλλά λίγο χρόνο.

Θα με ρωτούσε για τα μακάμια, το χιτζάζ και το ουσάκ πως θα τα παίξει στο μπουζούκι, και εγώ θα ρωτούσα για τις παλιές μουσικές και ιστορίες στο νησί μας. Είχε αδυναμία το σαντούρι, κι όταν έμαθε ότι η κόρη μου παίζει, την φώναξε και της έλεγε, παίξε Μυρσίνη ένα ταξιμάκι ή Μυτιληνιό τραγούδι, μετά ακούγοντάς τα έλεγε κοίτα το χέρι μου ανατριχιάζω που το ακούω. Τελευταία στο μυαλό μου ήρθε και το εξής περιστατικό. Ένα απόγευμα με πήρε τηλέφωνο στο Τάρτι και μου είπε έλα πάρε τη κιθάρα και η Μυρσίνη το σαντούρι σε μια ώρα θα είναι εδώ μια καλή παρέα. Η κόρη μου ντρεπόταν, τελικά πήγαμε. Πιάσαμε παίζαμε τα Μυτιληνιά και η παρέα ήρθε στο κέφι, και άρχισε να σηκώνεται να χορεύει, ο Γιώργος χωρίς μικρόφωνο συμπλήρωσε το τραγούδι. Μετά από κάποια στιγμή σηκώνεται ο ίδιος, ρίχνει χρήματα σαν τάμα προς εμάς και μας λέει παίξτε ένα καρσιλαμά να χορέψω.

Κάπως έτσι πάντα μερακλή τον έχω στη θύμησή μου.

Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε στις 30/7/2010 και ακούγοντας την νόμιζα όταν πάλι ήταν δίπλα μου και κουβεντιάζαμε.

Οι γονείς είχαν ρίζες μικράς ασίας;
Ήταν καθαρά Μυτιληνιοί η μάνα μου από το Τρίγωνα και Παπάδο και ο μπαμπάς μου Σκοπελιανός.

Ποια ήταν τα μουσικά ακούσματά σας;
Και οι δυο μου οι γονείς πάντα τραγουδούσαν αλλά όταν υπήρχε και μουσική τα δείναν όλα, να χορέψουν και να διατάξουν τα παλιά τραγούδια. Ο πατέρας μου άκουγε μανέδες και τους παλιούς καρσιλαμάδες,

Θυμάμαι αυτό:
«Το Καραντάσι στα καγιαλίκια»

Αχ Στο καραντάσι στο κρύο νερί
θα σε καρτερώ το μεσημέρι
Στο Καραντάσι στα καγιαλίκια
εκεί μου φάγανε τα μεταλλίκια


(Στο 5:22 ένα δείγμα μανέ σε σαμπάχ που έλεγε ο Γιώργος)

Εκατό δραχμές τη μέρα
, Τα μάρμαρα της πόλης, Θα κατέβω στο περγάμη, ήταν τοπικό τραγούδι.

Σαν μικρά μωρά ακούγαμε μόνο αυτά και σαν μεγαλώσαμε ανακαλύψαμε την ομορφιά του τραγουδιού και το γραμμόφωνο. Μέναμε εδώ στο Τάρτι, ένα χιλιόμετρο πιο πάνω, ο πατέρας μου ήταν τσομπάνης και μετά έγινε καφετζής. Είχε δύο γραμμόφωνα 78 στροφών, ένα με χωνί και ένα άλλο βαλίτσα και ράδιο φίλπς, που με το γάιδαρο κουβαλάγαμε τις μπαταρίες με τα υγρά από το χωριό, εναλλάξ για να φορτίζονται εκεί. Η μπαταρία κρατούσε 5-6 μέρες.
Ποιες πλάκες είχε;
Είχε το μπάρμπα Κώστα το Ρούκουνα το Σαμιωτάκη



Δάκρυα πέφτουν σαν φωτιά, γύρω στα μάγουλά μου
και πέφτουνε στο στήθος μου, και κάβουν τη καρδιά μου

(μανές με τον Κώστα Ρούκουνα)




Δεν μου ’μεινε πλέον ζωή, στο κόσμο για να ζήσω
και λίγο λίγο φθείρομαι, ώσπου να ξεψυχήσω

(μανές με τον Παναγή Χαράλαμπο)

Και ακόμη ένα που θυμάμαι



Έβλεπα φίλους κι έλεγα, πως πάντα μ’ αγαπούσαν
μα αυτοί μπροστά μου γέλαγαν, και πίσω με μισούσαν
(μανές με τον Κώστα Ρούκουνα)

Σε δίσκους είχαμε το Βουρλιώτη (Παν. Χαράλαμπο) και μερικούς τούρκικους, Σμυρνέικα και καρσιλαμάδες. Εδώ στο καφενείο συνέχεια κούρδιζα το γραμμόφωνο και άλλαζα βελόνια. Δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε δρόμος…
Περνούσαν οι βάρκες γκοζολίνες από μακριά κάναν πολύ θόρυβο, και όταν τραγουδούσε ο πατέρας μου τον άκουγαν που τραβούσε τον μανέ από το γιαλό. Ακόμη και η μητέρα μου τραγουδούσε. Έτσι πήρα λίγο και από τους δύο.


Μεσαγρός δεκαετία του ’50. Νέοι έχουν στήσει υπαίθριο γλέντι.
Στο ζουρνά ο Παναγιώτης Καραδούκας και στο νταούλι ο Παρασκευάς Καραδούκας.

-Μου είχες πει μια ιστορία με το νταούλι και το ζουρνά που είχε παλαιότερα η Γέρα.
Από το Μεσαγρό, ο Παράσχος και ο Παναγιώτης Καραδούκας, αυτοί ήταν οι «νταβουλτζήδες». Γύριζαν τα πανηγύρια και όποιος τους αρπούσε. Αυτά τα δύο όργανα μπορούσαν να φέρουν αποτέλεσμα και να γλεντήσουν το κόσμο.
Μια φορά θυμάμαι ήμουν πιτσιρικάς στο πανηγύρι του Αγίου Γρηγορίου που γίνεται στις 10 Ιουλίου, τους πήρα και τους έφερα στο Τάρτι. Και συγκεκριμένα ο πατέρας μου έπινε ούζο με ένα φίλο του μέσα στην αυλή μας και τους έβαλα να παίξουν από μακριά το «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης». Ο πατέρας μου μέσα στα βνά ακούει την ορχήστρα να παίζει, και ήταν όλο χαρά και γέλια. Ω ρε έρχονται για μένα.
Ο ζουρνάς και το νταούλι ακούγονταν από το Αι Γληγόρ στο Τάρτι, ο δε ζουρνάς τσίριζε, το δεν νταούλι ακουγόταν ντουπ ντουπ. 



Πανηγύρι Αγίου Γρηγορίου, 10 Ιουλίου 1964 

Στέλιος Tαμβακέρας, Παναγιώτης Αναγνώστου «Λοχίας» (Δάσκαλος), Στρατής Ταμβακέρας, Γιώργος Χατζημανώλης

Στο Παπάδο ο πατέρας μου είχε ένα καφενείο μια «καρτσολί» και κάθε Σαββατοκύριακο έπερνε αυτούς τους δύο και παίζαν. Μαζεύονταν όλοι οι καλοί καλοί και χορεύαν τότε, γιατροί, δικηγόροι, του Παπάδου. Παίζαν ζειμπέκικα σαν το ΜΙ (Αϊβαλιώτικος) την Πέργαμο, καρσιλαμάδες τέτοια. Έπαιρνα μικρός το μηχανάκι και γύριζα όλα τα πανηγύρια, και δεκατεσσάρων χρονών χόρεψα μπροστά σε ορχήστρα. Έσκαψα με το γκασμά οχτακόσια δέντρα από μια δραχμή το δέντρο και πήρα οχτακόσιες δραχμές, έκανα ένα κοστούμι τετρακόσιες και τις άλλες τετρακόσιες τις έριξα στις 9 Μαρτίου στο πανηγύρι των Αγίων Σαράντα στο Τάρτι στην ορχήστρα στο καφενείο του Γιάννη Λούπου (στο μέσον της παραλίας).



-Τραγούδι έμαθες, το χορό ποιός στον έμαθε;
Αυτό έρχεται μοναχό του, πρέπει να το έχεις μέσα σου.
- Οι γονείς σου χορεύαν;
Βεβαίως, πάλι θυμάμαι των Αγίων Σαράντα στο Τάρτι, ο πατέρας μου σήκωσε τη μάνα μου να χορέψουν και δεν είχε χρήματα να ρίξει, και έκοψε μια διαταχτική και έδωσε στους μουσικάντες 700 οκάδες λάδι. Έκανε να παίρνει από του Κουκάρα του Τσάλε τη μηχανή στο Πλωμάρι λάδια, και έκοψε χαρτί στους Μπουρλήδες τους μουσικάντες από τη Πλαγιά. Σε όλα τα ντάμια που κατοικούσε ο κόσμος και μάζευε τις ελιές παίζαν τουμπερλέκια, με ένα γαζοτενεκέ ή ταψί γλεντούσαν.
- Εκτός από τον εαυτό σου, ποιούς θυμάσαι σαν καλούς χορευτές;
Μαζί μου ήταν ο Μιγδάλης ο Σιμανής (Σκόπελος). Όταν θα χόρευε σηκώνονταν επάνω ο κόσμος, και ο γαμπρός μου ο Τσαμουράς ο Μιλτιάδης.
-Ποιος χόρευε το καλύτερο ζεϊμπέκο; Θα έλεγα κι εγώ ήμουν απ’ αυτούς, αλλά όπως και προανέφερα ο Μιγδάλης και ο Μιλτιάδης ήταν από τους καλύτερους.

-Πως ξεκίνησες να τραγουδάς;
Πρώτα με τις παρέες μου, μετά βρέθηκα σε ένα ξενυχτάδικο που το λέγαν «Βράχο» στη Λαγκάδα στη Μυτιλήνη. Όταν τελείωσε η ορχήστρα προς το τέλος είπα ένα τραγούδι μόνος. Όλη η ορχήστρα σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου και μου είπαν αύριο να ’ρθεις για δουλειά. Την επομένη ήμουν εκεί και τραγούδησα, και την μεθεπόμενη το έμαθαν και στο χωριό, και κατέβηκε όλος ο Σκόπελος για να με ακούσει και να χορέψουν. Η ορχήστρα ήταν Παναγιώτης Ανδριώτης από το Σκόπελο που έπαιζε ντραμς αλλά κυρίως κιθάρα ήταν ο Μπόρος ο Κώστας που έπαιζε μπουζούκι, ο Ψύρρας ο Στρατής (Αγιασώτης) που έπαιζε σαντούρι, ένας Στρατής από την Αγιάσο που έπαιζε ακορνετόν και εγώ έπαιζα κιθάρα ακοπανιαμέντα όσο ήξερα γιατί ήμουν αρχάριος, γυναίκες που τραγουδούσαν, στο βιολί ο Χαριλής (Χαρίλαος Ρόδανος) από την Αγιάσο, μετά με διάφορες ορχήστρες στα πανηγύρια.

-Ποια ήταν τα συγκροτήματα που παίζατε στη Μυτιλήνη;

Εδώ στη Γέρα ήταν με το Γιώργο Μπατζάκα. Έπαιξα με τα «Καζίνα» τους Αγιασώτες, με το Χαριλή, με τους Πλωμαρίτες Μπουρλήδες, ακόμη και στην Αμερική βρήκα κάποιον Μπουρλή και δούλεψα μαζί του.

-Είναι το ίδιο πράγμα μανές και αμανές;

Ο μανές είναι όπως το έλεγε ο Κώστας Ρούκουνας ένα ολόκληρο τραγούδι με το στιχάκι του, ενώ αμανές είναι αυτό που μέσα σε κάποιο τραγούδι θα πει το αμαν αμαν όπως λέει ο Περπινιάδης το «Σεντονάκι».

-Στη Γέρα ποιοι άλλοι λέγανε μανέδες;

Ο κόσμος άκουγε και αυτά μάθαινε να λέει. Είχε κάποιους ανθρώπους στο Πέραμα, που λεγόταν Βισβίκηδες αδέρφια που ήρθαν από την Μικρά Ασία, τους άκουγες έλεγες θεέ μ και Παναγιάμ, τι φωνές είναι τούτες. Ακόμη και εδώ, υπήρχε ο Μήτσος ο Σπανιάς, παρότι πρίμος, έλεγες νάτος θα με ανατριχιάσει. Στη Γέρα αυτά ακουγόντουσαν, συρτοί, καρσιλαμάδες, και όχι τα ελαφρά τραγούδια του Τόνι Μαρούδα.

-Είχες πάει και στην Αμερική.
Είχα πάει μετανάστης και τραγουδούσα, με γράφαν σε κασέτες, πολύ με στενοχωρεί που δεν έχω κρατήσει κάποια να με ακούει ο κόσμος. Πριν να φύγω είχα προτάσεις να κάνω ηχογραφήσεις, παντρεύτηκα, και έφυγα στην Αμερική. Εκεί δούλεψα τριάμιση χρόνια μουσικός. Πέθαναν οι γονείς μου και σταμάτησα το τραγούδι

-Για τα σημερινά δεδομένα της μουσικής τι πιστεύεις;
Οι νέοι ακούνε τα δικά τους, αλλά όταν έρθει η ώρα να διασκεδάσουν ακούνε τα παλιά τα δικά μας, αυτά δεν θα χαθούνε ποτές.
-Ευχαριστώ Γιώργο που τα είπαμε.



Γέρα, 27 Αυγούστου, 1967, Στράτος Αγιακάτσικας, Δημήτρης Βούρος (Ζέπος), Παναγιώτης Κωνσταντακέλλης, Δημήτρης Μαυρογιάννης (Ντραμπαρίφας), Γιώργος Σπανιάς, Μιγδάλης Λαγουτάρης, Γιώργος Χατζημανώλης



1958. Ο νεαρός Γιώργος Χατζημανώλης με μοτοποδήλατο σαξ



Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Γιατί αγάπησα τον Σόλωνα Λέκκα










“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Γνήσιος ταπεινός γόνος της Λέσβου, με το βασιλικό στο αυτί, την κατσούλα στο κεφάλι, το κομπολόι και το τσιγάρο στα δουλεμένα χέρια, μια ματιά που σε διαπερνά, μετρημένη, θα καθόταν να βάλει το ρακί του και στην παρέα του να πει τον μανέ του, να βγάλει το μεράκι του. Να βρεθεί κάπου σ’ ένα κόσμο με τη φωνή του, να μας ταξιδέψει, να βγάλει το παράπονο, τον αναστεναγμό, να χαμηλώσει το κεφάλι, να πάρει ανάσα και να φέρει βόλτα το επόμενο τσάκισμα. Να σηκωθεί στον καρσιλαμά να χορέψει με τσαλίμια μετρημένα, να χτυπήσει το χέρι στη γη, να κάνει τη στροφή, χωρίς μαγκιές και σάλτα. 










Να γιατί αγάπησα έναν τέτοιο άνθρωπο, έτσι απλά, γιατί ήταν αληθινός, γιατί το βλέπαμε μπροστά στα μάτια μας, πότε στο τραγούδι του, πότε στις κουβέντες, στην ταπεινή του καταγωγή. Ναι αυτό είναι που όλοι μας είχαμε ανάγκη, ένα άνθρωπο αληθινό, αυτό που μας έλειπε κι αυτό που το συναντούσαμε σπάνια. Σαν μιλούσε στη γλώσσα του, τη μυτιληνιά, έβγαινε αληθινή, ζωντανή. Oι σκέψεις, τα σοφίσματά του, όλα μετρημένα, στην ώρα τους εκεί που έπρεπε. Τα παραπανίσια και τα σαχλά δεν τα μπόραγε και δεν τα ήθελε. 

Ένας άνθρωπος ζυμωμένος στην ύπαιθρο της Λέσβου. Που ήθελε να αρμέξει τη κατσίκα, να φτιάξει τυρί, να πεταλώσει το άλογο, να το καβαλικέψει, να σμιλέψει τη πέτρα, να χτίσει, να κάνει ένα μεροκάματο. Η εικόνα του Μυτιληνιού που χαίρεται τη ζωή, την κάθε στιγμή στο χωριό, στο κτήμα, στον μπαξέ, στον καφενέ.

Τα μουσικά του ακούσματα, παλιά μυτιληνιά και μικρασιάτικα τραγούδια, μανέδες που έμαθε κοντά σε παλιούς, τοπικά τραγούδια αποκριάτικα και λίγα ρεμπέτικα. Δεν είχε ενστερνιστεί το λαϊκό τραγούδι του ‘60-‘70 παρότι ήταν της γενιάς του. Έτσι ανόθευτος μας μετέφερε και μας δίδαξε τον ξεχασμένο μανέ και το μυτιληνιό τραγούδι ως σήμερα. Ο τρόπος που έλεγε το τραγούδι, ήταν γνήσιος, της παλιάς σχολής, της παρέας, και του γλεντιού στο τραπέζι, και όχι του θεάματος, της συναυλίας, που παρ’ όλα αυτά όταν βρισκόταν εκεί, έλεγε, «τραγουδώ ψεύτικα, δεν σας το κρύβω». Θα πει δεν είμαι μαθμένος με τα λεφτά, δεν αγαπώ τα λεφτά, και με τα λίγα μπορώ να ζήσω, δείγμα ταπεινοφροσύνης. Πολλοί πάντα είχαν την απορία με τα χρήματα, κάπου στην πορεία είχε πει:

«Με τα σημερινά δεδομένα, γύρω στα 100 με 150 ευρώ (παίρνω). Δεν έχω πάρει εγώ πολλά λεφτά. Έδωσα όμως πολλή και καλή μουσική στον κόσμο που ξέρει να την εκτιμά» Όπως λέει ο σκοπός:

“Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο να πω τα μυστικά μου,
να μην πεθάνω ξαφνικά και μένουν στην καρδιά μου”.

Τελευταία φορά τον είδα πέρσι το καλοκαίρι, μπαίνοντας μέσα από την αγορά στο «Πανελλήνιο» στη Μυτιλήνη. Εκεί καθόταν μόνος και έπινε τον καφέ του, είχαμε κάνει κουβέντα παλαιότερα, τον χαιρέτησα, με κοίταξε να με θυμηθεί, «κάτσε να σε κεράσω». Ήμουν φορτωμένος τσάντες, δεν ήθελα να στρογγυλοκάτσω, «σ’ ευχαριστώ πολύ Σόλων, μια άλλη φορά» με χαιρέτησε και έφυγα. 

Ερχόμαστε και φεύγουμε, κάποιοι μένουν στη καρδιά μας και δεν είναι μόνο ο μανές που έλεγε, αλλά προπαντός ο άνθρωπος, ο Σόλων.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Το τελευταίο πηγάδι (Μέρος Β')


 Τάρτι 1980


Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα
Το καλοκαίρι πια που μας ήρθε, είχαμε νερό, αλλά και μεγάλο φόβο απ’ αυτό το γεγονός, όταν βάζαμε μπρος τη μηχανή για να γεμίζουμε τη χαβούζα, να ποτίζουμε και να έχουμε νερό να πίνουμε. Εσωτερικά ήταν πολύ όμορφο να κοιτάς το κυκλικό χτίσιμο της πέτρας που είχε κάνει ο μάστορας, αλλά ο φόβος διπλασιάστηκε όταν είδαμε ανάμεσα στις πέτρες λαφιάτες που κυνηγούσαν σπουργίτια που φώλιαζαν και ποντίκια.
Πολλοί έμαθαν ότι το νερό ήταν καλό και εύγευστο και μας ζητούσαν να τους δώσουμε και εμείς με μεγάλη χαρά, δίναμε για να ξεδιψάσει κανένας επισκέπτης ή για να γεμίσουν τα μπετόνια τους. Το συνεργείο από το ράντισμα ερχόταν και έκανε παρασκευαστήριο εδώ. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχαμε ή τηλέφωνο, αλλά από μόνο του το νερό έδωσε ζωή και πρασίνισε το κτήμα. Η μάνα μου κουβάλησε τις όρθες, τη κατσίκα και τις γάτες της. Στη χαβούζα έφερα κάτι χρυσόψαρα που «ψάρεψα» από άλλη στο «Σούγιουλ», στο Σκόπελο, και κάτι άλλα κεφάλια του γλυκού νερού από το ποταμό που κατέβαινε στου «Κανάκη το Μύλο». Άμα μας έπιανε η ζέστη μπαίναμε και εμείς στη νέα μας πισίνα μαζί με τα ψάρια. Ο πατέρας μου έπαιρνε τηλέφωνο κάποιες μέρες και ώρες κάτω στο Τάρτι και ρωτούσε πως πάνε τα πράγματα στο κτήμα, αν προσέχουμε και ποτίζουμε τα δεντρέλια του.
Αφού έκλεισε πλέον ένα χρόνο στην Αυστραλία επέστρεψε με ένα νέο μποχτσά και στο νου του να φτιαχτεί το κτήμα. Ήταν πια χειμώνας και Χριστούγεννα και μάζευε τις ελιές που είχαν πέσει, είχα πάει και εγώ και βοηθούσα όπως όπως. Το Τάρτι δεν φημίζεται για τις βροχές του, όλες πέφτουν κατά τα χωριά και άμα θυμηθεί καμιά φορά ο Θεός ρίχνει κι από δω καμία.
Ένα βράδυ κατά που πέσαμε για ύπνο, άρχισε να ψιχαλίζει, τα χαράματα ξυπνήσαμε με αστραπές και βροντές, σηκωθήκαμε και βλέπαμε να γίνεται ένας χαμός και μια απέραντη πλημμύρα. Ο ποταμός είχε ξεχειλίσει και όλο το νερό που κατέβαινε από του «Κοκότσι» το βράχο να διαπερνά πέρα ως πέρα το μέρος του κτήματος που είναι το πηγάδι, ο δρόμος να είναι άλλος ένας ποταμός. Κοιτούσαμε και περιμέναμε πότε θα σταματήσει αυτός ο χαλασμός, αλλά συνέχισε. Κατά το μεσημέρι κόπασε. Με το πατέρα μου κάναμε μια γύρα στο κτήμα τι είχε συμβεί. Τα σύρματα ξεριζώθηκαν και έγιναν σβόλοι κολλημένοι στα δέντρα και στις άκρες του ποταμού, το νερό είχε γλύψει όλο το χώμα και είχε κάνει λάκκους ως ένα μέτρο βάθος, όλα τα δεντρέλια που είχε φυτέψει είχαν εξαφανισθεί, και το πηγάδι ως τα χείλι με νερό. Η αντλιομηχανή βυθισμένη μέσα στο νερό. Νερό πλέον δεν είχαμε, έπρεπε να περιμένουμε αρκετούς μήνες να κατέβει η στάθμη του νερού, μήπως και βγάλουμε και επισκευασθεί η μηχανή. Τόσος κόπος, τόσα χρήματα και στο τέλος να μην έχουμε ούτε μια σταγόνα νερό.

Ο πατέρας μου μπροστά από το καφενείο στο Τάρτι

            Κατά την άνοιξη ο πατέρας μου πως το σκέφτηκε, νοίκιασε το κλειστό καφενέ του Καμπούρη από το γιο του το Γιώργο, το γνωστό σήμερα «Καμπουρέλ». Αυτός έλλειπε πολλά χρόνια στην Αμερική. Κι ο πατέρας μου για να αποφύγει να πηγαίνει κάθε τόσο στην Αυστραλία και με τη πείρα που είχε από δύο μαγαζιά εκεί, τον άνοιξε. Το καφενείο ήταν όπως τα ντάμια, παμπάλαιο με καλαμιές και φυκιάδα για οροφή, και εδώ τα ίδια, ποντίκια και τα φίδια να κάνουν πανηγύρι. Νερό, τηλέφωνο δεν είχε όπως και ρεύμα συνεπώς ούτε και ψυγεία. Όλα αυτά τα παλιά ξοχικά καφενεδάκια είχαν λουξ με υγραέριο για φωτισμό μέσα και έξω. Ο κόσμος ήταν ακόμη λιγοστός.


Ο πάλαι ποτέ «Άτλας»
Για τις ανάγκες και με τα λίγα χρήματα που είχε, αγόρασε ένα τρίκυκλο τρακτέρ, τον «Άτλα», που από την αρχή μας έβγαλε τη πίστη, ποτέ δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα φτάσουμε στο χωριό. Θυμάμαι ακόμη καινούργιος και από το παλιόδρομο συνέχεια ξελασκάριζαν οι βίδες και τα παξιμάδια και έπεφταν κάτω! Καθώς άνοιξε το καφενείο, οι ανάγκες να πηγαίνουμε στο χωριό ήταν σχεδόν καθημερινές, και κάθε μετακίνηση τη σκεφτόμασταν πολύ εξ αιτίας του, γιατί κάθε τόσο και λιγάκι μας άφηνε στο δρόμο. Εκείνο το καλοκαίρι που άνοιξε το καφενείο έπρεπε να πηγαίνει δύο φορές την εβδομάδα από το Τάρτι στο παλιόδρομο από το Φαρά για το Πλωμάρι να αγοράζει παγοκολώνες για τα κρεατικά για τα ψάρια και τα ποτά. Ο πάγος, τα τρόφιμα, τα αναψυκτικά, όλα έμπαιναν μαζί σε ένα ξύλινο βαρέλι. Οι γόπες, τα μελανούρια καραβίζανε στο λιωμένο πάγο, τις έσπρωχνα στην άκρη για να πάρω μια κρύα πορτοκαλάδα που μου ζητούσαν… Ο άλλος γολγοθάς ήταν το νερό, καθώς δεν υπήρχε ούτε πόσιμο, ούτε για τη λάτρα, έπρεπε να το κουβαλάμε σε μεγάλα πλαστικά μπετόνια από το πηγάδι στο κτήμα μας και να το φέρουμε με τον «Άτλα» μέρα παραμέρα στο καφενείο.



Απ' έξω από το καφενέ 1980

           Το πατέρα μου τον αγαπούσε πολύ ο κόσμος, έλεγαν πάμε στον «Μήτρο το καφενέ στο Τάρτι», μάζευε κόσμο, τόσο από τη Γέρα, Πλωμαρίτες και Μυτιληνιούς. Πολλές φορές ερχόταν και καραβάκι με τους Σουρλαγκαίους απ’το Πέραμα. Στα 7-8 χρόνια που είχε το καφενείο, όταν τελείωνε το καλοκαίρι δεν απόταζε χρήματα. Η μάνα μου φώναζε για τη τόση δουλειά που τραβάγαμε όλοι από την οικογένεια, που δουλεύαμε εκεί μερόνυχτα. Θυμάμαι που έλεγε, “δεν είναι μόνο που δεν βγάλαμε χρήματα, ξοδιάσαμε και δέκα τενεκέδες λάδι για το τίποτα”. Οι μόνοι σίγουροι σε μεροκάματα ήταν τα γκαρσόνια.
            Την επόμενη χρονιά ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στο Τάρτι, άλλαξαν πολλά.
Το καφενείο πήρε ρεύμα, είχε ηλεκτρικό φως και προπαντός όλα τα τρόφιμα, τα αναψυκτικά και το νερό μπήκαν σε ψυγεία. Αλλά το νερό ακόμη το κουβαλάγαμε.
Πήραμε ρεύμα και στο ντάμι και στο κτήμα μας.
Σε εκατό μέτρα από μας ο γαμπρός μου ο Μιγδάλης στο κτήμα του έκανε γεώτρηση και στα τριάντα τρία μέτρα βρήκε νερό, έβαλε τριφασική αντλία και πότιζε το κτήμα του. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου διαπίστωσε ότι όταν πότιζε ο Μιγδάλης το πηγάδι στέρευε! Οπότε νέος πονοκέφαλος με το νερό! Παραδίπλα και άλλος έκανε γεώτρηση και στο πηγάδι δεν έμεινε σταγόνα για άντληση. Έτσι ξεκινάει να ψάξει νερό με γεώτρηση παραδίπλα. Έφερε κάποιον από το χωριό που έκανε γεωτρήσεις, και στα 23 μέτρα είπε δεν μπορώ να κατέβω πιο κάτω βρήκα πέτρα. Ο άνθρωπος πληρώθηκε αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι φέρνει κάποιον άλλον από τη Μυτιλήνη και αυτός βρήκε άλλο νερό σε 70 μέτρα βάθος. Για καλό και για κακό έκανε ακόμη μια και βρήκε νερό σε μεγαλύτερο βάθος. Τελικά κατάφερε να έχει νερό όσο ήθελε.
Ο οικονομικός απολογισμός για τις γεωτρήσεις και τις εγκαταστάσεις, σχεδόν δύο εκατομμύρια δραχμές, άλλη μια φορά με το νερό ξεπέρασε την αξία που είχε το κτήμα. Το πηγάδι όμως μέσα σε ένα μήνα, βουβάθηκε εκεί που είχε θόρυβο, νερά να ανεβαίνουν. Μερικές φορές έτσι δίχως λόγο κατέβαινα τα σκαλοπάτια και έριχνα καμιά πέτρα να ακούσω το νερό. Εκεί ήταν σιωπηλή, ακόμη η μηχανή και η τρούμπα. Πέρασε καιρός, κάποιος τη ζήτησε και τη πήρε. Το πηγάδι ξεχάστηκε…


Ο πατέρας μου με τους μπαχτσέδες του

Μετά από τόσα χρόνια μια μέρα καθώς έτυχε να περπατήσω δίπλα του, το βρήκα μουλωμένο γεμάτο πετράδι, κλαδιά και φύλλα, κάθισα στο πεζούλι του και μου πέρασαν όλα αυτά από το μυαλό. Βρήκα το πατέρα μου και τον ρώτησα όπως αυτός τα θυμόταν. Όταν κάποιος θα περάσει από δω, ούτε θα σκεφτεί τι είναι αυτό το χάλασμα για να του μιλήσει τη σύντομή του ζωή. Ήρθαν άλλες εποχές και το πηγάδι του «Μήτρου» έμελλε να είναι και το τελευταίο που ανοίχτηκε στο Τάρτι.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Το τελευταίο πηγάδι (Μέρος Α')

Το μαγγανοπήγαδο του «Παυλή» στο Τάρτι

Μέρος Α'
Του Παναγιώτη Αγιακάτσικα

Ο πατέρας μου μετά το σπίτι μας που αγόρασε στο Σκόπελο, το μεγαλύτερό του όνειρο ήταν να αποκτήσει ένα λιόκτημα, ένα «πράμα», να το καλλιεργεί και να μαζεύει τις δικές του ελιές, να έχει ένα εισόδημα από κει, να έχει το δικό του κουμάντο. Μια ζωή από τα μικράτα του ήταν εργάτης, όπως και ο περισσότερος κόσμος στο χωριό, όλη μέρα ήταν στα πράματα, να ξύνει, να ραβδίζει, να μαζεύει, να κλαδεύει, αλλά και να χτυπάει κασμά για άλλους, να καίει ασβεστοκάμινα, να φτιάχνει πεζούλες, ως και σε τράτα τα καλοκαίρια για να βγει το μεροκάματο και το τελευταίο που έζησα μαζί ένα ξυλοκάμινο στον Άγιο Γιώργη στα Φαρά. Με ένα δάνειο και με τα μετρημένα χρήματα της μετανάστευσης από την Αυστραλία κατάφερε και αγόρασε ένα κτήμα σε βουνοπλαγιά στο «Καλάμι» δεκαπέντε μοδιό, περιοχή που είναι ακριβώς στη δεύτερη μεγάλη στροφή, πριν βγεις στον ίσιο δρόμο του Ταρτιού. Η εποχή που το αγόρασε ήταν περίπου το 1970, και από το χωριό πήγαινε σε αυτό στο χωματόδρομο με ένα τρίκυκλο ζούνταπ. Το πρόσεχε, το καλλιεργούσε, το φρόντιζε πάρα πολύ, με έπαιρνε μαζί και το μαζεύαμε. Είχε και ένα παμπάλαιο ντάμι, είχαμε μείνει μερικά βράδια.
Με αυτό όμως το λιόκτημα που είχε, ήταν αδύνατο να ζήσεις, μιας και οι ελιές του ήταν σχετικά μετρημένες και η παραγωγή κάθε 3-4 χρόνια. Μετά από μια πρόσκληση από ένα θείο μου εργολάβο που καταγόταν από την Αγία Παρασκευή, βρέθηκε από το Σίδνεϋ που ήταν το μέρος που έμενε με τους περισσότερους συγγενείς μας, να είναι χιλιόμετρα μακριά στο άλλο άκρο της Αυστραλίας στο Ντάργουιν. Δούλευε σ’αυτόν, αλλά συνέβη τότε στη πόλη εκείνη να γίνει ένας μεγάλος τροπικός κυκλώνας - καλοκαίρι εκεί -, και να την ισοπεδώσει εντελώς. Αυτό έγινε στις 20 Δεκεμβρίου του 1974. Μάθαμε από το ραδιόφωνο την είδηση και όλοι μας είχαμε χολοσκάσει πως είναι ο πατέρας μας, καθώς δεν γνωρίζαμε καθόλου για την τύχη του ή και για τους συγγενείς μας εκεί. Τελικά μας πήρε μερικές μέρες μετά και μάθαμε πως ήταν σώος.
           Με τη καταστροφή της πόλης ο θείος μου ανέλαβε πολλές δουλειές, έγινε αρκετά πλούσιος, μαζί κι ο πατέρας μου, έβγαλε καλό μεροκάματο. Όμως το μυαλό του ήταν πάλι στα κτήματα και στο Τάρτι, δεν πέρασε καιρός και νάτος πάλι, προς χαρά μας, ήρθε πίσω. Ερχόταν και έφευγε μόλις έβρισκε τα σκούρα με τα χρήματα. Τότε πουλιόταν δύο τρία κτήματα, ένα στο δρόμο επάνω το κτήμα σήμερα του Ασμάνη και ένα άλλο στη θάλασσα σήμερα στο κτήμα του Γιάννοπουλου με ελαιόκτημα και καλό μπαχτσέ. Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά και δεν ήθελε να ρισκάρει με άλλο δάνειο, οπότε κατέληξε να πάρει το σημερινό κτήμα του Μοσχόβη, το οποίο ήταν δύο ενωμένα παλιά Οθωμανικά κτήματα. Σχετικά μικρό και αυτό δεκαπέντε μοδιό, ήταν επάνω στο δρόμο με αρκετό ίσιωμα, βολικό και με ένα ντάμι. 
           Το επόμενο καλοκαίρι βρεθήκαμε να σνοπαίρνουμε σε αυτό, ασβεστωμένο, γεμάτο ποντίκια να αραδίζουν μέσα και στα καλαμένια ταβάνια, τα φίδια να χαρχαλεύουν και να τα κυνηγάνε. Νερό δεν είχε και το κουβαλάγαμε, ο ηλεκτρισμός δεν είχε έρθει στο Τάρτι, και τηλέφωνο ένα μόνο στο γιαλό, στου Μαμάκου το καφενείο και παντοπωλείο. Όπως έλεγε το νερό είναι ζωή, και χωρίς αυτό το λιόκτημα δεν είχε ζωή αν δεν είχε νερό. Έτσι το σχέδιο ήταν να ανοίξει ένα πηγάδι. Μικρότερος όταν ήταν είχε ανοίξει τρία πηγάδια στο Τάρτι, του παππού μου Στρατή Στεφανή, της θείας Βασιλικής Λιγηρού, το πηγάδι του Γιώργου Ψώμου, αδερφός της γιαγιά μου της Αφροδίτης και ένα άλλο της Ελενίτσας, αυτά ήταν χωρίς μαγγανοπήγαδα.   

Το Τάρτι 1980
Τα πηγάδια εκεί είχαν ένα βάθος επτά μέτρα, και με τη πείρα που είχε, σκέφτηκε να ανοίξει ένα στο καινούργιο κτήμα. Κάτω στο Τάρτι όλοι οι παλιοί μπαχτσέδες είχαν και από ένα πηγάδι, ανέβαζαν νερό και γέμιζαν τις χαβούζες και πότιζαν τα κηπευτικά και τα δεντρέλια. Τα έβλεπα και τα θυμάμαι όλα τα μαγγανοπήγαδα να λειτουργούν να χαλάνε τον κόσμο με το μονότονο ήχο τους, με το γάιδαρο να γυρίζει, στου «Μπουκωτή», στου «Τζιμ», του «Μαμάκου» και των άλλων. Ο παππούς μου ο Σαράντος με έβαζε να προσέχω το γάιδαρο να γυρνάει στο μπαχτσέ του «Τζίμ» που τον είχε πάρει με τα χρόνια.
           Κάτω, κατάγιαλα, υπήρχαν άλλα δυο μικρά πηγάδια, τα οποία πρέπει να ήταν πολύ παλιά, καθώς φαίνεται εξυπηρετούσαν τα περαστικά καΐκια και βάρκες να πάρουν νερό. Το ένα ήταν στο κέντρο εκεί που κατεβαίνει το μονοπάτι, και σήμερα είναι σκεπασμένο σε ιδιόκτητο σπίτι με τσιμέντο. Το άλλο, κάτω από τον Άη Σαράντη αριστερά της ταβέρνας του Λιγηρού, έχει μολοθεί. Παλιότερα εκεί στο πανηγύρι, ερχόταν βάρκες από το Πλωμάρι, και το συγκρότημα των Μπουρλήδων έπαιζε μουσικές με σαντούρια και βιολιά και γλεντούσε ο κόσμος.


Πρέπει να είμαστε στο καλοκαίρι μετά την εισβολή της Κύπρου. Ο πατέρας μου δεν ξέρω που βρήκε αυτή τη σιγουριά, χωρίς να έχει παραμικρή ιδέα ή ένδειξη ότι θα έβρισκε νερό, ξεκίνησε να ανοίξει το πηγάδι, γιατί μόνο παραθαλάσσια και στο κάμπο έβρισκες στα σίγουρα νερό. Το εγχείρημα δεν ήταν τόσο απλό αλλά συνάμα και πολυδάπανο. Η διάμετρος του πηγαδιού έπρεπε να είναι δυόμισι μέτρα, και ο τοίχος έπρεπε όλος να επενδυθεί με πέτρα. Αν έβρισκε λογικά το νερό σε 7-8 μέτρα βάθος θα έβαζε μια βενζινοαντλία και όλα θα ήταν σύμφωνα με αυτά που είχε στο μυαλό του.
Το έργο άρχισε μόλις έκλεισαν τα σχολιά, δυο τρεις εργάτες ξεκίνησαν να σκάβουν, ενώ παράλληλα σε ένα άλλο κτήμα του «Τζιμ» που ήταν πιο πάνω από το δικό μας στο δρόμο στο «Καλάμι», ο πατέρας μου άρχισε να σπάει μαρμαρόπετρες για τις ανάγκες του πηγαδιού για να χτίζεται όταν πλέον θα έχει ανοιχτεί. Στήθηκε ένα μαγκάνι με σχοινί με δυο τρεις εργάτες επάνω για να ανεβοκατεβάζουν αυτούς που έσκαβαν, να ανεβάζουν τα χώματα σε ζεμπίλι, πολλές φορές κατέβαινα και εγώ περισσότερο από περιέργεια παρά να προσφέρω εργασία. Σε σχετικά μεγάλο βάθος βρήκαμε κάτι μικρά σπασμένα πήλινα αλλά δεν έδειχναν τίποτα τι να είναι. Το περισσότερο καλοκαίρι πέρασε έτσι, αν και πήγαινα για κανένα μπάνιο και έβρισκα στους φίλους μου στη θάλασσα. Κανένα βράδυ κατεβαίναμε και με το πατέρα μου, για να πιει που κι ένα ούζο, και να κουβεντιάσει. Όλοι οι Ταρτιώτες και οι συγχωριανοί θα σταματούσαν για να δούνε από το έργο την εξέλιξή του και να κάνουν κουβέντα για αυτό, εξ άλλου αυτό ήταν το γεγονός που τραβούσε και το ενδιαφέρον.
           Καθώς οι εργάτες σκάβανε και φθάσανε στα 7-8 μέτρα, όλοι περίμεναν να βρουν κάτι, αλλά το χώμα ήταν στεγνό, χωρίς κανένα ίχνος ότι υπήρχε νερό.
Με αμείωτες τις ελπίδες, συνέχισαν το σκάψιμο. Όσο έσκαβαν ένα, ένα τα μέτρα, πουθενά νερό. Με την αγωνία και την ταλαιπωρία να είναι συντροφιά, μετά από πολλές μέρες, το έδαφος άρχισε να γίνεται μαλακό και να διαφαίνεται ογρό και έτσι σε όλους ήρθε η χαρά και το χαμόγελο, και στα 13-14 μέτρα βρέθηκε το νερό. Εκεί που κοπάναγαν στα τυφλά και άρχισαν να απελπίζονται, όλοι ρίχτηκαν με περισσότερο πάθος στη δουλειά. Ο πατέρας μου όλο χαρά, όλο κερνούσε στο καφενείο του Λούπου και όλοι είχαν στα στόματά τους «Ο Μήτρος, βρήκε νερό, ο Μήτρος βρήκε νερό!!»
Σχεδόν μετά από ένα μήνα, καθώς βρήκαμε το νερό, οι εργάτες έσκαψαν όσο μπορούσαν περισσότερο μέσα στα λασπωμένα νερά και ολοκλήρωσαν τη φάση αυτή. Ο πατέρας μου μες το λιοπύρι, είχε σπάσει τόνους πέτρα, και ο «Αγγελής» την μετέφερε σε τριάντα αγώγια με το μικρό του φορτηγό. Απέξω από το πηγάδι από τη μία, ήταν στοίβες οι πέτρες και από την άλλη, ο όγκος με τα χώματα δεκατεσσάρων μέτρων που είχαν βγάλει.  Αμέσως, άρχισε η αντίστροφη πορεία, το χτίσιμο. Κατέβαζαν τη πέτρα και ένας ειδικευμένος τεχνίτης, ο «Μπάρμπα Γιώργος», Γιώργος Ψωμάς, μαζί με το παππού μου Σαράντο, την τοποθετούσαν.
          Όμως το αρχικό πλάνο του πηγαδιού έπρεπε να αλλάξει αναγκαστικά, αν ήθελαν να αντλήσουν νερό. Η βενζινοαντλία μπορούσε να αντλήσει νερό μόνο από 7-8 μέτρα βάθος, οπότε το πηγάδι έπρεπε να διαμορφωθεί με ένα παραπήγαδο με σκαλοπάτια, να κατεβαίνεις στα εφτά μέτρα, και τη μηχανή να είναι σε ένα «όροφο» από οριζόντια μαδέρια.
Όταν επιτέλους τελείωσε το όλο έργο, ο πατέρας μου ήταν πανευτυχής. Πλήρωσε με δανεικά τα μεροκάματα όλων αλλά, όπως αργότερα θα μου έλεγε, τα εργατικά και τα έξοδα του πηγαδιού βγήκαν περισσότερα απ’ ότι αγόρασε το όλο κτήμα!
Για να αντλήσεις όμως το νερό ήταν κάπως ανάποδο. Έπρεπε να κατέβεις τα σκαλιά να βάλεις μπρος το μοτέρ και αμέσως να βγεις από τις αναθυμιάσεις! Και το αντίθετο, να πάρεις βαθιά ανάσα να κατέβεις και να σβήσεις τη μηχανή. Μετά έβαλαν ένα σύστημα που τράβαγες ένα σπάγκο από πάνω και έσβηνε η μηχανή χωρίς να τρως όλο το καυσαέριο της μηχανής.
Φώναξε το γείτονά του τον «Ινκόλα του Μακρή» Νίκο Μακρή που έκανε μικροδουλειές και δίπλα στο ντάμι μας έφτιαξε μια μικρή χαβούζα για να έχει νερό και να ποτίζει το μπαχτσεδί του με ντομάτες και όλα τα ζαρζαβατικά.
 Γύρω από το πηγάδι και στο ντάμι έβαλε μικρά δεντρέλια, κλήματα, απιδιές και τα πότιζε με γκαζοτενεκέδες που ήταν μακριά από το νερό, πράγμα που ανέλαβα κατ’ εντολή του να κάνω πολλές φορές το επόμενο καλοκαίρι και καθώς έπρεπε να πληρωθούν οι εργάτες τα μάζεψε και έφυγε πάλι σχεδόν αμέσως στην Αυστραλία.
           Ένα άλλος φίλος και γείτονας με το πατέρα μου ήταν ο Δημήτρης Βουνάτσος, που είχε ένα ντάμι στη στροφή πριν βγεις στην ευθεία για το Τάρτι, με διπλανά κτήματα, του Παναγιώτη Κουκάρα απ’ το Τρίγωνα, και του Γιώργου Μπάνη απ’το Παπάδο θείος μου, παντρεμένος με την αδερφή της γιαγιάς μου Αφροδίτης, που σκοτώθηκε με μηχανάκι τα επόμενα χρόνια. Ο κυρ Δημητρός, τότε που τον θυμάμαι, είχε κάνει το ντάμι του που είναι και σήμερα επάνω στο δρόμο, καφενείο ένα χειμώνα, και πηγαίναμε για να φάμε κανένα γλυκό του κουταλιού με τον αδερφό μου και το ξάδερφό μου Γιάννη. 
          Ο πατέρας μου όταν ξαναέφυγε για την Αυστραλία, του έδωσε την άδεια να παίρνει νερό, και αν ήθελε μπορούσε εκεί να βάζει παραδίπλα μπαχτσαβανικά. Μια μέρα μάθαμε ότι τον βρήκαν πεθαμένο δίπλα στη μηχανή στο πηγάδι.

Συνεχίζεται..Μέρος Β'

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Του Στρατέλ’- Μια μικρή Πρωτοχρονιάτικη ιστορία


Ο Καριώνας και το Περιστέρι χιονισμένο

Ο Στρατής είχε όμορφα γαλανά μάτια, ήταν μικρόσωμος και δεν είχε το χαμόγελο ποτέ στα χείλη του, αλλά πέρα από αυτά ήταν πάντα άνιφτος, άπλυτος, μες τη γάζα. Τα ρούχα του τα ίδια και αυτά, παλιά ξεφτισμένα μπαλωμένα. Τα παπούτσια του, τρύπια, θέλανε κι αυτά μπάλωμα. Λίγα ήταν τα παιδιά που είχε φίλους, τον απόφευγαν, ήταν από τη λεγόμενη οικογένεια “παρακατιανών”, ακόμη και οι φτωχοί τους απέφευγαν. Είχε μια μικρότερη όμορφη αδερφούλα και η μάνα του μόλις είχε ξαναγεννήσει. Τα χέρια του σχεδόν ποτέ δεν πιάναν παράδες να πάρει μια καραμέλα ή κάτι της. Οι γονείς του δεν ξέρω πως τα βγάζανε πέρα, ευτυχώς που και που δέχονταν και καμιά βοήθεια από τους συγχωριανούς τους. Είχε μείνει στην ίδια τάξη όπως και μερικά άλλα παιδιά και έτσι τον γνώρισα, κάναμε παρέα, παίζαμε αμπάριζα, ή ποδόσφαιρο στη πίσω αυλή του σχολείου. Στο σχολείο δεν είχε ποτέ χρήματα για να πάρει ένα σιμίτι και άμα κανένα άλλο παιδί φιλοτιμούταν του έδινε ένα κομμάτι να φάει. Στη τάξη μέσα δεν ήξερε τι θα πει διάβασμα. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος τον ρώτησε πού ήταν η αντιγραφή και η ορθογραφία που έπρεπε νάχε κάνει, και εκείνος τον κοιτούσε αποσβολωμένος, δεν είχε ιδέα, ήταν σε άλλο κόσμο. Την επομένη έγινε το ίδιο και ο δάσκαλος που έχασε την υπομονή του, του τράβηξε το αυτί περιμένοντας την επ’αύριο να έρθει διαβασμένος. Την επομένη ούτε αυτό συνέβη, οπότε του ζήτησε να ανοίξει το χέρι του και μπροστά σε όλους, άρχισε να τον χτυπάει με τη βίτσα μήπως και συμμορφωθεί. Και ξανά την επομένη συνέβη το ίδιο, ο δάσκαλος πιο εξαγριωμένος του τράβηξε το αυτί, τον έδωσε παντού με τη βίτσα, κι αυτός έκλαιγε παθητικά απαρηγόρητος. Όλη η τάξη απλά κοιτούσε, μη ξέροντας τι να πει με όλο αυτό το σκηνικό. Ενδόμυχα έλεγα καλά που δεν τις τρώω εγώ, αλλά από την άλλη με έκανε να μισήσω τους δασκάλους του σχολείου, που λίγο ή πολύ είχαν παρόμοια συμπεριφορά στα παιδιά, που ποτέ δεν ασχολούνταν να μάθουν το γιατί και λυπόμουν αφάνταστα το Στρατή.

      Μια φορά συνέβη να φάω και εγώ μπόλικο ξύλο. Καθώς παίζαμε με έναν αδερφικό φίλο κυνηγητό, αυτός σκουντούφλησε και έπεσε χάμω, χτύπησε το γόνατο, θύμωσε και πήγε στο διευθυντή, και εκείνος χωρίς να ρωτήσει μου είπε να ανοίξω τα χέρια και μου έδωσε αρκετές ραβδιές και μετά μου έδωσε άλλες τόσες και στα πόδια. Έφυγα κλαίγοντας, παρόλα αυτά στο φίλο μου δεν κράτησα κακία.
      Μετά από αυτό που έκανε ο δάσκαλος στο Στρατή, αποφάσισα να τον φωνάξω στο επόμενο διάλειμμα για να κάνουνε μαζί την αντιγραφή, την ορθογραφία, και διάβασμα στο Αναγνωστικό, στην αριθμητική τα κατάφερνε λίγο. Έτσι την επομένη ο δάσκαλος δεν χρησιμοποίησε τη βίτσα, αφού μάλλον ο Στρατής συνετίστηκε. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω με το τόσο ξύλο που έφαγε γιατί δεν καθόταν να κάνει αυτά που του έλεγε ο δάσκαλος, ίσως να παραιτήθηκε από αυτό που λέμε σχολείο, δεν ξέρω δεν κατάλαβα ποτέ. Δεν κατάλαβα και ποτέ γιατί και ο δάσκαλος δεν πήρε το Στρατή να κάνει όσα του ζήτησε σε κάποια άλλη ώρα μέσα στο σχολείο. Μετά από όλο αυτό έβαλα το Στρατή δίπλα μου στο θρανίο να τον βοηθώ όπως όπως. Δεν ήμουν δα και κανένας μαθητής του δέκα, ούτε έπαιρνα συνεχώς επαίνους όπως κάποια άλλα παιδιά της τάξης, αλλά ούτε και ο τελευταίος. Κάθε πρωί είχαμε τη συνήθεια με τα άλλα παιδιά να πηγαίνουμε νωρίτερα στο σχολείο για να παίξουμε μπάλα, αντί γι’ αυτό εγώ έπαιρνα τον Στρατή στη τάξη και τον βοήθαγα να κάνει ότι είχε ζητήσει ο δάσκαλος, και έτσι σταμάτησε να τρώει όλο αυτό το ξύλο. Τελικά πέρασε έστω και κουτσά τη τάξη. Βέβαια οι φίλοι και οι συμμαθητές μου με έβλεπαν με μισό μάτι που έκανα τόση παρέα με το παρακατιανό και καθόμουν μαζί του στο θρανίο αφού δεν τον ήθελαν, αλλά με τον καιρό κατάλαβαν ότι δεν είχε αλλάξει κάτι αφού στα παιχνίδια όλη μέρα ήμουν μαζί τους.
      Τα Χριστούγεννα σαν ήρθαν, πήγα με τους πιο κολλητούς φίλους και είπαμε τα κάλαντα. Τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το Περιστέρι από ψιλά, μας γνάντευε μαγευτικά ντυμένο στα λευκά, στο χωριό έριχνε αραιές νιφάδες, τα κεραμίδια κρέμονταν σταλακτίτες από πάγο, οι ντουσιμέδες στα σοκάκια είχαν πιάσει και αυτά και γλιστρούσες, το κρύο σε σούβλιζε. Έψαξα το Στρατή για να πούμε τα κάλαντα. Ντυθήκαμε όσο μπορούσαμε καλύτερα με πατατούκες, κασκόλ και γυρίσαμε παντού. Γυρίσαμε όσες γειτονιές μπορέσαμε και όταν τελειώσαμε είχαμε πουντιάσει, οι μύτες μας στάζανε, τα χέρια μας ήταν ροζιασμένα, παρόλο αυτά, όλο χαρά καθίσαμε παράμερα και στοιβάζαμε αλλού τις δεκάρες, αλλού τα μισέλια, τις δραχμές και τα λίγα δίδραχμα. Έτσι αποτέλεσμα ήταν να μαζέψουμε και να μοιραστούμε από είκοσι δραχμές ο καθένας μας. Όμως άμα τον είδα με τα χρήματα στο χέρι φοβήθηκα ότι θα σκορπούσε στο πι και φι, και τον ρώτησα: «σου αρέσουν τα λουκάνικα» και μου είπε «ουυ πολύ!».
     Του λέω έλα δω να πάμε κάπου. Τον πήγα σε ένα χασαπιό που κρέμονταν φρέσκα χωριάτικα λουκάνικα που μοσχομύριζαν κύμινο!
   Μπήκαμε μέσα «Τι θέλουν τα παιδιά;» «λουκάνικα, βάλε μας δύο κιλά σε μένα και δύο στο Στρατή» χωρίς να μας ρωτήσει ο χασάπης τίποτε, μας έκοβε κι από λίγο με περιέργεια, μας τα τύλιξε στο χασαπόχαρτο πληρώσαμε και φύγαμε.
Φεύγοντας λέω έλα να πάρουμε λίγο φρέσκο ψωμί από το φούρνο του Σαμαρά, πήραμε από μια λαχταριστή ζεστή φρατζόλα. Μετά από κει με όσα μας περίσσεψαν πήραμε σοκολάτες και καραμέλες απ' το περίπτερο του Αρμενάκη. Στο τέλος γεμάτοι χαρά και χαμόγελο αποχαιρετηθήκαμε.
Το βράδυ φορτωμένοι στο τρίκυκλο του πατέρα μου ταμπουρωμένοι στα κασκόλ, στα σκουφιά και στις πατατούκες και ότι άλλο μας έσωζε από το κρύο, με την οικογένειά μου φύγαμε στο καρόδρομο για το Τάρτι, κάναμε πρωτοχρονιά εκεί, και την επομένη αρχίσαμε αμέσως να μαζεύουμε ελιές. Είχε κεραγί, μάζευα λίγες σε ένα μικρό καλαθάκι, έκαιγα κλαδιά και φύλλα, έψηνα τα λουκάνικα που είχα αγοράσει στη φωτιά και τσιμπολογούσα, αλλά προπαντός πυρωνόμουν από το ξεροβόριαδο.

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Χριστούγεννα στην εξοχή

  Θυμάμαι το πατέρα μου να έχει τις προτιμήσεις του όταν ανέβαινε και έμενε κανένα βράδυ στο Σκόπελο. Η Κάτω Αγορά γεμάτη ανθρώπους να περπα...